-
Απο τα αγαπημένα μου!!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΑΤΣΙΟ ΝΟΥΒΟΛΑΡΙ 1892-1953
του Γιώργου Ν. Πολίτη
Vivere pericolosamente
Οι αγώνες είναι συνυφασμένοι με τον κίνδυνο. Οι καλύτεροι πιλότοι συχνά κινούνται κοντά στο απόλυτο όριο της ταχύτητας και του κινδύνου. Μια φούχτα από αυτούς ξεχώρισαν ως κορυφαίοι επειδή πολλές φορές άγγιξαν αυτό το όριο. Για έναν όμως δεν υπήρχε όριο. Όταν έφτανε μπροστά σε αυτό που οι άλλοι νόμιζαν ότι είναι το όριο, το έσπρωχνε κι αυτό υποχωρούσε. Γιατί, τίποτα δεν μπορούσε να μείνει μπροστά από τον Τάτσιο Νουβολάρι.
Όταν αγωνιζόταν ο Νουβολάρι , ''quando corre Nuvolari'' , όπως λένε οι Ιταλοί για να προσδιορίσουν την εποχή του, στη γειτονική χώρα υπήρχε η φήμη ότι ο μικρόσωμος πιλότος από τη Μάντοβα είχε κάνει συμφωνία με το Διάβολο. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αλλιώς ,πώς, τότε που ο θάνατος στους αγώνες ήταν στην ημερήσια διάταξη, ο Νουβολάρι έστριβε όπως έστριβε και παρέμενε ζωντανός. Σαν τον Φάουστ , θα έπρεπε να είχε πουληθεί στον Διάβολο για να το καταφέρνει. Δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι κάποιος είχε τόσο πολύ ταλέντο, τόσες απίστευτες οδηγικές ικανότητες. Όμως το θείο δώρο του απόλυτου ελέγχου διαχείρισης της ταχύτητας που απλόχερα προσφέρθηκε στον Νουβολάρι, αντσταθμίστηκε με αφόρητη δυστυχία στην προσωπική του ζωή. Στα νεανικά του χρόνια οι γιατροί διέγνωσαν ίχνη φυματίωσης . Αργότερα απέκτησε δύο παιδιά, δύο γιους που τους είδε να πεθαίνουν έφηβοι, κι αυτοί χτυπημένοι από αρρώστιες.
Στα χρόνια της μεγάλης δόξας, η εξάρτησή του από την ταχύτητα δεν γινόταν αντιληπτή. Στον κόσμο περνούσε μόνο ως υπέρμετρο πάθος και θέληση. Μόνο στη δύση της ζωής του, όταν εξακολούθησε να τρέχει -βήχοντας ,φτύνοντας αίμα και πέφτοντας λιπόθυμος στους τερματισμούς- γιατί αυτό ήταν το μόνο που γνώριζε να κάνει, καταλάβαινε κανείς την τραγική του μοίρα. Την απόλυτη, παθολογική του εξάρτηση από την ταχύτητα. Ο Νουβολάρι αγωνιζόταν με τον τρόπο που αγωνιζόταν γιατί ήταν καταδικασμένος να αγωνίζεται έτσι.
Έφτιαξε το όνομά του με τις πρωτόγονες μοτοσυκλέτες του '20 σε κάθε είδους αγώνες αλλά κυρίως στους επιπονους μαραθωνίους που διέσχιζαν την Ιταλία απ' άκρη σ' άκρη. Έγινε μέσως γνωστός από την ταχύτητα και την επιμονή του να μην παραιτείται ακόμη και όταν όλα γυρνούσαν εναντίον του. Το 1924 στέφθηκε Πρωταθλητής Ιταλίας και κέρδισε την θέση του εργοστασιακού οδηγού της Bianchi . Στη Ραβένα συγκρούστηκε με έναν αντίπαλο και χτύπησε το αριστερό του χέρι στον τοίχο. Συνέχισε , κατεβάζοντας συνεχώς το χρόνο του, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε ημιλιπόθυμος στα πιτ με το χέρι του πνιγμένο στο αίμα. Από τη σύγκρουση είχε κοπεί ένα δάχτυλο, μόνο το γάντι το κρατούσε στη θέση του.
Στο Λάριο, για να στρίψει σε ένα αργό αριστερό-δεξί εσάκι χτύπαγε με τον ώμο του το βράχο στο εσωτερικό της αριστερής , το τράνταγμα τον διευκόλυνε στην τοποθέτηση της μοτοκλέτας για την ερχόμενη δεξιά. Στο σιρκουί του Τορίνο η Bianchi λάδωε το μπουζί της στον τρίτο γύρο. Κατέβηκε , το άλλαξε και συνέχισε. Έσκασε λάστιχο. Σταμάτησε και το άλλαξε. Στον δωδέκατο γύρο βγήκε η αλυσίδα, την ξαναέβαλε και συνέχισε. Στον δέκατο τρίτο έσπασε το πιρούνι. Σταμάτησε, το έδεσε πρόχειρα με την ζώνη του, συνέχισε και τερμάτισε τρίτος.
Τάτσιο, Βιτόριο, Έντzo ,Αlfa
Τα αυτοκίνητα όμως ήταν η μεγάλη του αγάπη. Η ευκαιρία για εργοστασιακή συμμετοχή ήρθε στις 26 Αυγούστου του 1925. Λίγο πριν από τον αγώνα της Μόντσα , η Alfa Romeo έψαχνε τον αντικαταστάτη του Αντόνιο Ασκάρι, που είχε χάσει τη ζωή του νωρίτερα, στο γαλλικό GP.
Ο αρχιμηχανικός Βιτόριο Τζάνο έφερε στη Μόντσα τις P2 και ο 33χρονος Τάτσιο ξεκίνησε για τους γύρους που μπορούσαν να του αλλάξουν τη ζωή. Στον δεύτερο γύρο πλησίασε το ρεκόρ της πίστας, στον τρίτο κατέβασε κι άλλο, στον τέταρτο το ίδιο. Στον πέμπτο το κιβώτιο δεν άκουσε σ'ένα κατέβασμα κι ο Νουβολάρι βρέθηκε να στρίβει με νεκρά. Η P2 έγειρε, γύρισε ανάποδα, κι ο οδηγός πετάχτηκε προς το απέναντι συρματόπλεγμα, αυτό λειτούργησε σαν σφεντόνα και τον πέταξε στην άλλη μεριά της πίστας. Όταν τον βρήκαν ήταν αναίσθητος και αιμορραγούσε. Πίστευαν ότι πέθανε. Τους διέψευσε. Τυλιγμένος στους γύψους, με τραύματα σε όλο του το σώμα , στο κρεβάτι του νοσοκομείο, δήλωσε συμμετοχή για το GP μοτοσυκλετών στις 13 Σεπτεμβρίου, πάλι στη Μόντσα.
Έτσι και έγινε. Την παραμονή του έσπασαν τους γύψους και τον έντυσαν με σκληρούς δερμάτινους νάρθηκες, από το υλικό που φτιάχνονται οι σέλες των αλόγων. Τον έστησαν πάνω στην Bianchi , τον έσπρωξαν για να βάλουν μπρος και έτσι ξεκίνησε για τον αγώνα των δυόμιση ωρών. Κέρδισε και όταν στα πιτ λίγο έλειψε να πέσει, οι μηχανικοί πανηγύριζαν και είχαν ξεχάσει ότι δεν μπορούσε να κατεβάσει τα πόδια του κι ότι έπρεπε να τον στηρίξουν. Ολόκληρη η Ιταλία παραληρούσε για το κατόθρωμά του. Είχε ήδη αρχίσει το ταξίδι στη σφαίρα του θρύλου. Όμως η πόρτα της Alfa έκλεισε και πέρασαν πέντε χρόνια γα να τον ξανακαλέσουν.
Του έδωσαν τότε μία 1750 για το Mille Miglia , τον αγώνα των 1600 χιλιομέτρων , που ξεκινούσε μεσημέρι Σαββάτου από την Μπρέσια, κατέβαινε προς τη Ρώμη και ύστερα ανέβαινε τερματίζοντας πριν από το χάραμα της Κυριακής , πάλι στην Μπρέσια. Νίκησε με μια κίνηση που πέρασε στην Ιστορία. Λίγο πριν από τον τερματισμό έφτασε πίσω από την προπορευόμενη Alfa του Ακίλε Βάρτζι. Για τον Νουβολάρι , ο Βάρτζι ήταν ο αιώνιος αντίπαλος, ό,τι ήταν ο Προστ για τον Σένα. Έσβησε λοιπόν τα φώτα για να μην τον αντιληφθεί και οδηγώντας στα τυφλά, τον έφτασε και τον προσπέρασε. Μετά το Mille Miglia , σε όποια ομάδα υπέγραφε συμβόλαιο ο Βάρτζι , έθετε όρο να μην έρθει σ' αυτή ο άσπονδος φίλος του.
Η νίκη αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έφτασε σ'αυτήν απογείωσαν τη φήμη του Μαντοβάνου πιλότου. Έγινε πλέον η σημαία της Alfa Romeo. Την ίδια εποχή ένας πρώην οδηγός της Alfa έστηνε μια ομάδα που αναλάμβανε την προετοιμασία και συμμετοχή των Alfa Romeo στους αγώνες. Το μικρό του όνομα ήταν Έντζο , στην ομάδα έδωσε το επώνυμό του. Τη βάφτισε Scuderia Ferrari. Έτσι οι αγωνιστικές Alfa, βαμμένες πάντα στο κόκκινο-βιολετί τους χρώμα, απέκτησαν για σήμα τους μια κίτρινη ασπίδα με ένα μαύρο αλογάκι και τα αρχικά SF.
Στην προ-Νουβολάρι περίοδο, οι πιλότοι για να στρίψουν ανοίγονταν πριν τη στροφή, στη συνέχεια κλείνονταν πατώντας προοδευτικά το γκάζι ώς την κορυφή και μετά-οι απολύτως καλύτεροι από αυτούς, σαν τον Ασκάρι και τον Μπορντίνο- έδιναν όλο το γκάζι κι ελέγχοντας την υπερστροφή έβγαιναν ντριφτάροντας. Ο Έντζο Φεράρι ήταν από τους πρώτους που μπόρεσαν να αποκωδικοποιήσουν τη μέθοδο Νουβολάρι, μάλιστα στα απομνημονεύματά του ο Γέρος εξηγεί πόσο τρόμαζε στην αρχή ως συνοδηγός του και πώς στη συνέχεια κατάλαβε τον τρόπο με τον οποίο αυτός οδηγούσε. Έστριβε προς τα μέσα πολύ νωρίτερα κι έδινε από την αρχή όλο το γκάζι. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου έξυνε το εσωτερικό της στροφής ενώ το πίσω γλιστρούσε έντονα προς τα έξω. Χωρίς να αφήσει το γκάζι και κάνοντας ανάποδο, ο Νουβολάρι κρατούσε το αυτοκίνητο στο δρόμο και όταν πια έφτανε στο apex, ήταν τοποθετημένος σε πλήρη ευθεία με την έξοδο. Μπορούσε έτσι να επιταχύνει αμέσως. Ήταν ο πρώτος που εκμεταλλεύτηκε την υπερστροφή για να πλασάρει το αυτοκίνητο τοποθετώντας το στην ιδανική τροχιά. Άλλαξε για πάντα την εικόνα των αγώνων. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολύ πιο εξελιγμένα , εύκολα και προβλέψιμα αυτοκίνητα, για να μπορέσουν άλλοι να τον μιμηθούν.
Εκτός όμως από την τεχνική και την εξυπνάδα, το πάθος ήταν το τρίτο στοιχείο που έκανε τον Νουβολάρι μοναδικό. Το 1933, στο διάρκειας 100 γύρων GP του Μονακό, έκανε μια ακόμη επίδειξη ψυχικών αποθεμάτων.
Ο Νουβολάρι οδηγεί Alfa και ο Βάρτζι Bugatti. Επί 99 γύρους η πρώτη θέση αλλάζει συνεχώς χέρια. Η διαφορά τους ποτέ δεν ξεπερνά τα 4΄΄ , συνήθως δε είναι πολύ μικρότερη, τα δύο αυτοκίνητα σχεδόν ακουμπούν το ένα το άλλο. Ο τελευταίος γύρος ξεκινά με τον Νουβολάρι πρώτο. Στην ανηφοριά για το Casino ο Βάρτζι ρισκάρει κρατώντας την 3η πάνω από τις 7.000 στροφές και περνά μπροστά. Στην έξοδο του τούνελ οι θεατές ακούν τα μοτέρ που μουγκρίζουν και, σηκωμένοι στις μύτες των ποδιών, ψάχνουν με τα μάτια το χρώμα που θα βγει πρώτο απ'το σκοτάδι. Να! Το κόκκινο είναι δύο μέτρα εμπρός απ'το γαλάζιο. Ξαφνικά ο κινητήρας της Alfa Romeo παραδίδει το πνεύμα, λάδια χύνονται παντού, η Bugatti περνά. Η Alfa τυλίγεται στις φλόγες , οι κριτές κάνουν σήμα στο Νουβολάρι να σταματήσει, ο φόβος της έκρηξης. Δεν σταματάει. Σηκώνεται όρθιος στο κάθισμα για να μην τον φτάνουν οι φλόγες και, όρθιος, τιμονεύει την Tipo 8C . Είναι μια μυθική εικόνα: η φλεγόμενη Alfa κι ο Νουβολάρι με χείλη σφιγμένα και το μακρύ του πρόσωπο μαυρισμένο από τα λάδια και τους καπνούς, να οδηγεί όρθιος. Το μοτέρ αργοπεθαίνει, στην ανηφόρα σταματά. Και τότε ο Τάτσιο κατεβαίνει και σπρώχνει το αυτοκίνητο, που συνεχίζει να καίγεται, προς τον τερματισμό. Κοντεύει στο τέρμα. Ένας κριτής αδειάζει έναν πυροσβεστήρα στην Alfa. Ο αγώνας τελειώνει.
Η μεγαλύτερη μέρα του Νουβολάρι είναι και η μέρα της μεγαλύτερης νίκης των αγώνων-νίκη ενάντια σε κάθε λογική. Το 1935 στο Νίρμπουργκρινγκ η χιτλερική Γερμανία είναι στο απόγειό της. Πριν από την έναρξη του GP η πτήση επίδειξης ενός νέου αεροσκάφους που η Ευρώπη θα γνώριζε καλά τα επόμενα χρόνια, λέγεται Stuka. Εκπρόσωποι του Χίτλερ, 300.000 θεατές, σβάστικες και εννέα ασημένια βέλη Auto-Union και Mercedes- εξελιγμένα πέρα από κάθε κόστος χάρη στα ναζιστικά κεφάλαια- ετοιμάζονται να δείξουν τη γερμανική υπεροχή.
Κανείς δεν υπολογίζει τον 43χρονο μικρόσωμο άνδρα με το γαλάζιο παντελόνι, το κίτρινο ζέρσεϊ , το κόκκινο δερμάτινο κράνος και την πιστή μα λεπτεπίλεπτη και παρωχημένη Alfa P3. O παλιός της κινητήρας των 2,6 λίτρων, είχε φτάσει τα 3,8 λίτρα και τα 330 άλογα σε μια προσπάθεια να σταθεί πλάι στα γερμανικά θαύματα. Η τελική της ταχύτητα άγγιζε τα 270 km/h. Όμως η Auto-Union V-16 του δρα Πόρσε είχε 375 άλογα, ενώ η Mercedes W25 των 4,3 λίτρων έβγαζε 460. Και τα δύο γερμανικά όπλα ξεπερνούσαν τα 310 km/h. Ήταν ο ορισμός της άνισης μάχης. Ο Νίκι Λάουντα είχε πει πως ήταν σα να προσπαθούσε η Alfa μ'ένα χαρταετό να πολεμήσει τα διαστημόπλοια της NASA.
Όμως, μόνο όταν η παρτίδα μοιάζει χαμένη λάμπει το άστρο των αλιθηνά μεγάλων. Δίνεται η εκκίνηση των 22 γύρων , ο Νουβολάρι πετάγεται μπροστά και στο τέλος της ευθείας στρίβει δεύτερος. Οι Γερμανοί τον φτάνουν στις ευθείες , όμως ο Νουβολάρι τους φεύγει στις στροφές, ευτυχώς που το 'Ρινγκ έχει 176 από αυτές. Πρέπει όμως να προσέξει και το αυτοκίνητο, 500 χιλιόμετρα διαρκεί το GP και η P3 είναι ευαίσθητη με αχίλλειο πτέρνα το πολύπλοκο σύστημα μετάδοσης. Για επιβεβαίωση, η άλλη Alfa του Σιρόν έμεινε από άξονα στον πέμπτο γύρο.
Στον δέκατο γύρο ο Τάτσιο περνά μπροστά, κρατά όλη την γερμανική αρμάδα στην ουρά του, είναι 9'' εμπρός από τον Καρατσιόλα. Έρχεται ο 11ος γύρος των πιτ-στοπ. Οι Mercedes των φον Μπράουχιτς και Καρατσιόλα μένουν μέσα για 47΄΄ και 67΄΄ αντίστοιχα, η Auto-Union του Ροζεμάιερ για 75΄΄. Στα πιτ της Alfa η αντλία ανεφοδιασμού έχει χαλάσει. Αναγκάζονται να βάλουν βενζίνη με μπιτόνια και χωνί. Δύο λεπτά και δεκατέσσερα δεύτερα περνούν, ο Νουβολάρι βγαίνει από τα πιτς και είναι έκτος. Οι Γερμανοί πανηγυρίζουν. Να κρατήσεις πίσω σου όλα αυτά τα θηρία είναι άθλος, να τα ξαναπεράσεις είναι αδιανόητο.
Ο Τάτσιο αρχίζει την τιτάνια επίθεση. Κάτω από τον μολυβένιο ουρανού του ΄Ρινγκ, το κόκκινο αυτοκίνητο, σπρωγμένο λες από την ψυχή του οδηγού του, ξαναπερνά ένα ένα τα ασημένια βέλη. Στο τέλος του 13ου γύρου είναι ξανά δεύτερος. Στον 15ο η διαφορά του από τον φον Μπράουχιτς είναι 69΄΄. Στον 20ο έχει πέσει στα 43΄΄, αρχίζει να ψιλοβρέχει. Πηγαίνει ακόμα πιο γρήγορα. Στις ευθείες τον βλέπουν να χτυπάει με την αριστερή του γροθιά το πλαϊνό της P3, σαν να θέλει να την κάνει να τρέξει πιο πολύ. Στον 21ο μαζεύει άλλα 11΄΄ . Στα πιτ της Mercedes ο τιμ-μάνατζερ Νοϊμπάουερ κάνει απεγνωσμένα σήματα στον πιλότο του. Έρχεται ο τελευταίος γύρος και η κολασμένη καταδίωξη του Νουβολάρι κορυφώνεται. Ντριφτάρει σε πρωτοφανείς γωνίες , η ψαλίδα κλείνει στα δάσος του Adenau, στην Karusell είναι 200 μέτρα πίσω από το στόχο του . Βλέπει μπροστά του ''κάτι μαύρο να πετάει στον αέρα'' , είναι το πίσω αριστερό Continental της Mercedes. Ο φον Μπράουχιτς δεν πρόσεχε τα λάστιχά του και οι Γερμανοί δεν φρόντισαν να τον ξαναβάλουν στα πιτ.
Όταν το κόκκινο αυτοκίνητο με το νούμερο 12 φάνηκε στην αρχή της ευθείας το αδύνατον είχε γίνει πραγματικότητα. Οι σβάστικες χαμήλωσαν, οι Γερμανοί εξευτελίστηκαν, δεν είχαν καν σκεφτεί να προμηθευτούν την πλάκα γραμμοφώνου με τον ιταλικό εθνικό ύμνο, τόσο σίγουροι ήταν για τη νίκη. Ο Τάτσιο τους καθησύχασε. Είχε φέρει μια πλάκα με τον ύμνο της πατρίδας του. Για γούρι, τους είπε. Ένας Ιταλός δημοσιογράφος έγραψε ''Εκατομμύρια γαλάζια μάτια, ορθάνοιχτα, δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν. Ανίκανα να βρουν λογική εξήγηση απέδωσαν τη νίκη του κόκκινου αυτοκινήτου στο Διάβολο''.
Προς το τέλος
Τα κατορθώματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Στον αυτοκινητόδρομο της Φλωρεντίας το καλοκαίρι του 1935, με την περίφημη Alfa Bimotore, που είχε έναν κινητήρα εμπρός και έναν πίσω και 540 άλογα, ο Νουβολάρι πιάνει 321,5 km/h και σπάει το ρεκόρ ταχύτητας της Auto-Union.
Το 1936 στην πίστα της Νέας Υόρκης με την Alfa 12C κάνει τους Αμερικανούς να παραμιλούν. Οι Ιταλοί μετανάστες έχουν κάθε λόγο να περηφανεύονται όταν ο ήρωάς τους σηκώνει το μεγαλύτερο τρόπαιο που έγινε ποτέ, το 14 κιλών χρυσό κύπελο Vnderbilt. Ο Νουβολάρι είναι 1,55 και το κύπελλο μοιάζει μεγαλύτερο από αυτόν.
Και ύστερα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, ίσως ο Διάβολος ζητάει το μερίδιό του. Το 1937 χάνει τον πρώτο του γιο, Τζόρτζιο , στα 19 του χρόνια από καρδιακό νόσημα. Το 1938 έχει ένα πολύ άσχημο ατύχημα όταν η Alfa του παίρνει φωτιά. Προλαβαίνει να πηδήξει έξω από το φλεγόμενο αυτοκίνητο με 80 km/h και γλυτώνει με εγκαύματα.
Περνάει στην Auto-Union και κάνει τρεις νίκες , τη δεύτερη στο Ντόνινγκτον, όπου στις δοκιμές -με 150km/h- συγκρούεται με ένα μεγάλο ελάφι, η θηριώδης D V12 απογειώνεται , καταφέρνει όμως να τη μαζέψει. Η χρυσή δεκαετία του '30 που άνοιξε με τη νίκη του Νουβολάρι στο Mille Miglia , κλείνει με δική του νίκη στο GP Βελιγραδίου το 1939. Την ίδια μέρα αρχίζει ο πόλεμος.
Το 1946 χάνει και τον δεύτερο γιο του , Αλμπέρτο, σε ηλικία 18 ετών ασθένεια των νεφρών. Ο Τάτσιο γίνεται σκιά του εαυτού του. Τα μαλλιά του είναι κάτασπρα, είναι 54 χρόνων και δείχνει 70. Του φαίνεται άδικο να έχει ρισκάρει τη ζωή του χιλιάδες φορές κι όμως να ζει, την ώρα που οι δυο του γιοι πέθαναν τόσο νέοι από φυσικά αίτια. ''Δεν βρίσκω πια καμία απόλαυση στη ζωή, ούτε στους αγώνες. Τρέχω γιατί δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνω. Και για να ξεχνάω. Γι'αυτό συνεχίζω, αλλά γέρασα πια'', λέει σε μια συνέντευξή του στο Motor, το 1946.
Ο γερασμένος πρωταθλητής πονά στο στήθος, ταλαιπωρείται από βήχα και αιμοπτύσεις. Αρκεί όμως το γκάζι και το τιμόνι για να αναστηθεί. Για την ακρίβεια το γκάζι, μόνο, αρκεί. Στον αγώνα του Τορίνου, πέταξε το σπασμένο τιμόνι της Cisitalia 1100 και συνέχισε τον αγώνα χωρίς αυτό , ελέγχοντας το αυτοκίνητο με ότι είχε απομείνει από την κολόνα του τιμονιού και το παξιμάδι του βολάν.
Τα πνευμόνια του είναι διαλυμένα, έχει δύσπνοια. Στους αγώνες φορά μια μάσκα από γάζες για να προστατευτεί από τους καπνούς των εξατμίσεων. Καμιά σκέψη για να σταματήσει. Δύο μέρες πριν το Mille Miglia του 1948, ο Έντζο τού ζητάει να οδηγήσει μια Ferrari 166 SC. Δέχεται αμέσως. Ένας άνδρας άρρωστος , με καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, θα οδηγούσε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο για 1.600 χιλιόμετρα στα Απένινα, με βροχή και κρύο, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Φτάνει πρώτος στη Ρώμη. Η προχειροφτιαγμένη Ferrari όμως έχει αρχίσει να διαλύεται. Το καπό λείπει, το ίδιο και το εμπρός αριστερό φτερό. Στη Φλωρεντία τον βλέπουν να φτάνει, βρεγμένο ως το κόκκαλο , με λάσπη σε όλο του το σώμα και αίματα στο σαγόνι. Σε όλες τις πόλεις της Ιταλίας μεγάφωνα μεταδίδουν την εξέλιξη του αγώνα και χιλιάδες θεατές γιορτάζουν ακούγοντας ότι ο ήρωάς τους προηγείται και ανοίγει τη διαφορά. Μέσα σε μία από τις γνώριμες καταιγίδες που πλημμυρίζουν την άνοιξη την κοιλάδα του Πάδου ο Νουβολάρι περνά τη Μόντενα και πλησιάζει το Ρέτζιο-Εμίλια. Είναι 29 λεπτά εμπρός από τον δεύτερο όταν η Ferrari τον προδίδει. Το σασί της κόβεται στις βάσεις της πίσω ανάρτησης κι ο αγώνας τελειώνει.
Για δύο χρόνια ακόμη ο Τάτσιο Νουβολάρι συνέχισε το αυτοκαταστροφικό του ταξίδι, αγωνιζόμενος πάντα με το ίδιο πάθος , τη ίδια τέχνη. Όμως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν , η καρδιά και οι πνεύμονές του είχαν εξαντληθεί.
Το ξημέρωμα της 11ης Αυγούστου 1953 ήταν το τελευταίο για τον πρώτο των πρώτων. Η ιατρική γνωμάτευση διέγνωσε καρδιοπάθεια και τελικό επεισόδιο βρογχοπνευμονίας. Τον αποχαιρέτησαν όπως είχε ζητήσει, ντυμένο με το γαλάζιο παντελόνι και το κίτρινο ζέρσεϊ με το ραμμένο μονόγραμμα. Η καρό σημαία είχε πέσει για πάντα. Η ψυχή του μπορούσε επιτέλους να ξεκουραστεί.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 3 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (31-08-13), Panmilios (31-08-13)
-
Ο φιλόσοφος του δρόμου
Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το θάνατο του Τζακ Κέρουακ. Ποιητής της αυτοκίνησης, εραστής της ελευθερίας και βεβαίως συγγραφέας του "On the Road", ο Κέρουακ έστειλε μια ολόκληρη γενιά στο δρόμο να αναζητεί τη γοητεία της περιπλάνησης, την απελευθέρωση από τις καλορυθμισμένες σαν ελβετικά ρολόγια συμβατικές ζωές. Ήταν η γενιά που ο ίδιος βάφτισε γενικά Beat και εκείνη τον έχρισε πρίγκηπα της.
Οι μπητ είχαν να αντιμετωπίσουν το νοσηρό Μακαρθισμό της μεταπολεμικής Αμερικής, το ψυχροπολεμικό κλίμα, τη μικροαστική νοοτροπία, τη διαφθορά, την ανάπηρη ηθική της κοινής γνώμης. Πνιγμένοι στην απογοήτευση και την πικρία, γέμιζαν ένα σωρό ερωτηματικά. Ποιός είναι ο σκοπός της ζωής μας; Πώς πρέπει να τη ζήσουμε; Το μεγαλείο της ζωής μπορεί να σφραγιστεί σε τέσσερις τοίχους, δουλεύοντας εννιά με πέντε για να αγοράσουμε μεγαλύτερο πλυντήριο και καλύτερη τηλεόραση; Γι' αυτό άφησαν χιλλιάδες φαντάροι τα κόκκαλα τους στο μεγάλο πόλεμο;
Η απάντηση τους ήταν ένα μεγαλοπρεπές όχι. Οι μπητς έβλεπαν ότι πίσω από την κόκα-κόλα, τα χάμπουργκερ, τους ουρανοξύστες, τα διαστημικά προγράμματα και τα γαλήνια χαμόγελα των μεσηλίκων, το Αμερικανικό Όνειρο είχε μεταβληθεί σε Εφιάλτη.
Για το μέσο Αμερικανό, οι μπητ ήταν ένα μάτσο τεμπέληδες, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν τα γρήγορα αυτοκίνητα, οι γκόμενες και η μαριχουάνα. Όμως η αλήθεια είναι ότι η γενιά των καταραμένων ποιητών έφτυσε στα μούτρα το μέτριο και το συμβιβασμένο και βγήκε στο δρόμο, στα χνάρια των πρώτων αποίκων, των παλιών ταξιδευτών, όχι από τεμπελιά, αλλά από απόγνωση, από τρόμο μήπως αναγκαστεί να σπαταλήσει το μονάκριβο αγαθό της ζωής.
Για τους μπητ, το αυτοκίνητο έγινε το μέσο για την απελευθέρωση από τα περιοριστικά δεσμά. Το σύστημα σε εγκλωβίζει σε λίγα τετραγωνικά μέτρα που ζεις και δουλεύεις. Με το αυτοκίνητο ο κόσμος όλος είναι δικός σου. Μπορείς να δεις, να ακούσεις, να γευθείς, να μυρίσεις, εικόνες, ήχους, γεύσεις και μυρωδιές που δεν βρίσκεις στα εργοστάσια και τα γραφεία. Γι' αυτό και ο Κέρουακ, πρωτοετής φοιτητής του Κολούμπια τότε, κατέβηκε στα πεζοδρόμια και στα καταγώγια του Χάρλεμ, έκανε παρέα με πόρνες και αλήτες, όλους εκείνους που η κοινωνία τους ξερνάει με τη λεζάντα του περιθωριακού στο κούτελο. Υπό τους ήχους της τζαζ, ανάμεσα σε τζοιντς (μτφ: τσιγαριλίκια) και αλκοόλ, αλλά και αναγνώσεις Προυστ και Ντοστογιέφσκι, ζυμώθηκε ο αντικομφορμισμός των μπητ. Από εκεί ξεκίνησαν οι ατέρμονες περιπλανήσεις του Κέρουακ. Άλλοτε μόνος του, άλλοτε μαζί με τον Νηλ Κάσσαντι γύριζαν από τη Νέα Υόρκη στο Σαν Φρανσίσκο και από εκεί στο Τέξας και στο Μεξικό, χωρίς αερόσακους και προφυλακτικά, για να κάνουν όλα αυτά που εμείς φοβόμαστε.
Όσοι παρέμειναν κρατούμενοι της πεζής καθημερινότητας έβλεπαν με τρόμο και φθόνο αυτούς που αδιαφορούσαν για όλα όσα εκείνοι είχαν μοχθήσει. Εκείνοι πάσχιζαν να αποκτήσουν μεγαλύτερο αυτοκίνητο, ώστε να μπουν στο μάτι του γείτονα, για να δείξουν ότι το χαμαλίκι μιας ζωής δεν πήγε στράφι. Οι μπητ αγαπούσαν τα αυτοκίνητα γιατί τους πήγαιναν πιο μακρυά. Η αυτοκίνηση ελευθερώνει, η αυτοκίνηση είναι αυτονομία κι η αυτονομία είναι αυτοσκοπός. Αυτή είναι η ιδεαλιστική ουσία της αυτοκίνησης και του αυτοκινήτου, που διαμορφώθηκε τότε που η πολιτική ορθότης ήταν κενό γράμμα, τότε που ένα φιλί δεν έπρεπε να συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση των συμβαλλομένων ώστε να μη θεωρηθεί σεξουαλική παρενόχληση.
Τότε που με σπασμένα κοντέρ και στριφτά τσιγάρα, ο Τζακ και ο Νηλ σταματούσαν σε σαραβαλιασμένα μοτέλ απαγγέλοντας στίχους του Λόρκα, και έφευγαν με τα λάστιχα να στριγγλίζουν για να δουν το φεγγάρι αγκαλιά με δυο μεθυσμένες σινιορίτες στην κορυφή του επόμενου λόφου, εκατό μίλια βόρεια του Ρίο Γκράντε.
Τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του Τζακ Κέρουακ, ολοένα και περισσότεροι γύπες κόβουν βόλτες πάνω από το μνήμα του για να πουλήσουν ρούχα, περιοδικά ποικίλης ύλης και φτηνές βιογραφίες. Όμως, ό,τι και να κάνουν, το όραμα του μοναχικού ταξιδιώτη, η αυτοκίνηση και η αυτονομία θα μείνουν ατόφια όσο ανασαίνουν εκείνοι που "τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν να σωθούν", καταδικασμένοι από τον ρομαντισμό και την ευαισθησία τους "να καίγονται, να καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά".
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following User Says Thank You to pilot For This Useful Post:
-
Το αγαπημένο μου για τον αγαπημένο μου οδηγό!
Le Petit Grand Homme
Η μνήμη μοιάζε με δίσκο, με πλάκα από κερί. Εικόνες περνουν από πάνω της και χαράζουν σημαδάκια ή αυλάκια βαθιά. Όσο πληθαίνουν τα σημάδια, τα μικρότερα από αυτά χάνονται, η βελόνα του μυαλού αδυνατεί να τα εντοπίσει και εν τέλει, ξεχνιούνται. Όμως οι βαθειές αυλακιές είναι πάντα παρούσες και η βελόνα βυθίζεται μέσα τους σε κάθε στροφή του δίσκου. Κάθε φορά που το ημερολόγιο φτάνει στην όγδοη μέρα του Μάη, η βελόνα του μυαλού μου σκαλώνει σε ένα αυλάκι βαθύ. Η Ferrari με το νούμερο 27 απογειώνεται με 230 χιλιόμετρα την ώρα, στριφογυρίζει στον αέρα, ύστερα από εκατό μέτρα χτυπάει στο έδαφος και μετά τινάζεται πάλι και πάλι, αφήνοντας σε κάθε πτώση κομμάτι από το σασί, το μοτέρ και τις αναρτήσεις της. Ο τηλεοπτικός φακός την προλαβαίνει στην τελευταία της μοιραία περιστροφή. Τα ερείπια ακινητοποιούνται στη μέση της πίστας. Λίγα μέτρα από εκεί, αφήνει την τελευταία του πνοή ο πιο παθιασμένος, ο πιο θεαματικός, ο πιο γρήγορος πιλότος της Formula 1.
Τα τρία επίθετα δεν μπήκαν τυχαία στη σειρά για να χατακτηρίσουν τον Ζιλ Βιλνεβ. Το πάθος του ήταν τέτοιο, που δεν εγκατέλειπε ακόμη και όταν είχε διαλύσει εντελώς το αυτοκίνητο του. Όσο δούλευε κάποιος από τους κυλίνδρους της Ferrari και κάποιος από τους πίσω τροχούς έπαιρνε κίνηση, δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσει. Όπως στο Ζάνφορτ το '79. Ο πίσω τροχός της 312 Τ4 αποχωρίστηκε το ημιαξόνιο, γεμίζοντας την πίστα σπίθες και κομμάτια ευγενών μετάλλων. Ο εμπρός δεξιός τροχός ήταν στον αέρα, ενώ το πίσω μέρος του σασί σερνόταν στην άσφαλτο. Εκείνος συνέχισε ακάθεκτος, με το γκάζι στο πάτωμα και το αριστερό χέρι στο τιμόνι, το δεξί το είχε σηκωμένο ψηλά, ώστε να βλέπουν όσοι ακολουθούν ότι έχει πρόβλημα. Λες και δεν το είχαν πάρει είδηση, αφού η πίστα ήταν γεμάτη συντρίμμια και σπίθες. Φτάνοντας στα πιτς φώναζε, δείχνοντας το πίσω αριστερό λάστιχο, αλλάξτε το, αλλάξτε το. Τι να αλλάξουμε, του έγνεφε ο Μάουρο Φοργκιέρι, λείπει το μισό αυτοκίνητο.
Μόνο εκείνος επέμενε να ρισκάρει, οδηγώντας με παράτολμο τρόπο μη ανταγωνιστικά αυτοκίνητα. Όπως το '81 στη Χαράμα, με την απαράδεκτη Ferrari 126 CK. Βρέθηκε από έβδομος, πρώτος και έκανε 80 γύρους έχοντας κολλημένους πίσω του τους καλύτερους οδηγούς του κόσμου, με αυτοκίνητα που ήταν τουλάχιστον δυο δευτερόλεπτα το γύρο καλύτερα από το δικό του. Στον τερματισμό, μόλις 1,24" χώριζαν του πέντε πρώτους. Μια απίστευτη νίκη, ένα ρεσιτάλ οδήγησης.
Έβρεχε καταρρακτωδώς στις δοκιμές του Γουότκις Γκλεν, το '79. Η πίστα γλιστρούσε απίστευτα, λίμνες νερού είχαν σχηματιστεί σε πολλά σημεία. Ο Σέκτερ, ο πρώτος οδηγός της Ferrari, έγραψε 2'11". Ήταν μακράν πρώτος και έλεγε ότι είχε τρομάξει πολύ για να το πετύχει. Ο Ζιλ έβαλε το κράνος του και έφυγε για έναν από τους πιο άγριους γύρους που έγιναν ποτέ. Όταν σταμάτησε, κανείς δεν πίστευε τα ρολόγια. Είχε κατεβάσει 11 δεύτερα τον ήδη καταπληκτικό χρόνο του Σέκτερ.
Το 1979 ο Βιλνέβ θα μπορούσε να γίνει πρωταθλητής. Στερήθηκε τον τίτλο επειδή παρέμεινε πιστός σε ένα κώδικα ηθικής που συνοδεύει τους αληθινούς άντρες των Grand Prix. Στη Μόντσα ήταν για πενήντα γύρους στην ουρά του Σέκτερ, ξέροντας πως εάν ο Τζόντι νικούσε, θα του έπαιρνε το πρωτάθλημα. Πενήντα γύρους ο Ζιλ ευχόταν να σπάσει το μοτέρ της Ferrari εμπρός του, αλλά ο ίδιος, κρατώντας το λόγο του, δεν έκανε καμμιά κίνηση για να προσπεράσει. Το νούμερο δυο στην ομάδα πρέπει να βοηθά τον αρχηγό του. Αυτό έκανε ο Κόλινς στον Φάντζιο το 1956, αυτό έκανε και ο Πέτερσον στον Αντρέτι το 1978. Αυτός ο κώδικας τιμής, δεν έλεγε τίποτα στον Ντιντιέ Πιρονί.
Το 1982, ο Βιλνέβ ήταν πλέον νούμερο ένα στην ομάδα, με τον φιλόδοξο Πιρονί δεύτερο. Έγιναν φίλοι. Έμπαιναν συχνά στην 308 GTB του Ζιλ και στοιχημάτιζαν ποιός θα έμενε πιο πολλή ώρα με το γκάζι στο πάτωμα και πέμπτη στο κιβώτιο. Σαράντα με πενήντα λεπτά, χωρίς να κόψουν, ήταν οι χρόνοι τους στην μποτιλιαρισμένη αουτοστράντα.
Εκείνη την άνοιξη στην Ίμολα, 15 γύρους πριν από το τέλος, οι Ferrari πήγαιναν για το 1-2. Ο Βιλνέβ είναι πρώτος και ο Πιρονί δεύτερος. Η πινακίδα SLOW βγαίνει στα πιτς, πρέπει να σιγουρέψουν τη νίκη, να φυλάξουν τα μοτέρ, να προσέξουν τη βενζίνη. Ο Ζιλ κατεβάζει ρυθμό, ώσπου ο Πιρονί τον περνά. Μήπως είναι αστείο; Ο Βιλνέβ τον κυνηγάει, αλλά εκείνος τον κλείνει με κίνδυνο να βγουν και οι δυο έξω. Δεν μπορεί να είναι αστείο. Ένα γύρο πριν το τέλος, ο Βιλνέβ κάνει την κίνηση και η τάξη αποκαθίσταται. Οι σημαίες ανεμίζουν, τα πλήθη παραληρούν καθώς οι δυο Ferrari περνάνε την ευθεία για τον τελευταίο γύρο. Ο Ζιλ, υπακούοντας στις οδηγίες, κόβει και πάλι ρυθμό. Και τότε, στην ανοικτή καμπή που φέρει πλέον το όνομα Curva Villeneuve, ο Πιρονί βγαίνει από το slipstream και πετάγεται εμπρός. Σε λίγα μέτρα παίρνει τη σημαία.
Το λάδι στο καντήλι του Βιλνέβ τελειωνε. Προδόθηκε από ένα φίλο, που του έκλεψε τη νίκη με άδικο τρόπο. Ήταν κίτρινος, τα χείλη του σφιχτά, όταν ανέβηκε στο βάθρο. Δεν θα του ξαναμιλήσω ποτέ όσο ζω, είπε. Δεκατρείς μέρες αργότερα, στα δοκιμαστικά του Ζόλντερ, και ενώ ο Πιρονί είχε κάνει ταχύτερο χρόνο, ο Φοργκιέρι έδειξε στον Βιλνέβ την πινακίδα ΙΝ, να επιστρέψει στα πιτς, αφού είχε λιώσει το τελευταίο του σετ ελαστικών.
Οι κορυφαίοι οδηγοί κινούνται στο όριο. Οι πιο εκλεκτοί από αυτούς, όπως ο Νουβολάρι ή ο Ροζεμάγιερ, κάποιες μαγικές στιγμές το ξεπερνούν. Η πράξη τους αυτή δεν μεταθέτει το όριο. Αποδεικνύει απλώς ότι το όριο αναφέρεται στους άλλους ανθρώπους. Στη σύγχρονη ιστορία των αγώνων, δεν υπήρξε κανείς που να κινείται τόσο συχνά και κάθε φορά τόσο άνετα και φυσικά, πέρα από το δεδομένο όριο, όσο ο μικρόσωμος Γαλλοκαναδός με το μελαγχολικό βλέμμα.
Τα λάστιχα δεν επέτρεπαν να κατεβάσει το χρόνο του, ο Ζιλ γύριζε στα πιτς σε εκείνο το γύρο. Όμως, ενώ ο Σέκτερ έλεγε ότι πρώτη του προτεραιότητα σε κάθε αγώνα ήταν να τερματίσει ζωντανός, του Ζιλ ήταν να κατεβάσει το ρεκόρ γύρου, σε κάθε γύρο. Έκλεισε το μάτι στο πεπρωμένο και δοκίμασε το ακατόρθωτο. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Γι αυτό ξεχώριζε, για τον απαράμιλλο έλεγχο στην ύστατη στιγμή, όταν φαίνεται ότι όλα έχουν χαθεί. Πολλές φορές το παράλογο και το αδύνατο πήραν σάρκα και οστά από τα χέρια αυτού του ανθρώπου. Τα χέρια του πιο χαρισματικού οδηγού αγώνων, τα χέρια του Ζιλ Βιλνέβ.
Όμως, στην τελευταία αριστερή στροφή, βλέπει μπροστά του τον Γιόχεν Μας. Ο οδηγός της March αργεί να αντιδράσει. Τα λάστιχα τους ακουμπάνε και η Ferrari με το νούμερο 27 απογειώνεται με 230 χιλιόμετρα την ώρα...
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (31-08-13)
-
Κάτω από το αυλάκι
Οδηγούσα τo Citroen Visa Chrono του πατέρα μου,όταν πρωτομπήκα στο συνεργείο του Νικήτα,κοντά δέκα χρόνια πριν,κάπου στη Νότια Πελοπόννησο.”Πολύ το γουστάρω αυτό το αμάξι ψηλέ,το γουστάρω γιατί έχει ωραίο όνομα”, ήταν τα πρώτα του λόγια.Δεν έμοιαζα να καταλαβαίνω,γι αυτό μου έδειξε με το τσιγάρο του μια ξανθιά με λεοπαρδαλέ μαγιό,βυθσμένη σε ντάνε από Cinturato P3,μήνας Μάρτιος σε παλιό ημερολόγιο της Pirelli,που κρεμόταν στον τοίχο:
“Βιζά ,φίλε,βιζά”.
Όλα τα συνεργεία έχουν κάτι με τις γυναίκες, αυτός ήταν άλλο πράγμα.Μονίμως με μια γκομενοδουλειά στα σκαριά ή στα γκρεμίσματα,στις δυο κουβέντες του,η μια ήταν για γυναίκα και η άλλη για την πορτοκαλί 2002ti του.”Γκάζια και παράνομες γυναίκες ψηλέ” για αυτά μουρμούραγε όλη μέρα,μπάλε-βγάλε τα αγροτικά και τα 124 στο μαγαζί.Όποτε κατέβαινα κι εγώ στο χωριό,περνούσα πάντα από το συνεργείο.Ο Νικήτας παρατούσε τα γερμανοπολύγωνα,έβαζε ούζα,χαμήλωνε το ραδιόφωνο και άρχιζε... Πότε για ,μια παντρεμένη,πότε για μια μικρή από το φροντιστήριο αγγλικών στο παρακάτω στενό και άλλοτε για μια χήρα που δεν τον αφήνει να φύγει πριν να βγει ο ήλιος”κι έρχομαι και με παίρνει ο ύπνος εδώ στον πάγκο ψηλέ”. Και ξάφνου δυνάμωνε την ένταση:”Μωρή τρελή,μωρή ζουρλή,μωρή ξεμυαλισμένη.. “ κι έφερνε δυο βόλτες ανάμεσα στα λυμένα μοτέρ και τις κούτες με τα ορυκτέλαια.Άλλες φορές με ρώταγε:” Να πετάξω έναμ 300αρη εκκεντροφόρο και δύο 48άρια ή θα ψοφήσει χαμηλά και δεν θα σβουράει;” Κι εγώ τον πείραζα ,” αφού κι έτσι που είναι, πρέπει να κάνεις τάμα για να παντιάσει.” Τότε βούταγε τα κλειδιά,έσερνε κι εμένα,μπαίναμε στην BMW και άρχιζε τα φίδια στο χωματόδρομο κοντά στο ποτάμι.Μόνο όταν ανάβανε τα λαμπάκια βενζίνας και θερμοκρασίας σταμάταγε και γυρνάγαμε πίσω.Πέρσι το καλοκαίρι είχα μείνει από τρόμπα νερού.16 βίδες είχε η καταραμένη και οι 16 κοπήκαν όπως τις έβγαζε.”Συνηθισμένη ζημιά στα V-6 Ford,άμα δεν μπορέσω να τις βγάλω πάμε για καινούργιο μπλοκ”.Κι εγώ να θέλω να προλάβω το καράβι για Ιταλιά που έφευγε το ίδιο απόγευμα από Πάτρα.Ο Νικήτας με οξυγόνα,καμινέτα,τρυπάνια, άλευε με τα σίδερα κι εγώ με το ρολόι.Τελικά τις έβγαλε όλες,χωρίς να σακατέψει το μπλοκ,άναψε το εικοστό Καρέλια της ημέρας κι έπιασε την καινούργια τρόμπα.Την ίδια ώρα μια βυσσινί Ascona σταμάτησε απ' έξω.Βγήκε ένας μαυριδερός με γαλανό πουκάμισο ανοικτό ως τη σπλήνα,άσπρη κάλτσα,σκαρπίνι και μαλλί Βαμβακούλα ρεπλίκα.Έκανε δύο βήματα με εντελώς προαγωγικό στυλ,χαιρέτησε το Νικήτα με μια κίνηση του χεριού και φώναξε,” σπέσιαλ αφιερωμένο για το φίλο μου ”.Άνοιξε τη δεξιά πόρτα της ascona και ξεπρόβαλαν τρεις δίμετρες Ρωσίδες, με βελούδινα σορτσάκια και λευκές γόβες στιλέτο.
“Φέρτες μου το βράδυ στο μαγαζί”,έκανε ο φορητός νταβατζής,άφησε όλη την πρώτη στην άσφαλτο κι έφυγε.Οι Ρωσίδες ήταν ξενυχτισμένες και φαλτσομπογιατισμένες,έπρε ε να έχεις κατεβάσει το μισό Τενεσή για να τις κοιτάξεις,όμως το μάτι του Νικήτα άστραφτε.Σκούπισε τα χέρια του με το στουπί,χάιδεψε το μουστάκι του,τις έβαλε να καθήσουν και ρώτησε : “Ουκράνια, Ουκράνια ;” Κατάλαβα ότι για να προλάβω το καράβι θα έπρεπε να μοντάρω μόνος μου την τρόμπα.Φέτος τον Αύγουστο που ξαναπήγα στο χωριό,μου σφύριξαν ότι ο φίλος μου μόνο κόκκινο φωτάκι δεν είχε κρεμάσει στο μαγαζί του.Αντί να προσλάβει μαστορόπουλο,όπως όλα τα συνεργεία,αυτός προσέλαβε Ρωσίδα.Μαζεύονταν όλοι οι άντρες να τη βλέπουν να χτυπάει φραπέδες,σταυροπόδι στη λευκή πλαστική καρέκλα με σούπερ μίνι και αβυσσαλέο ντεκολτέ.
“Μόνο εδώ χάμου συμβαίνουν αυτά ”μου έλεγαν.”Το φαντάζεσαι αλλού; θα βγαίνανε οι νοικοκυρές από τα παράθυρα να ξεφωνίσουν την αντροχωρίστρα,ακούς εκεί κονσομασιόν στο συνεργείο με την παστρικιά,που ακούστηκε ο ξεδιάντροπος,και εσύ προκομένε πάλι εκεί ήσουνα, απ όταν πάτησε το ποδάρι της, όλο χαλάει το παλιάμαξο σου”.
Δεν είχα προλάβει ακόμη να πάω στο μαγαζί,όταν πέτυχα το Νικήτα στο καφενείο.”Μονάχα η γεροντοκόρη του μπακάλη παραπονέθηκε,ψηλέ,για το κορίτσι.Της λέω ,μαντάμ, όλες οι διαφημίσεις για αυτοκίνητα είναι τίγκα στο μπούτι,η άλλη για να οδηγήσει ξεβρακώνεται κάθε βράδυ στην τηλεόραση,το κοριτσάκι μου σε μάρανε ;Αυτές δεν σε ενοχλούν ; “ ,μου απάντησε όταν τον ρώτησα τι έλεγε η γειτονιά.”Στα όπα όπα την έχουμε στο μαγαζί,όχι μόνι για πάρτη μου, ξέρεις τώρα,όποιος γουστάρει,όλοι την καμαρώνουμε.Χώρια που σκουπίζει,σφιυγγαρίζει,και εκεί που ερχόντουσαν όλοι σαν τους γυφταρέους,τώρα μου παρφουμάρονται για να τους ρυθμίσω πλατίνες.Έτσι το κορίτσι και άμα αλλάζω λάδια και μου λείπει κανένα εργαλείο,τη φωνάζω και με εκείνα τα χεράκια της τα άσπρα,μου κατεβάζει τα σταυροκατσάβιδα στο λάκκο.”Αυτό έπρεπε να το δω,δεν βλέπεις συχνά στριπτηζού να φτιάχνει καφέ την ώρα που αλλάζεις λάδια στο Hi-Lux.Η BMW έλειπε.Πάρκαρα απ' έξω και περίμενα,όταν είδα ένα γεράκο να βγαίνει από την πόρτα του και πίσω του ένα χαμόγελο με ξανθιά περμανάντ και γαλανό μάτι.Κοντοστάθηκε,ίσιωσε την τραγιάσκα του,κοίταξε την πανύψηλη κοπέλα και τη ρώτησε: “Πως σε είπαμε κοκόνα μου;"
“Σβετλάνα ,παππού”,αποκρίθηκε εκείνη. “Σβετλάνα ,ε ! Τι Βιάγκρα και πράσινα άλογα,Σβετλάνα, Σβετλάνα!”,μονολόγησε ο μπάρμπας.Την ίδια στιγμή η πορτοκαλί μούρη της 2002 φάνηκε στη γωνία,ο Νικήτας πάρκαρε δίπλα μου,έσβησε,τα Dell' Orto σώπασαν και άφησαν να ακουστεί από το λιωμένο Blaupunkt η φωνή υου Πάνου Μιχαλόπουλου, “Είμαστε κάτω από το αυλάκι και δεν σηκώνω καψονάκι ...”
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (29-09-13), Nino (07-10-13)
-
Ο tettra e nosso
Στις 5 Δεκεμβρίου του 1980,ένας παρανοϊκός δολοφόνος πυροβόλησε και σκότωσε τον Τζον Λένον έξω από το σπίτι του στη Νέα Υόρκη. Είπαν τότε γιΆ αυτή τη μέρα, ότι ήταν η μέρα που πέθανε η μουσική. Για πολλούς ,την 1η Μαΐου 1994 στην Ίμολα πέθαναν οι αγώνες F1.
Εκείνη την Κυριακή ο ήλιος ήταν καλοκαιρινός στην Αθήνα. Τίποτα δεν θα με καθήλωνε εμπρός από την τηλεόραση. Είχα πάρει την καινούρια μοτοσυκλέτα μου, την είχα πλύνει κι είχα βγει βόλτα στην παραλία , Καβούρι-Λιμανάκια-Βάρκιζα.Γύρισα αργά στο σπίτι .Στην πόρτα κιόλας, άκουσα να με ρωτούν: «Τα έμαθες ;Σκοτώθηκε ο Σένα.»Το πιο έντονο συναίσθημα των πρώτων εκείνων στιγμών, δεν ήταν η θλίψη. Ήταν η ανυπέρβλητη έκπληξη. Φαινόταν αδιανόητο. Ο Σένα δεν κάνει λάθη .Ο Σένα τα μετράει και τα υπολογίζει όλα. Δεν γίνεται να σκοτώθηκε ο Σένα. Εδώ δεν χτύπησε με την άθλια Toleman και τη δαιμονική Lotus των νεανικών του χρόνων. Δεν ήταν δυνατόν να του συνέβη κάτι τέτοιο, τώρα, στα χρόνια της ωριμότητας. Είχα δει το ατύχημα του Ρόνι Πέτερσον στη Μόντσα. Είχα κλάψει βλέποντας τον Ζιλ Βιλνέβ να τινάζεται έξω από την τσακισμένη Ferrari στο Ζόλντερ. Θυμόμουν πάντα τον Χένρι Τοιβόνεν , που άφησε την τελευταία του πνοή στην Κορσική. Αυτοί οι οδηγοί , με πρώτο τον Βιλνέβ , ήταν οι αγαπημένοι μου. Τον Σένα βεβαίως τον θαύμαζα ,αλλά δεν μπορώ να πω ότι τον αγαπούσα.Ήταν απόμακρος και για πολλά χρόνια οδηγούσε το καλύτερο αυτοκίνητο , την αντιπαθητική Mclaren.Οι δικοί μου ήρωες έπρεπε να παλεύουν σε άνισους αγώνες για να τους λατρέψω. Όμως ο Βιλνέβ, μπορεί να είχε το καλύτερο κοντρόλ και τη μεγαλύτερη ψυχή που γνώρισαν οι πίστες μετά τη μέρα που ο Νουβολάρι κρέμασε τα γάντια του, αλλά σου έδινε να καταλάβεις ότι κινείται συνεχώς μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ήταν ζήτημα χρόνου να γίνει το μεγάλο ατύχημα. Ο Βιλνέβ έπαιζε κρυφτούλι με το θάνατο σΆ όλη του τη ζωή.
Ο Σένα ήταν ασύγκριτα πιο πειθαρχημένος και συγκροτημένος. Έπειθε ,κάθε, στιγμή ότι είχε τον απόλυτο έλεγχο. Αν έβλεπες κάποιον να κινείται ταχύτερα από τον Σένα, ήξερες ότι ή οδηγεί καλύτερο αυτοκίνητο ή ότι, σύντομα, θα βγει από το δρόμο. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να έχει σκοτωθεί, οδηγώντας, ο Σένα. Πρέπει να κάνεις λάθος για να σκοτωθείς στο τιμόνι. Κι ο Σένα δεν έκανε λάθη. Μια φορά έκανε λάθος, όταν σβούριξε όντας 1ος , κι ύστερα από αυτό κλείστηκε στο σπίτι του, έκλαιγε και δεν μιλούσε σε κανέναν. Για μέρες.
Ε, λοιπόν πώς να πιστέψω ότι αυτός ο άνθρωπος έκανε ένα θανατηφόρο λάθος μέσα στην πίστα; Αν ο Σένα χάνει τη ζωή του οδηγώντας, τότε κανείς δεν μπορεί να είναι ασφαλής όταν οδηγεί. Θα παρομοίαζα το συναίσθημα με αυτό της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους. Ύστερα από αυτήν, όλα αλλάζουν ,το αίσθημα της ασφάλειας χάνεται, οι παγκόσμιες σταθερές μεταβάλλονται. Μετά την έκπληξη ήρθε η θλίψη για την απώλεια του συμβόλου, ο πόνος για το χαμό του ανθρώπου. Κι ύστερα ήρθε εκείνη η καταραμένη εικόνα στην τηλεόραση. Η Williams που ξεκολλάει και σκάει πάνω στη μπαριέρα. Και μετά ήρθαν οι αλήθειες. Οι αλήθειες που σε πονούν, σε χτυπούν, σε σφυροκοπούν στο μέτωπο : ο αγώνας που συνεχίστηκε κανονικά, ο θάνατος που ανακοινώθηκε ώρες αργότερα για να μη χαλάσει το πανηγύρι. Το σπασμένο τιμόνι της Williams, η δίκη – παρωδία, η τηλεμετρία που δείχνει ότι και στα τελευταία δέκατα πριν από τη σύγκρουση ,όταν η μπαριέρα ήταν σε απόσταση αναπνοής ,ο Σένα πατούσε το γκάζι. Γιατί μόνο με γκάζι είχε μια ελπίδα να αλλάξει τροχιά το ανεξέλεγκτο μονοθέσιο. Ο βρετανικός Τύπος που κλείνει τα μάτια, «έφταιγε το οδόστρωμα», «έφταιγαν οι οργανωτές», «έφταιγε ο Σένα». Έφταιγαν οι πάντες ,πλην του σεβαστού κ.Φρανκ που παρακολουθούσε απαθής από το καροτσάκι του.
Όποτε σκέφτομαι τον Σένα, έρχονται μπροστά μου δύο εικόνες. Μέσα της δεκαετίας του Ά80, ο Σένα με τη μαύρη Lotus να ξεκινάει για flying lap και να σου κόβεται η ανάσα. Τα τεράστια super soft ελαστικά, τα 1.300 άλογα ,οι φλόγες του turbo, τα εξώκοσμα αυτοκίνητα χωρίς κουμπάκια και βοήθειες. Τα χρονόμετρα που σφραγίζουν το Απόλυτο.
Και το πανό. Το λευκό πανό που ξεδίπλωσαν οι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές στον τελικό του Μουντιάλ του Ά94 : Senna acceleramos juntos, o tettra e nosso . Σένα επιταχύνουμε μαζί, το τέταρτο είναι δικό μας. Το κύπελλο πήγαινε για τέταρτη φορά στο Ρίο. Ο εθνικός ήρωας όμως δεν είχε προλάβει να κατακτήσει τον τέταρτο του τίτλο. Η εθνική ομάδα του χάριζε τον δικό της.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (29-09-13), Nino (07-10-13)
-
Happiness is a warm gun
Eίναι Παρασκευή απόγευμα, βρέχει ασταμάτητα, η εθνική έχει κίνηση, νυχτώνει, τα φώτα μου είναι αρρύθμιστα και δεν έχω καθαριστήρες. Ρυμουλκώ για πρώτη φορά στη ζωή μου τρέιλερ, και το προηγούμενο βράδυ κάποιος μου έσπασε τον πλαϊνό καθρέφτη του αυτοκινήτου κι έτσι δεν βλέπω τίποτα προς ία πίσω. Έχω ξυπνήσει από τις πέντε το πρωί, θα έπρεπε να είμαι πολύ κουρασμένος και εκνευρισμένος, όμως, όχι μόνο δεν έχω νεύρα, αλλά είμαι χαρούμενος, είμαι ευτυχισμένος.
Είμαι ευτυχισμένος γιατί η ευτυχία είναι μία πρωτίστως διανοητική κατάσταση. Δεν εξαρτάται από τα πράγματα. Εξαρτάται από εσένα τον ίδιο. Είσαι ευτυχής όταν το αποφασίσεις. Εγώ εκείνη τη μέρα βρισκόμουν ύστερα από πολύ καιρό ξανά στο δρόμο, στον ανοιχτό δρόμο, οδηγώντας. Ήμουν ευτυχισμένος και η ευτυχία σου δίνει δύναμη, αφού η ευτυχία είναι ένα ζεστό όπλο, όπως τραγουδούσαν οι ποιητές του Λίβερπουλ. Οδηγούσα στη φθινοπωρινή ύπαιθρο και μικρές λεπτομέρειες σαν κι αυτές δεν ήταν ικανές να με προβληματίσουν.
Σκέφτομαι πόσες φορές έχω ψάξει to ιδανικό αυτοκίνητο για την ιδανική διαδρομή, πόσο χρόνο, χρήμα και όνειρο -πάνω απ' όλα- έχω ξοδέψει για να φέρω τα πράγματα στα μέτρα μου και πόσο εύκολο είναι στ' αλήθεια να είσαι ευτυχισμένος στο τιμόνι. Κι αυτό, γιατί ο κύριος λόγος που είσαι ευτυχισμένος είναι ακριβώς αυτός: ότι βρίσκεσαι στο τιμόνι.
Σίγουρα η ανάβαση του Αχλαδόκαμπου με μία Countach, τα περάσματα της Κακιάς Σκάλας με μία MV Agusta, είναι κάτι διαφορετικό από τη ρυμούλκηση τρέιλερ με ένα κουρασμένο χιλιοπεντακοσάρι δεκαπενταετίας, με τις συνθήκες που ταξίδευα εκείνη την ώρα. Όμως, η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη, όσο συχνά αφήνουμε τον εαυτό μας να πιστεύει. Η ελεύθερη οδήγηση στους άδειους δρόμους είναι η τούρτα, το είδος του οχήματος και η ποιότητα της διαδρομής είναι απλώς το κερασάκι. Αυτό δεν μειώνει την αξία που έχει το κερασάκι, για όλους όσους αντιλαμβάνονται τη διαφορά ανάμεσα στο ρήμα «οδηγώ» και στο ρήμα «μετακινούμαι. Το κερασάκι αξίζει και για χάρη του γίνονται όλες εκείνες οι αμαρτωλές υπερβολές που μας πηγαίνουν και πάλι στο ατέρμονο ψάξιμο του ιδεατού. Αναμφίβολα το κερασάκι έχει τη δική του μοναδική γλύκα, είναι όμως λάθος να στερούμε τους εαυτούς μας από την απόλαυση της γεύσης της τούρτας.
Κάπως έτσι το ταξίδι στο χωριό, για να φορτώσω τη βάρκα μου στο τρέιλερ και να τη φέρω πίσω στην Αθήνα για να ξεχειμώνιασει είχε μεταβληθεί από φαινομενική αγγαρεία, σε μία εξαιρετική εμπειρία.
Έφτασα στο σπίτι αργά το βράδυ και άναψα τη σόμπα να ζεστάνει, γιατί έμενε κλειστό από το καλοκαίρι και ήταν παγωμένο. Έριξα μια ματιά στη μικρή κόκκινη βάρκα, που έστεκε παρατημένη στην αυλή, και ξεκοτσάρισα το τρέιλερ για να είμαι έτοιμος για πρωινή βόλτα χωρίς το έρμα. Με τον ήχο της θάλασσας γιο συντροφιά, τυλίχτηκα στις κουβέρτες και σε λίγη ώρα είχα αποκοιμηθεί
Ξύπνησα γύρω στις εννιά, η βροχή είχε σταματήσει, από το παράθυρο φαινόταν γκρίζος ο ουρανός, μα έμοιαζε να καθαρίζει στο βάθος. Έφυγα λοιπόν για μια βόλτα γύρω στα βουνά. Χάθηκα σε δασικούς δρόμους σκεπασμένος από τα πλατάνια που έριχναν τα φύλλα τους στο χώμα. Φύλλα κόκκινα που σηκώνονταν στον αέρα καθώς περνούσα, αιωρούνταν για λίγο και ύστερα ξαναέπεφταν πάλι στη γη. Κοντά στα πλατάνια οι ελαιώνες, οι ελιές με εκείνη την απίστευτη διχρωμία ασημί και πρασίνου, και ο αέρας βουνίσιος, κρύος, να κατεβαίνει από τις κορφές με τα μαυρόπευκα και τα έλατα, οι καμινάδες να καπνίζουν στα χωριά. Και ανάμεσα τους εγώ, να οδηγάω με ένα χαμόγελο που έφτανε έως τον ουρανό, άλλοτε γρήγορα, με ήχο από το σπινάρισμα στις εξόδους των στροφών να νικά τη βουή του αέρα, και άλλοτε αργά, ρολάροντας με νεκρά μην ενοχλήσω τη γιαγιά που γύριζε από το χωράφι μαζί με το γαϊδουράκι της.
Πέρασα πολλή ώρα εκεί πάνω, κι μόνο αφού έγραψα καμιά ογδονταριά χιλιόμετρα στα βουνά, γύρισα πίσω στο χωριό και πήγα να βρω τους παλιούς φίλους στο καφενείο. Με τάβλι, καφέ και κουβέντες για σμέρνες, τόνους και ξιφίες, πέρασε η ώρα και έφτασε η στιγμή για τα τσίπουρα. Περπατήσαμε ως το κοντινό λιμανάκι, και μπήκαμε σΆ ένα μικρό ταβερνείο δίπλα στην προβλήτα. Εκεί κατεβάσαμε κάτι διπλά τσίπουρα μαζί με φρέσκα μπακαλιαράκια, γαρίδες, και καραβίδες, με το κύμα να σκάει στα τζάμια και να νομίζεις ότι το αντιμάμαλο θα φέρει όλο το Αιγαίο μέσα στο μικρό δωματιάκι με τη ξυλόσομπα. Και ύστερα πήγαμε στο σπίτι του φίλου μου, η γυναίκα του είχε ετοιμάσει σπετζοφάι. Για συνοδεία ήπιαμε μερικά ποτηράκια από το κόκκινο κρασί που ακόμη ωρίμαζε στο βαρέλι, και ήταν θολό, βαρύ και γλυκό, και έτσι πέρασε το πρωινό και το μεσημέρι μου, πρώτο Σάββατου του Νοεμβρίου, στη μαγική ελληνική επαρχία.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (07-10-13)
-
Οδύσσεια για ένα 124
Ο όμοιος τον όμοιο κάνουνε παρέα, λένε στα καφενεία οι παππούδες και ως συνήθως, έχουν δίκιο. Έχω κι εγώ ένα φίλο, κάτοχο ενός ερειπωμένου 124, το οποίο πέρασε τα πρώτα 26 χρόνια της ζωής του στο γκαράζ ενός σοβαρού οικογενειάρχη, που ολημερίς το γυάλιζε και το κέρωνε. Μέχρις ότου η άδικη μοίρα το έφερε στα βάρβαρα χέρια του Νίκου, ο οποίος ασελγεί επάνω του κατά συρροήν, κατά σύστασιν και κατ' εξακολούθησιν. Αφού λοιπόν, κατέστρεψε το αυθεντικό μοτέρ που στοργικά υπηρετούσε το μικρό FIAT από το 1970, έβαλε ένα χιλιοπεντακοσάρη κινητήρα LADA, προσωρινά, "μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε". Έκτοτε και ύστερα από ποικίλες δοκιμασίες, όπως weekend στο Autodromo di Megara χωρίς αύριο και ανάβαση Υμητού από το χώμα χωρίς λόγο, το 124 εξακολουθούσε να παίρνει μπρος με την πρώτη μιζιά, να κρατάει ρελαντί ακόμη και όταν κάτι βίδες που λασκάρανε από τα κοπανήματα στην υπερειδική της Αναβύσσου πέφτανε μέσα στο ρωσικό καρμπυρατέρ και τις βγάζαμε με μυτοτσίμπιδα. Μέχρι που μια μέρα, κάπου μεταξύ Κορωπίου και Βάρης, οι βαλβίδες αποφάσισαν να συνάψουν στενές σχέσεις με τα πιστόνια, ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν χωριστά και καρφώθηκαν όλες μαζί επάνω τους.
Ο επόμενος καφές, συνοδεία μιας ντουζίνας ντόνατς με κρέμα Μπαβαρουάζ στη Γλυφάδα, ξεκίνησε με μεγαλεπήβολα σχέδια. Θα ταιριάζαμε έναν κινητήρα από integrale, κλασικός bialbero θα είναι, μπαίνει. Στο δεύτερο τελάρο ντόνατς, έπεσε στο τραπέζι η μεγάλη ιδέα: LadaGrale. Ως γνωστόν, στα 124ειδή τα πάντα είναι εναλλάξιμα από τα διάφορα μοντέλα της Fiat, Lada, Seat κλπ, θα βάζαμε λοιπόν τη μετάδοση από το Niva και θα αποκτούσαμε το μοναδικό 124 turbo 16V 4x4 σε αυτή τη μεριά του γαλαξία.
Και εκεί που ετοιμαζόμασταν να πάρουμε πριόνια και τροχούς για να σφάξουμε το ταλαίπωρο φιατάκι, μας κατέλαβε μια πρωτοφανής κρίση λογικής και εγκράτειας και στραφήκαμε στην πιο εφικτή λύση, την τοποθέτηση ενός δίλιτρου Mirafiori. Πήραμε λοιπόν σβάρνα τα παλιατζίδικα, πέσανε και τα σχετικά τηλέφωνα και εν τέλει η σωτηρία φάνηκε να έρχεται από άλλον φίλο, τον Πάνο, κάτοχο ενός 131 σε κατάσταση αποσύνθεσης. Είχε μείνει από διαφορικό κάπου στην Πελοπόννησο εδώ και μήνες. Όμως φόραγε δίλιτρο και διπλά και καλό καπάκι, αντίγραφο από το αγωνιάρικο Ritmo ενός τρίτου φίλου, σπέσιαλ παραγγελία στην Alquati στα όρια του Group A. Και είχε και πεντάρι σαζμάν Abarth με τις σωστές σχέσεις. Μόνο αυτά αξίζανε από το σάπιο κουφάρι, μόνο αυτά θα ήθελε και ο Νίκος για το δικό του, και η μέρα που το μαύρο 131 θα μεταμόσχευε τα ζωτικά του όργανα στο πράσινο 124 πλησίαζε.
Έπρεπε βέβαια να φτάσουν κάπως τα πράγματα στην Αθήνα. Αντί λοιπόν της απλής μεθόδου, που θα ήταν να κατέβαιναν μοτέρ-κιβώτιο στο Κιάτο, να τα φορτώναμε και να τα πηγαίναμε στο 124, οι φίλοι μου θεώρησαν πιο λογικό να μεταφέρουμε στο Κιάτο ένα υγιές διαφορικό και όταν το περνούσε ο τοπικός μάστορας στο 131, θα το οδηγούσαμε στο σημείο που θα λάβαινε χώρα η επέμβαση. Χωρίς να καταλάβω το γιατί, συμφώνησα ότι ήταν μια καλή ιδέα και αποφασίσαμε να πεταχτούμε το επόμενο απόγευμα.
Κοτσάραμε λοιόν την μπαγκαζιέρα στο οικογενειακό Punto του Νίκου, πετάξαμε μέσα ένα διαφορικό από Polski 1600 (της ίδιας οικογενείας είναι, ταιριάζει) και τρία-τέσσερα λάστιχα για να μην κοπανάνε τα σίδερα και ξεκινήσαμε. Η ώρα ήταν πέντε, υπολογίζαμε ότι στις εννιά θα είχαμε γυρίσει.
Σιγά μην ήταν τόσο απλό, βέβαια. Κατ' αρχήν, έβρισκε το λάστιχο της μπαγκαζιέρας στο φτερό και λίγο-λίγο σκίστηκε. Ύστερα βγήκανε τα λινά και τριβόντουσαν επάνω του, κάνοντας φοβερό σαματά και έτσι μετά τον Ασπρόπυργο σταματήσαμε. Ο φίλος μου, σε μια έκρηξη πνεύματος, ξεφούσκωσε το λάστιχο, για να μην ακουμπάει. Μάλλον όμως το παράκανε, αφού μόλις εδέησε να αφήσει τη βαλβίδα, ούτε πέντε λίμπρες αέρα δεν είχαν απομείνει μέσα, αποκτήσαμε έτσι μια ακόμα βλάβη.
Μην ανησυχείς, μου είπε, έχω ηλεκτρική τρόμπα, τη συνδέεις στον αναπτήρα και το φουσκώνει μόνη της. Έλα όμως που η τρόμπα δεν έφτανε μέχρι την μπαγκαζιέρα. Τρόμπα χειρός δεν είχαμε, να ξεκοτσάρουμε βαριόμασταν και σαν δίδυμο Ποντίων συνεχίσαμε εν μέσω μιας μοναδικής κακοφωνικής συμφωνίας από τα αδιάκοπα μαστιγώματα των λινών στο φτερό.
Από το κοπάνημα σύντομα ξεπριτσινώθηκε το φτερό, και με κρότο πετάχτηκε και χάθηκε στο βάθος, μετά την πρώτη γερή αριστερή της Κακιάς σκάλας. Σταματήσαμε να επιθεωρήσουμε τη ζημιά και καταλήξαμε ότι αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να βγάλουμε και το αριστερό φτερό γιατί έτσι μονόπαντο φαινόταν άσχημο, η εικαστική άποψη μας μάρανε τρομάρα μας.
Δρόμο παίρναμε, δρόμο αφήναμε ο θόρυβος δυνάμωνε, το κράτημα γινόταν χειρότερο από Cortina με λιωμένα σινεμπλόκ και ουζαρισμένα πίσω αμορτισέρ (εάν υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό), μέχρι που το λάστιχο σχίστηκε στη μέση και μείναμε με τη ζάντα.
Σφυρίζοντας, δήθεν αδιάφορα, βάζουμε το γρύλλο στη μπαγκαζιέρα αλλά ήταν θεόψηλη και δεν έφτανε να τη σηκώσει. Χώνουμε και τα διάφορα λάστιχα που κουβαλάγαμε από κάτω, τσιμεντόλιθους και λοιπά αξεσουάρ από τα παρακείμενα μπάζα στην άκρη του δρόμου, τη σηκώσαμε τελικά. Υπήρχε βεβαίως μια μικρή διαφορά στο καρέ της ρεζέρβας ανάγκης του Punto και της πλήμνης της μπαγκαζιέρας, όμως με δυο κλοτσιές όλα γίνονται.
Λίγο αργότερα, μεσ' στη μαυρίλα και στην κούραση, φτάσαμε στο Κιάτο, όπου εγκαταλείχαμε το διαφορικό στο χωράφι που σάπιζε το 131, ώστε να το βρεί την άλλη μέρα ο μάστορας και να το μοντάρει. Στις δυο η ώρα τη νύχτα ήμουν σπίτι, ούτε οχτώ ώρες δεν μας πήρε.
Μια εβδομάδα μετά ετοιμάστηκε το Fiat, πήγαμε κι εμείς να το μαζέψουμε. Παρατημένο σε κάτι αγρούς, του λείπαμε φώτα, μάσκα και προφυλακτήρας, με το φως της μέρας φαινότανε πιο άθλιο από ότι στο σκοτάδι. Βεβαίως και δεν έπαιρνε μπροστά. Σπρωχτό αποφασίζουμε, μπαίνω μέσα εγώ ο έξυπνος, με σπρώχνουν οι άλλοι, δευτέρα αρπάζει, γκάζι να μη σβήσει και ευθεία στο χωματόδρομο, τρίτη, μια χαρά πάει το μοτέρ σκέφτομαι και φτάνω στη διασταύρωση με το κεντρικό δρόμο. Πατάω το φρένο και το πεντάλ κάνει ένα "φαπ" και μένει στο πάτωμα. Τραβάω το χειρόφρενο, ξεριζώνεται και μου μένει στο χέρι, οπότε βρίσκομαι με εξήντα χιλιόμετρα την ώρα, στα τυφλά, να κάνω Froggie διασχίζοντας τον κεντρικό. Αποφεύγω μια Corolla που πλησίαζε απειλητικά και, όπως προσπαθώ να γυρίσω επί τόπου χωρίς να σβήσει και χωρίς να εμβολίσω μια σταθμευμένη μπετονιέρα, μουριάζει και φεύγω γραμμή για το χαντάκι. Καρφώνω πρώτη για να κόψει, φρενάρει μεν, αλλά σβουρίζει, σβήνει και σταματάω με το πορτ μπαγκάζ πάνω από το γκρεμό και τους πίσω τροχούς έτοιμους να το ακολουθήσουν.
Βγήκα αργά-αργά έξω μην το ανησυχήσω και έρθει τούμπα, και, βρίζοντας, περπάτησα πίσω που περίμεναν οι άλλοι. Τελικά το βάλαμε μπροστά, αλλά οι φίλοι μου δεν τα βρήκανε στον τρόπο μεταφοράς του, καθότι ουδείς δεν ήθελε να οδηγήσει αυτό το πράγμα μέχρι την Αθήνα, είπαν να το αφήσουμε γι' άλλη φορά και η συμφωνία χάλασε.
Στους μήνες που πέρασαν από τότε, πολλά άλλαξαν. Ο Νίκος βρέθηκε να φυλάει τα ανατολικά μας σύνορα και ο Πάνος απέκτησε σχιστά μάτια και κιτρινωπή απόχρωση για χάρη ενός Miata. To επικό 124 ξαναζεί με άλλο δίλιτρο κινητήρα που αγοράστηκε αντί 60.000 δραχμών και δώρο δυο όρθια 40αρια και ηλεκτρικό βεντιλατέρ. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι το υπάρχον διαφορικό άρχισε ήδη να κοπανάει, οπότε με βλέπω στην επόμενη άδεια του ιδιοκτήτη να τρέχουμε πάλι κάποια νύχτα στην Κορινθία να ξηλώνουμε το πολωνέζικο. Εκτός, και αν έχω προλάβει να πάω κι εγώ φαντάρος στο μεταξύ και τη γλιτώσω.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (07-10-13)
-
Αλλάχ, Αλλάχ
Εκείνο το μεσημέρι με είχαν κρατήσει μια ώρα παραπάνω στο Συνεργείο Επισκευής Φορητού Οπλισμού. 'Όταν λοιπόν πήρα το τζιπ κι έφτασα στο θάλαμο του Κτιρίου Πυρομαχικών, ενός φρικαλέου παραπήγματος στο τέρμα του Ναυστάθμου, η τραπεζαρία ήταν άδεια, όλοι είχαν πέσει για ύπνο. Έριξα μια ματιά στην ανοιχτή τηλεόραση. Δύο ουρανοξύστες καιγόντουσαν, το σήμα του CNN και από κάτω η μπαρέτα έλεγε «Το Κέντρο Παγκοσμίου Εμπορίου Κατέρρευσε».
- Μαλακίες του Χόλιγουντ, μουρμούρισα, βέβαιος ότι έβλεπα πλάνα από κάποιο νέο Mad Max. Προσπέρασα την πόρτα Και πήγα προς το θάλαμο. Έπρεπε να κοιμηθώ γιατί το βράδυ είχα νυχτερινή εξάωρη σκοπιά 2-8 στο φυλάκιο Α.
Ο θάλαμος βρώμαγε, όπως μόνο ένας στρατιωτικός κοιτώνας μπορεί να βρωμάει. Έκανε ζέστη και οι μύγες είχαν στήσει χορό στα σεντόνια. Προτιμώντας την πρώτη από τις δεύτερες, σκεπάστηκα ολόκληρος και προσπάθησα να κοιμηθώ.
Κάποια στιγμή ένας ναύτης όρμηξε στο δωμάτιο ουρλιάζο¬ντας ακατάληπτα.
- Κοιμάμαι, ρε! φώναξα.
I Ξύπνα, έγινε χαμός, επέμενε, πέσανε δυο αεροπλάνα στους Πύργους της Νέας Υόρκης, μάλλον τρομοκράτες.
| Καλά, τραγούδα, είπα και άλλαξα πλευρό.
Σύντομα οι φωνές από την τραπεζαρία δυνάμωσαν τόσο που μόνο ο Κουασιμόδος θα μπορούσε να συνεχίσει τη σιέστα του. Κοίταξα το ρολόι μου, πέντε το απόγευμα, Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου, φόρεσα παντελόνι αγγαρείας, αρβύλες και σύρθηκα έως την τηλεόραση.
Ο ναύτης έλεγε αλήθεια, δεν ήταν Mad Max. Σύντομα απαγορεύτηκε η κυκλοφορία στο Ναύσταθμο, το σύστημα τέθηκε σε επιφυλακή, ανεστάλησαν οι άδειες. Οι μπάρμπα-Μπεν, το ένδοξο σώμα των υπαξιωματικών Π.Ν. ήταν στα όρια του πάρκινσον από τον τρόμο. Το βράδυ ο οπλονόμος μάς έστειλε συγκινημένος -με όση συγκίνηση μπορεί να κρύβει μέσα του ένας ανθύπας- στα φυλάκια. Να προσέχετε παιδιά, ήταν τα λόγια του. Τι να προσέχουμε δηλαδή; Μην έρθουν ορδές από αφιονισμένους μουτζαχεντίν να μας πάρουν τα ΜΙ;
Πέρασα όλη τη βάρδια στο ραδιόφωνο. Ένας κληρούχας έστειλε μήνυμα από το Πεντάγωνο. Είχε βάρδια στην ταράτσα. Του είχαν πει να κοιτάζει τον ουρανό μήπως δει κάτι να έρχεται από ψηλά. Λες κι αν έβλεπε κανέναν πύραυλο θα προλάβαινε κάτι να κάνει. Όμως η εντολή ήταν εντολή. Για μήνες μετά την επίθεση κάποιοι ταλαίπωροι φυλάγανε σκοπιά στην ταράτσα του Γενικού Επιτελείου κοιτώντας τον ουρανό με τα κιάλια.
Όταν έπαψε η επιφυλακή και βγήκα έξω, πήγα για καφέ με φίλους. Ένας από αυτούς πήρε το κινητό μου κι έβαλε τη φάτσα του Οσάμα Μπιν Λάντεν για logo. Φαινόταν μάλλον γελοίο. Το ίδιο τζιν στο τηλέφωνο. Σκουπίζοντάς το, είδε τον γενειοφόρο Σαουδάραβα κι έβαλε τα γέλια. Πιάσαμε την κουβέντα. Βγήκαμε μόλις έκλεισε το μπαρ. Κράτησα το logo.
Πέρασαν μήνες, ήρθε το καλοκαίρι, είχα πια κάνει τον κύκλο μου ως ναύτης. Από το λούμπεν προλεταριάτο των Συνεργείων Επισκευής Φορητού Οπλισμού είχα περάσει στη νομενκλατούρα, ήμουν σεβαστός οδηγός Ναυάρχου. Από δεξίωση σε κοκτέιλ πάρτι και από δείπνο σε χορό πήγαινα. Εκείνο το μεσημέρι γινόταν μια γιορτή στην κατοικία του Αμερικανού πρέσβη. Σύσσωμη η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία του τόπου έπρεπε να δώσει το παρών. Σημαιοστόλισα το Mondeo, έβαλα την πινακίδα με τα αστέρια και μέσα στην πυκνή κίνηση της Αθήνας προσπάθησα να φτάσω στον τόπο της εκδήλωσης. Δύσκολο. Κι αυτό γιατί τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια, όπως λένε στην τηλεόραση οι φερόμενοι ως δημοσιογράφοι. Όλοι οι γύρω δρόμοι είχαν κλείσει, αστυνομία, σφυρίχτρες, πανικός. Έφτασα καθυστερημένα, άφησα
τον προσκεκλημένο στην είσοδο βράδυ η μπαργούμαν, όπως με σέρβιρε, αστόχησε κι έριξε λίγο και πάρκαρα λίγο πιο κάτω.
Αριστερά ήταν η είσοδος για τους επισήμους και από δεξιά υπήρχε ένας μικρός χώρος απ' όπου έμπαιναν οι οδηγοί. Στην πόρτα έδινες το όνομα του καλεσμένου και το δικό σου. Έλεγχαν τον κατάλογο και σε άφηναν να περάσεις. Στάθηκα στην ουρά κι όταν ο προπορευόμενός μου έφτασε στο σημείο ελέγχου πρόσεξα ότι ο φρουρός κρατούσε τα κινητά των οδηγών. Προφανώς για να αποκλειστεί τρομοκρατική επίθεση μέσω ειδοποίησης του τύπου: «Τον βλέπω τώρα, είναι δίπλα στο φοίνικα, κρατά» ένα καναπεδάκι με ροκφόρ στο χέρι».
Δίσταζα να το δώσω. Εάν το έδινα, δεν θα μπορούσε να με ειδοποιήσει ο Ναύαρχος για να φύγουμε. Απ' την άλλη δεν σκόπευα να κάτσω πολύ, κάτι να πιω για ξεδίψασμα ήθελα, άλλωστε με τη λευκή θερινή στολή του κελευστή έκανα μπαμ από μακριά. Αν με ήθελε κάτι θα με έβλεπε.
Μόνο όταν άπλωσα το χέρι μου θυμήθηκα το logo του κινητού. Πάγωσα. Τι θα γινόταν αν ο Αμερικανός πεζοναύτης έβλεπε τον Οσάμα να τον κοιτάζει; Ασφαλώς θα έληγε εκεί η καριέρα του Ναυάρχου, εγώ μπορεί να βρισκόμουν στο Γκουαντάναμο, χώρια ότι το διπλωματικό επεισόδιο μπορεί να έβαζε σε επικίνδυνες σκέψεις τον Μπους Τζούνιορ. Τέντωσα τα δάχτυλά μου για να το κλείσω. Τη στιγμή που η παλάμη του φρουρού ακο¬μπούσε την κεραία, είδα την οθόνη να σβήνει. Ο θεός είναι μεγάλος. Αλλάχ-ου άκμπαρ, όπως θα έλεγαν και οι Ταλιμπάν.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (07-10-13)
-
Απέναντι στην Μπάλα
Στην τιμονιέρα της κανονιοφόρου Καρτερία, ο αρχικελευστής Σταματόπουλος είχε σφηνώσει ένα μικρό καθρεφτάκι. Ούτε που το έπιανε το μάτι, όμως εάν το κοιτούσες pροσεκτικά, διέκρινες την ξεθωριασμένη ζωγραφιά ενός πλοίου και από κάτω, με στρογγυλά καλλιγραφικά γράμματα, τη φράση αν δεις καράβι στο βουνό, γυναίκα το έχει σύρει. Κάτι φορές, θυμάμαι τις βάρδιες στη γέφυρα στις περιπολίες ανάμεσα Ρόδο και Κω, μ' όλη την οργή του Ποσειδώνα κατάπλωρα και αυτός να τιμονεϋει σφυρίζοντας. Αν τώρα με έβλεπε οπό μια μεριά να στέκομαι στο πεζοδρόμιο γωνία Φιλελλήνων και Αμαλίας περιμένοντας ταξί, σίγουρα θα γέλαγε μαζί μου.
Και αυτά γιατί ήξερε ότι δεν μπαίνω με τίποτα σε ταξί, ο κόσμος να χαλάσει. Και όμως, ετούτο το βράδυ έψαχνα με το βλέμμα τα αυτοκίνητα, να βρω ένα κίτρινο για να με πάει στο Καβούρι. Το κατσαβίδι στην τσέπη μου μαρτυρούσε γιατί δεν μπορούσα να πάω οδηγώντας. Η πλούσια ανθοδέσμη που κρατούσα στο χέρι μαρτυρούσε με τη σειρά της το αίτιο του ιδεολογικού μου ατοπήματος.
Περίμενα αρκετή ώρα χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου κάποια στιγμή σταμάτηοε μπροστά μου μια ρημαγμένη παράγκα, ένα χιλιοτρακαριομένο ερείπιο, που θα με πήγαινε στο πολυπόθητο ραντεβού. Ίσως να ήταν και Βluebird, ίσως πάλι και όχι, ποτέ δεν κατάφερα να ξεχωρίσω τα γιαπωνέζικα σεντάν. Στριμώχτηκα στο σχισμένο κάθισμα και χαιρέτησα τον οδηγό που εκείνη την ώρα άναβε τσιγάρο. Εκείνος ήπιε μια γουλιά από το φραπέ που έστεκε καμαρωτός στην διάφανη, πλαστική, ταπεροειδή αηδία που στηρίζουν οι ταξιτζήδες στο ταμπλό και ρώτησε πού πάμε.
-Στο Καβούρι του είπα, και αν μπορείς κάνε λίγο γρήγορα.
Παρατήρησα ότι φορούσε παντόφλες.
-Μάλιστα, με διαβεβαίωσε και την ίδια στιγμή έβαλε μια κασέτα στο κασετόφωνο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα περνούσαμε με τρίτη σκασμένη από την αριστερή στην Πύλη του Αδριανού, τα λάστιχα προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βγουν από τις ζάντες, το μοτέρ είχε ζαλιστεί από την ταχυστροφία, ο τύπος ήταν ανέκφραστος, αλλά πήγαινε σαν αφιονισμένος.
-Πάμε από Συγγρού, συμφέρει τέτοια ώρα, φώναξε χωρίς να με κοιτάξει, κούμπωσε τετάρτη και πήρε γραμμές για τη δεξιά, ξύνοντας την διαφήμιση πορτοκαλάδας από το πλευρό ενός τρόλεϊ. Τη στιγμή που περνούσε με καραμπινάτο κόκκινο το φανάρι στο ύψος της Φραντζή, συνειδητοποίησα τι έπαιζε η κασέτα. Άργησα να το καταλάβω, γιατί ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πιστέψω ότι ο γκαζιάρης ταξιτζής με τις παντόφλες είχε βάλει και έπαιζε καθαρόαιμη τζαζ.
Στα μπασίματα από τις στροφές του Ιπποδρόμου και του Τροκαντερό μέχρι το Ελληνικό, όπως έγερνε το Βluebird χυνόταν
ο καφές, και όπως άλλαζε ταχύτητες ο τύπος φεύγαν οι κάφτρες από το τσιγάρα. Να γιατί όλο το ταμπλό ήταν γεμάτο στάχτες κολλημένες πάνω σε ξεραμένους καφέδες. Κάπως έτσι, υπό τους ήχους των χάλκινων πνευστών και το δραπέτη της λογικής, με το αλλόκοτο βλέμμα των ηρώων του Μπέκετ στα πηδάλια, περάσαμε όπως-όπως τη Γλυφάδα και φτάσαμε στη Βούλα. Ήταν ώρα να του θυμίσω πού πήγαινα.
Δεν πρόλαβα.'ένας θεόρατος σκύλος, κάτι σαν μπαστάρδεμα ροτβάιλερ με ιπποπόταμο, αγνόησε την απουσία διάβασης πεζών και προσπάθησε να διασχίσει το δρόμο. Ο οδηγός άργησε να τον δει, ΣΚΥΛΟΣ, του φώναξα, έπεσε στα φρένα, το Bluebird πήρε αριστερά και έσκασε πάνω στο κτήνος, σαν άλλος Τιτανικός στο παγόβουνο. Το ζώο τινάχτηκε στον αέρα, γκρέμισε το παρμπρίζ ξηλώνοντας το ταξίμετρο μαζί με τη φραπεδιέρα και προσγειώθηκε στο πίσω κάθισμα χωρίς ευτυχώς να πάρει και εμένα μαζί του. Το τράνταγμα ταρακούνησε όλο το αυτοκίνητο, η κασέτα πετάχτηκε έξω από το κασετόφωνο, την κραυγή της κορνέτας διαδέχτηκε από το ραδιόφωνο η νταλκαδιασμένη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη.
To Bluebird ακινητοποιήθηχε στη μέση του δρόμου. Το ψυγείο κάπνιζε, γύρω κυλούσαν τάσια και ένας τεράστιος πληγωμένος σκύλος, που με το ζόρι ανέπνεε, ήταν σωριασμένος μισός στο κάθισμα, μισός στην εταζέρα. Ο είχε λουστεί με καφέδες από τα μαλλιά ως τις παντόφλες, το τασάκι είχε αδειάσει όλο στην κοιλιά του, ενώ στο στήθος του δεκάδες μκρά γυαλάκια έλαμπαν σαν παράσημα Σοβιετικού συνταγματάρχη. Βυθισμένος στον παγωμένο του κόσμο, έμοιαζε να μην είχε καταλάβει τι έγινε. Τίναξα την ανθοδέσμη να πέσουν τα γυαλιά και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα. Τότε εκείνος γύρισε προς το μέρος μου και εγκαταλείποντας για πρώτη φορά το πεισματικά αδιατάρακτο προσωπείο του, ρώτησε κάπως ενοχλημένα:
- Τι έγινε, άλλαξες κασέτα;
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (07-10-13)
-
Oda a Weber
Kόκκινο φανάρι σε ανηφορίτσα γλιστερή, κάπου στου Γκύζη. Ο δρόμος ανεβαίνει ευθεία πάνω και σε λίγα μέτρα στρίβει δεξιά. Έχω καλό μπλοκέ, κακά πίσω λάστιχα, και διπλά καρμπιρατέρ. Τα διπλά σε φτιαγμένα μοτέρ έχουν συνήθως μια τρύπα γύρω στις 2000- 2500 στροφές Είναι το σημείο που το ζιγκλέρ του ρελαντί παύει να ασχολείται με την τροφοδοσία και το ρόλο αυτό αναλαμβάνει το κύριο ζιγκλέρ. Με ατέλειωτες δοκιμές, αλλάζοντας ζιγκλέρ και καλάμια, μπορείς αν θέλεις να μετατοπίσεις την τρύπα, να τη φέρεις πιο κάτω ή πιο πάνω στη μπάντα των στροφών του κινητήρα. Όμως αυτή θα υπάρχει πάντα στα γαργαλημένα καρμπιρατεράτα μοτέρ να θυμίζει το λόγο που ώθησε στην καθιέρωση των συστημάτων ψεκασμού.
Στην ανηφόριτσα, λοιποόν, για να αποφύγεις το μπέρδεμα τη στιγμή ακριβώς που αφήνεις το πεντάλ του συμπλέκτη και ξεκινάς, πρέπει να πατινάρεις την πρώτη λίγο πάνω από τις 2500 στροφές και μετά να φύγεις. Αν δεν έχεις πολλή δύναμη, δίνεις όλο το γκάζι, μένεις στην πρώτη και αρχίζεις τις πάντες μέχρι να βαρεθείς. Αν όμως έχεις δύναμη, κοντή δευτέρα, καλό μπλοκέ και κακά πίσω λάστιχα -ακριβώς η περίπτωση μου- είσαι έτοιμος για μια ακόμη πιο απολαυσπική εμπειρία, προσφορά της Weber και του Ταμείου Οδοποιίας. Μόλις το αυτοκίνητο αρχίσει να σπινάρει, καρφώνεις τη δευτέρα και εκεί αρχίζει το τρελό γλίστρημα. Οι γωνίες μεγαλώνουν και με τέρμα ανάποδα μία αριστερά-μία δεξιά, ανεβαίνεις τον ανήφορο παίζοντας με το γκάζι, άσε-πάτα σαν εξαέρωση στα φρένα, για να βοηθήσεις τις κινήσεις του πίσω άξονα.
Η σωστή δοσολογία στο τιμόνι και το γκάζι είναι που κάνουν τη διαφορά. Λιγότερο γκάζι και κρέμασε το μοτέρ,
λιγότερο τιμόνι και καβάλησες το κράσπεδο. Η σωστή δοσολογία, εκτός από το ταλέντο και τις ικανότητες του οδηγού, συνδέεται με μια μαγική τετρασύλλαβη λέξη. Είναι η λέξη που κάνει την εμφάνισή της όποτε αναζητούνται οι παράγοντες που προσδιορίζουν την οδηγική απόλαυση. Η λέξη απόκριση, με την οποία αντιλαμβάνεται κανείς την ταχύτητα που οι εντολές του οδηγού μετασχηματίζονται σε κινήσεις των μηχανικών μερών. Όσο πιο άμεση είναι η απόκριση του αυτοκινήτου, τόσο μεγαλύτερη είναι η οδηγική απόλαυση. Αντίθετα, όσο το αυτοκίνητο καθυστερεί να λειτουργήσει με τον τρόπο που επιδιώκει ο χειριστής, η οδηγική ευχαρίστηση πάει περίπατο.
Απόκριση υπάρχει σε κάθε μηχανικό σύστημα που χειρίζεται ο οδηγός. Υπάρχει λοιπόν η απόκριση του τιμονιού, η οποία ερμηνεύεται ως η αμεσότητα με την οποία το μπροστινό σύστημα ανταποκρίνεται στις κινήσεις των χεριών του οδηγού στο τιμόνι. Υπάρχει και η απόκριση στο γκάζι, η αμεσότητα δηλαδή με την οποία ο κινητήρας ακούει και ανεβάζει στροφές στο πάτημα του γκαζιού. Το μυστικό της βρίσκεται στο σύστημα τροφοδοσίας. Μιλώντας λοιπόν για ατμοσφαιρικούς κινητήρες, αφού σε υπερτροφοδοτούμενα μοτέρ αν δεν υπάρχει σύστημα anti-lag η απόκριση είναι «βάστα Τούρκο να γεμίσω», δύο είναι τα βασικά είδη τροφοδοσίας: με καρμπιρατέρ ή ψεκασμό.
Πριν από την εξέλιξη των συστημάτων ψεκασμού, τα διπλά καρμπιρατέρ ήταν ή κλασική επιλογή για σίγουρα άλογα σε αυτή τη μεριά του Ατλαντικού (από την άλλη είχαν τετραπλά Carter και Holley). Από όλες τις εταιρίες καρμπιρατέρ, μία έχει ταυτίσει το όνομά της με τους αγώνες, είναι εκείνη που ίδρυσε το 1924 ο φίλος και συνεργάτης του Enzo Ferrari, Edoardo Weber.
Από το 1952 και 1953, που η Ferrari με την Tipo 500 πήρε τα πρώτα της πρωταθλήματα στη Formula 1 φορώντας δύο Weber DCO, τα doppio corpo orizontale, διπλού σώματος οριζόντια, έγιναν τα πιο δημοφιλή καρμπιρατέρ στον κόσμο. Τα DCOE, η πιο γνωστή παραλλαγή τους, εξακολουθούν να παράγονται ακόμη. Όσο ανώτερος και εάν είναι ο ηλεκτρονικός ψεκασμός, το πιο όμορφο εξάρτημα που συναντά κανείς στο χώρο του κινητήρα, εξακολουθεί να παρέχει φτηνά και εύκολα γκάζια χωρίς την ανάγκη laptop για τις ρυθμίσεις.
Σε ό,τι αυτοκίνητο και εάν βάλεις ελεύθερη εξάτμιση, θα κάνει θόρυβο, χρειάζεται όμως ειδική μεταχείριση για να βγάζει ένα αυτοκίνητο μουσική από την εισαγωγή του. Στην Αγγλία, όταν θέλουν να φτιάξουν κάτι φτηνό και δυνατό, αγοράζουν δεκαεξαβάλβιδα μοτέρ από τρακαρισμένα Ford, Opel, και Rover χωρίς τα ηλεκτρικά, σε τιμές περιπτέρου. Παίρνουν και ένα σετ διπλών, από τίποτα σαπισμένα ιταλικά κουπέ εικοσαετίας, και έχουν έτοιμο ένα μοτέρ με απόδοση, απόκριση και ήχο.
Έτσι κι εγώ, όταν βρήκα ένα ζευγάρι σαρανταπεντάρια ξεχασμένα στην αποθήκη μου, τα πήρα, τα καθάρισα, και τώρα είναι έτοιμα να μπουν στο φρέσκο μου μοτέρ. Και θα τα βάλω, παρ' ότι ξέρω πως θα φάω ώρες ανεβοκατεβαίνοντας την Κατεχάκη με το χρονόμετρο στο χέρι και θα αλλάζω ζιγκλέρ και βεντούρι νύχτα, κάτω από τη λάμπα δίπλα στο φανάρι της εκκίνησης. Και όλα αυτά, για την απόκριση και τον ήχο που σε γλιτώνει από το κορνάρισμα στις τυφλές διασταυρώσεις. Για καμιά ανηφορίτσα σαν και αυτή στου Γκύζη, ή μια πλατεία που θα γυρίζω ξανά και ξανά, άσε-πάτα σαν να κάνεις εξαέρωση στα φρένα, ακούγοντας τον αέρα να στροβιλίζεται κάτω από τα αλουμινένια καπάκια με το ανάγλυφο Weber Carburatori Bologna.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (07-10-13)
Δικαιώματα - Επιλογές
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε νέα θέματα
- Δεν μπορείτε να απαντάτε σε θέματα
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε συνημμένα
- Δεν μπορείτε να επεξεργάζεστε τις δημοσιεύσεις σας
-
Κανονισμός του Φόρουμ
BACK TO TOP