-
Τα Σύκα
Ο παππούς μου ήταν πολύ υπομονετικός άνθρωπος· Πριν οπό σαράντα χρόνια οδηγούσε διάφορα Opel Olympia, στα οποία φόρτωνε γυναίκα, παιδια, πεθερά, γέμιζε το πορτ-μπαγκάζ και ταξίδευε όλη την Ελλάδα. Όταν ογόρασε ένα μεγαλύτερο αυτοκίνητο, ένα πράσινο Princess Skyway, άρχισε τις πραγματικα μακρινές αποστολές. Την εποχή που η διαδρομή Αθήνα-Καμένα Βούρλα ήταν είδηση, ο υπομονετικός αυτός άνθρωπος, με πλήρωμα γυναίκα, πεθερά, θεία και παιδιά, που στο δρόμο τραγουδούσαν, ζαλίζονταν κλπ., γύρισε, αγόγγυστα, όλη την Ευρώπη. Από τη Νάπολη έως το Λονδίνο, σε τρία μεγάλα _ ταξίδια, πάντα τίγκα στον κόσμο και με το χώρο αποσκευών γεμάτο βαλίτσες και τρόφιμα.
Την αγάπη για τα ταξίδια την κληρονόμησα κι εγώ, την υπομονή όμως όχι. Ιδίως στο θέμα του φορτωμένου οχήματος είχα πάντα μια απέχθεια. Από την εποχή που είχα ποδήλατο, ούτε εφημερίδα δεν κουβάλαγα, γιατί δεν είχα λέει πού να τη βάλω. Μου πήραν καλαθάκι για το τιμόνι, βεβαίως το πέταξα, σιγά μην έβαζα καλάθι στο κροσάκι μου. Όταν πήρα μοτοσυκλέτα, πάλι κουβαλούσα μόνο τα εντελώς απαραίτητα, σχολείο πήγαινα με ένα στυλό στην τσέπη του μπουφάν και ένα τετράδιο στο στήθος Στο πρώτο μου μάλιοτα ταξίδι, δεν ήθελα να φορτώσω το Guzzi μου για να μη χάσω κανένα χιλιόμετρο τελικής, πήρα ένα ελάχιστο παιδικό σακιδιάκι, κάτι ανάμεσα σε μεγάλη κασετίνα και μικρό τσαντάκι μέσης, το έπιασα με ένα χταπόδι στη σέλα και πάλι αισθανόμουν ότι το είχα παραφορτώσει.
Το χειρότερό μου, όμως, ήταν η μεταφορά τροφίμων. Και αυτό σχετίζεται με τον παππού. Στην επιστροφή από κάποιο ταξίδι, οι γυναίκες του σπιτιού ξέχασαν ένα πεπόνι στο πορτμπαγκάζ. Στη συνέχεια ο παππούς έλειψε δύο εβδομάδες για δουλειές και όταν γύρισε, και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο, η μυρωδιά από το σαπισμένο, πλέον, πεπόνι είχε ποτίσει το σύμπαν. Αυτά συνέβησαν γύρω στο 1970.Έως το 1993, που ο Δήμος μας στέρησε από το αγαπημένο μας Princess, όποτε καθόσουν στα κόκκινα χνουδωτά του καθίσματα, η ίδια μυρωδιά ήταν παρούσα.
Το πρώτο μου αυτοκίνητο ήταν τετράπορτο, αλλά διθέσιο, επιβάτες πίσω δεν έβαζα, με την -αληθινή- δικαιολογία, ότι λόγω χαμηλωμένων ελατηρίων, έβρισκαν τα λάστιχα στους θόλους. Απέφευγα έτσι και την πολυλογία που σπάει τα νεύρα, αλλά και τα πολλά φορτώματα που χαλάνε το κράτημα. Εδώ είχα πετάξει γρύλο και ρεζέρβα για ελάφρωμα, σιγά μην το φόρτωνα έρμα.
Και βέβαια, η σκέψη ότι το αγαπημένο μου αυτοκίνητο μπορεί να άρχιζε να μυρίζει φέτα και ντομάτα, με είχε πείσει ότι δεν θα μετέφερα ποτέ τέτοια πράγματα. Άσε που με το δικό μου οδήγημα όλο το φορτίο θα γινόταν πελτές και θα βρωμούσε χειρότερα. Αυτό ευτυχώς ήταν γνωστό σε όλους στο σπίτι, και έτσι, όταν ήμουν στο χωριό και ερχόταν καμιά γειτόνισσα να μου δώσει αυγά ημέρας να τα πάρα στην Αθήνα, η μάνα μου γέλαγε: " αυγά να τα πάει ο Γιώργος στην Αθήνα ομελέτα θα γίνουν ώσπου να φτάσει ".
Στα επόμενα αυτοκίνητα, συνήθως έβγαζα το πίσω κάθισμα, για ελάφρωμα και αυτό, έβαζα και τεσσάρες ζώνες ασφαλείας οπότε δεν χώραγε κανείς πίσω. Είχα το κεφάλι μου ήσυχο, ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκα με μια τρίλιτρη τετράπορτη μπερλίνα. Και εκεί τι να πω; δεν χωράει ή θα βαρύνει και θα σέρνεται; Αναγκάστηκα, μία φορά, να μεταφέρω ένα δέμα. Ένα δέμα, που έχει και αυτό να κάνει με τον παππού.
Προ αμνημονεύτων ετών, ο πάππους είχε ένα φίλο κηπουρό στα ανάκτορα. Από μια ανακτορική συκιά, που έκανε κόκκινα σύκα,πήρε μπόλικα, φύτεψε ένα δένδρο στο εξοχικό μας στην Εύβοια. Πέρασε καιρός ο βασιλιάς εφυγε, η συκιά θέριεψε, τα σύκα της -λένε, γιατί εγω δεν τρωω σύκα- πως είναι πεντανόστιμα.
Γυρνώντας από την Εύβοια, ο γυναικείος πληθυσμός, διάδοχος κατάσταση εκείνων που ξέχασαν το πεπόνι στο Princess, με έπεισε να πάρω λίγα σύκα να τα πάω στην Αθήνα. Τα έβαλε η καλή μου σε ένα μπολάκι, τα τύλιξε με διπλή σακούλα και μου τα έδωσε. Σίγουρα δεν θα ανοίξουνε; ρωτούσα και ξαναρωτούσα. Σίγουρα, ήταν η επωδός. Τα έβαλα κι εγώ στο πιο απομακρυσμένο σημείο από τη θέση του οδηγού, στο πάτωμα πίσω από το κάθισμα του συνοδηγού, και έφυγα.
Η διαδρομή περιλαμβάνει 125 χιλιόμετρα απίστευτο στροφιλίκι, που το ξέρω απ' έξω, και όποτε περνάω, πηγαίνω τέζα. Κόντευα στο σπίτι ώσπου πέτυχα ένα κομβόι με γιαπωνέζικα σεντάν, κορεάτικα κουπέ, κολλημένο πίαω από ένα πράσινο λεωφορείο τσούκου-τσούκου στις φουρκέτες, σύρσιμο στην ανηφόρα όλοι μαζί αγκαλιασμένοι, η υπομονή μου, αυτή που δεν κληρονόμησα από τον παππού, εξαντλήθηκε και βγήκα σε ένα ευθειάκι για χαροντικό προσπέρασμα-σουβλάκι.Υποστρέφοντας-φρενάροντας μετά το λεωφορείο και με ένα κατέβασμα, πάω να στρίψω μια χαρά στην κλειστή δεξιά που ακολουθούσε. Τους έχω λοιπόν περάσει όλους, ευλογάω τα κυβικά μου και τη ροπάρα μου και όπως πάω να φρενάρω, αισθάνομαι το πόδι μου να γλιστρά, σαν να έχει σαπίοει το πάτωμα και να με ρουφούσε, φαινόμενο που απαντά οε παλιές Lancia Beta, αλλά εγώ δεν οδηγούσα Lancia Beta. Εχω χάσει προ πολλού το σημάδι για τα φρένα, το πόδι γλιστρά κι άλλο και | έρχεται και μπαίνει κάτω από το πεντάλ του φρένου με κατεύθυνση προς το συμπλέκτη. Με μια απέλπιδα προσπάθεια, το πόδι ξεκολλάει, πάει για το φρένο, αλλά μόλις το ακουμπάει, ξαναγλιστράει και σκάει πάλι στο πάτωμα. Η στροφή είναι μπροστά, έχω γύρω στα 40 χιλιόμετρα παραπάνω από όσα μπορώ να στρίψω, πιστεύω ότι το δεξί μου πόδι έχει παραλύσει, τραβάω χειρόφρενο, και την ίδια στιγμή βλέπω κάτι να γυαλίζει οτο χαλάκι κάτω από τα πεντάλ. Στα millisecond πριν από την είσοδο τραβάω το πόδι μου πίσω, οκουπίζοντάς το αστραπιαία στο χαλάκι, λύνω χειρόφρενο, δίνω γκάζι, και στρίβω στα όρια του μπλοκέ και της κρεμαγιέρας.
Αναρωτώμενος πότε θα πάρει καμιά μέρα ρεπό ο φύλακας άγγελος και θα τελειώσει το γλέντι κοίταξα στο πάτωμα. Μισή ντουζίνα σύκα από τη συκιά των ανακτόρων είχαν βγει από το μπολ και τις δύο σακούλες, είχαν κάνει το γύρω του αυτοκινήτου και είχαν γίνει μαρμελάδα κάτω από τα πόδια μου.
Σταμάτησα για να πετάξω το γλιστερό χαλάκι και σκεφτόμουν το μπινελίκι που είχα να ακούσω από το κομβόι όταν θα έβλεπε σταματημένο τον τύπο που του έκοψε τη χολή προσπερνώντας και στρίβοντας σαν κυνηγημένος. Τότε εν μέσω ύβρεων, κορναρισμάτων, φάσκελων και σταυροκοπημάτων, αντιδράσεων που μόνο ο υπομονετικός παππούς δεν θα είχε εάν ήταν μάρτυς στην ίδια σκηνή, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μη μεταφέρω ποτέ ξανά τρόφιμα με το αυτοκίνητο.
του Γιώργου Ν. Πολίτη
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 3 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Lambros46 (31-08-13), Nino (31-08-13)
-
Ηφαίστειο
Λένε πως ο δολοφόνος επιστρέφει πάντοτε στον τόπο του εγκλήματος. Στην περίπτωση μου ο τόπος ήταν ο ίδιος, το ίδιο δάσος με τις πηγές, τα πλατάνια και τα πεύκα. Φόνο δεν είχα διαπράξει αλλά είχα στα χέρια μου το ίδιο όπλο. Δεκατρία χρόνια μετά ήμουν στο ίδιο βουνό, με μια παλιά καθαρόαιμη μοτοσικλέτα an' to Rignano sull Arno της Φλωρεντίας.
Αυτές τις μηχανές τις πρόλαβα όταν οι ημέρες της δόξας τους είχαν πια παρέλθει. Κυριαρχούσαν ήδη οι εύκολες ιαπωνικές κοτάσκευές με μονοσόκ, υδρόψυξή και δισκόφρενα.Όμως στην επαρχία έβλεπες, αραιά και πού, καμιά Beta στηριγμένη στους τοίχους των συνεργείων ή αφημένη στα χωράφια.
Για μένα αυτή είναι η αρχέτυπη μοτοσυκλέτα χώματος. Η δωρική της λιτότητα είναι σχεδόν μεταφυσική, δεν υπάρχει τίποτα το περιττό επάνω της, δεν της λείπει τίποτα που είναι πράγματι αναγκαίο. Και είναι ψηλή, με αλουμινένιο ρεζερβουάρ, διπλό πίσω αμορτισέρ, και έχει κι ένα αερόψυκτο μοτέρ που τρελαίνεσαι να το βλέπεις, κουφαίνεσαι να το ακούς και σου φεύγουν τα χέρια για να το δαμάσεις.
Αυτές οι μηχανές, οι τόσο μα τόσο όμορφες και ψυχωμένες, έγιναν το μηχανοκίνητο όνειρο μιας παρατεταμένης εφηβείας, που πήρε σάρκα και αίμα στο πενηντάρι Beta που μπόρεσα τότε να αποκτήσω. Την ανάμνηση εκείνης της ηλικίας ήθελα να κρατήσω στο σχήμα και στον τσαμπουκά του ατόφιου ιταλικού εντούρο-μότοκρος, όταν πριν από λίγο καιρό έκανα δική μου τη μεγάλη αδελφή της πρώτης μου μοτοσυκλέιας, την εκρηκτική Beta 250 του 79.
Κυριακή του Πάσχα σήκωσα το τσοκ στο Dell' Orto, μανιβέλα και το γνώριμο μεταλλόφωνο πήρε μπροστά. Έκανα μια σύντομη βόλτα να ζεσταθούν τα σίδερα κι ύστερα δικάβαλα μ' ένα ζευγάρι γυναικεία πόδια να κρέμονται πίσω μου, ανηφορίσαμε στα βουνά.
Πρέπει να είχε βρέξει πολύ τον περασμένο χειμώνα. Το δάσος ήταν καταπράσινο, έλαμπαν τα χρώματα του. Οι καλοκαιρινοί ξεροχειμαροι είχαν γίνει αδιάβατοι, μικρά ρυάκια σχηματίζονταν παντού. Ήθελα να πάω οε ένα λιβάδι που κρυβόταν σε ένα
οροπέδιο πιο ψηλά, απο τους τελευταίους οικισμούς της περιοχής. Πήγαινα συχνό εκεί με τα πενηντάρι μου πριν από 13 χρόνια.
Ψάχνοντας τα περάσματα και προσπαθώντας να προσανατολιστώ μέσα στο δάσος, μου φάνηκε πως βρήκα το μονοπάτι που πήγαινε στη σωστη κατεύθυνση. Το ακολούθησα, ώσπου σύντομα ανάμεσα στις πέτρες και τα πλατάνια άρχισε να διακρίνεται το άλμα που απο τα πυκνά φυλλώματα του δάσους σε έφερνε πετώντας στο ξέφωτο. Ανέβηκα με δευτέρα, μια καλή γκαζιά λίγο πριν ο μπροστινός τροχός σηκωθεί από το έδαφος και η Beta τινάχτηκε ψηλά, για να μας βγάλει απ' τα πλατάνια στο μικρό, έρημο ξέφωτο. Μόνο που από το δυο επίθετα που θυμόμουν για το ξέφωτο, το δεύτερο ηταν εντελώς λανθασμένο.
Στο πλάτωμα ήταν μαζεμένος κόσμος απο τα γυρω χωριά, φαίνεται πως κάποιος δρόμος είχε ανοιχτεί εν αγνοία μου από την άλλη μεριά του βουνού. Αγροτικά, ντουζίνες από σουβλες, φωτιές, αρνιά, κοκορέτσια και κοντοσουβλια, και ολο το εορτάζον πλήθος να κοιτάζει το ουφο που εμφανίστηκε από το πουθενά, έκανε πολύ, μα πάρα πολυ Θόρυβο κοι πετούσε μπροστά στα σαστισμένα μάτια τους. Αν ξαφνιάστηκαν αυτοί μια φορα εγώ ξαφνιάοτηκα δέκα. Με δυσκολια πρόλαβα να φρενάρω και να προσγειώσω τη Beta χωρίς να πατήσω κανέναν ή να πέσω στις θράκες με τα κάρβουνα.
Φορέσαμε και οι δύο τα ευγενέστερά μας χαμόγελα, έσβησα το μοτέρ κι έριξα όλες τις ευχές με τη μία:
-Καλό Πάσχα, Χρόνια Πολλά, Χριστός Ανέστη. Ξέρετε ερχόμουνα εδώ παλιά και δεν υπήρχε ψυχή, τώρα περνούσα, δεν ήξερα ότι ανεβαίνει δρόμος, ουγνώμη αν σας τρομάξαμε, συνέχισα.
Κα βέβαια, επειδή η Ελλάδα παραμένει ακόμη Ελλαδα, οχι μόνο δεν έγινε επεισόδιο και παρεξήγηση, αλλά μας κάλεσαν στη γιορτή τους. Στήριξα τη Beta σε ένα πεύκο κοι κάναμε έφοδο οτα κοκορέτσια και τα κοντοσούβλια. Γελάσαμε, φάγαμε, ήπιαμε, στο τέλος δεν μας άφηναν να φύγουμε.
Στο γυρισμό είπα να πάρω το νέο δρόμο, πιο ξεκούραστος, έφτανε σύντομα στην άσφαλτο. Όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου σε μια στιγμή, λίγο πριν φτάσουμε στο σπίτι, το μοτέρ σώπασε,το πίσω λάστιχο στρίγγλιξε και η ουρά άρχισε να σέρνεται βίαια αριστερά-δεξιά. Επιασα το συμπλέκτη, η μοτοσυκλέτα ήρθε στα ίσια της και άρχισε νσ ρολλάρει με όση φόρα της είχε απομείνει. Ηταν προφανές ότι είχε κολλήσει. Όταν κολλούσαν τα πενηντάρια Beta, απλά ξεπέζευες, κάπνιζες ένα τσιγάρο και ξεκολλούσαν. Όμως αυτό εδώ δεν ήταν πενηντάρι, ήταν δυόμισι και εγώ ήμουν σίγουρος πως μόλις άφηνα το συμπλέκτη θα έπαιρνε μπροστά με τη μίο.
Έτσι, τη στιγμή που άκουσα στο αυτί μου την ερώτηση -τι έγινε, μείναμε;- άφηνα χαμογελώντας τα δάκτυλα από τη μανέτα: Αμέσως μετά, σίδερα, το μεταλλόφωνο απ' το Rignano sull' Arno έπαιζε και πάλι το δικό του τραγούδι.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
Nino (31-08-13), Κωνσταντίνος (01-09-13)
-
Ο θρύλος του Ντορή Χουντίνι
Ήμασταν στη μέση της μεγάλης ευθείας ανάμεσα στο δάσος με τα πλατάνια, τρία χιλιόμετρα ασφάλτου, μιας σκοτεινής, στενής, αλλά μεγάλης ευθείας, όταν μια ανήσυχη φωνή ακούστηκε από το πίσω κάθισμα:
-Πόσο τρέχουμε;
-Τρέχουμε πολύ, με 120, απάντησε μια άλλη φωνή.
Ο συνοδηγός έβαλε τα γέλια:
-Ναι κορίτσια, 120, αλλά μίλια.
Η παρατήρηση του δεν έκανε εντύπωση στις δυο φίλες. Μάλλον δεν ήξεραν ότι για να βρουν την ταχύτητα σε χιλιόμετρα έπρεπε να πολλαπλασιάσουν επί 1,6, αλλά και να το γνώριζαν, στην κατάσταση που βρίσκονταν δεν θα μπορούσαν να κάνουν την πράξη. Η μία μάλιστα ήταν σε ηλικία τέτοια, που δύσκολα θα είχε μάθει πολλαπλασιασμό, καθΆ ότι το αισθησιακό πρότυπο του φίλου και συνοδηγού παραπέμπει στις ηρωίδες του Νομπούκοφ.
Τυπικό βράδυ καλοκαιριού. Η παρέα μαζευόταν στην πλατεία και ξεκινούσαμε με ανοιχτά παράθυρα, δυνατή μουσική και γελαστά κορίτσια, τέζα ως την ντίσκο, 12 χιλιόμετρα στροφιλίκι πιο πέρα. Εκεί οι πιο νέοι χτυπιόντουσαν στις πίστες, οι πιο γενναίοι κατέβαζαν τις μπόμπες του μπαρ και οι ομιλητικοί έχαχναν νέες συντροφιές στις ξαπλώστρες δίπλα στη θάλασσα. Λίγο πριν από το ξημέρωμα άρχισε ο γυρισμός. Ένα τρελό κομβόι αυτοκινήτων, που έκαναν πάντες ξυστά από τις γλάστρες στα ασβεστωμένα πεζοδρόμια των χωριών, με τουρμπίνες να σκάνε και φλόγες να βγαίνουν από τις εξατμίσεις, συνήθως έτσι γυρίζαμε πίσω.
Στη μέση της διαδρομής βρισκόταν η μεγάλη ευθεία, ένα μαγικό κομμάτι δρόμου, σκοτεινή, τρομακτική ώρες ώρες. Άλλοτε περνάγαμε σιγά, με 40-50 χιλιόμετρα την ώρα και τα χέρια έξω από τα παράθυρα για να νιώθουμε την ψύχρα και να χαζεύουμε τις καρυδιές και τα πλατάνια. Άλλοτε πάλι με το γκάζι στο τέρμα, και τα δέντρα να στενεύουν, να σκύβουν σχεδόν από πάνω μας και τον ήχο του μοτέρ και του αέρα –δαιμονικό, άγριο- να μπερδεύεται με τις φωνές και τις μουσικές μας.
Εκείνο το Σάββατο, που οι κοπέλες ρωτούσαν με πόσα πάμε, πηγαίναμε όντως γρήγορα, 200 παρά κάτι, όταν φάνηκε στο βάθος μια περίεργη σκιά. Άφησα στιγμιαία το γκάζι και αμέσως μετά δυο μικρές φωτεινές κουκίδες βρέθηκαν απέναντι μου. Ήταν δυο μάτια, τα μάτια ενός γαϊδάρου, που με κοιτούσαν αδιάφορα καθώς τον σημάδευα με 180 καθαρά στη μέση της ευθείας. Τίναξε την ουρά του όπως κάνουν οι γάιδαροι για να διώξουν τις μύγες όταν λιάζονται το μεσημέρι, αλλά δεν έδειχνε πρόθυμος να απομακρυνθεί. Στεκόταν πάντα κάθετα στο δρόμο, με το κεφάλι του γυρισμένο προς το μέρος μου.
Έκανα την πιο απαλή τιμονιά που μπορούσα και πέρασα από πίσω του, ελπίζοντας να μη δοκιμάσει να με κλωτσήσει τελευταία στιγμή. Προσπαθώντας να αποφύγω την ταλάντωση, που σε αυτά τα χιλιόμετρα θα με έστελνε ανάσκελα, γύρισα το τιμόνι από την άλλη και το αυτοκίνητο μαζεύτηκε τελικά στην ευθεία, ένα μέτρο πριν έρθει αγκαλιά με το τεράστιο πλατάνι.
Την άλλη μέρα, στο στέκι που μαζευόμασταν για καφέ, φλίπερ και κουβέντα, ο γάιδαρος έγινε talk of town: «Τον είδες κι εσύ;», «με πόσα πήγαινες;».
Βέβαια ο γάιδαρος ήταν ήδη γνωστός στην περιοχή. Τον βλέπαμε συχνά στην άκρη της μεγάλης ευθείας, να αγναντεύει τη διερχόμενη κίνηση. Είπαμε κάποτε του ιδιοκτήτη του να τον δέσει πιο μέσα να μη φτάνει στην άσφαλτο, και μας απάντησε ότι δεν έφταιγε αυτός, τον έδενε τον Ντορή, αλλά όλο λυνόταν. Από τότε, τον Ντορή των φωνάζαμε Χουντίνι. Βέβαια, ο φουκαράς ο γάιδαρος δεν λυνόταν, απλά ο κάτοχος του είχε λιγότερο μυαλό από τον ίδιο, και ή τον ξέχναγε λυτό ή του έβαζε μακρύ σχοινί, χωρίς ποτέ να καταφέρει να υπολογίσει ότι το μήκος του σχοινιού επέτρεπε στο ζώο να κόβει βόλτες στον κεντρικό δρόμο.
Τον ξέραμε τον γάιδαρο, όμως ποτέ άλλοτε δεν τον είχαμε συναντήσει καταμεσίς στο δρόμο, δέκα-δεκαπέντε αυτοκίνητα, όλα πηγαίνοντας τέζα. Έτσι η βραδιά του γάιδαρου έμεινε ιστορική στην παρέα και στην περιοχή: Κανείς δεν έχει ξεχάσει το τεστ αποφυγής γαιδάρου, ακόμη και σήμερα μιλάνε για εκείνο το βράδυ, ενώ έγινε αφορμή και για νέες λαϊκές παροιμίες, όπως το κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουροστούκερνε. Ο ίδιος ο Ντορής, έγινε ο θρύλος της ευθείας και κάθε καλοκαίρι μαθαίναμε νέες ιστορίες για τα κατορθώματα του.
Έλεγαν πως βρέθηκε στο διάβα μιας Mercedes 190, που του έσπασε ένα πόδι και κάτι πλευρά. Έτσι για λίγους μήνες χάθηκε από την πιάτσα. Όταν συνήλθε, πήγε πάλι στο πόστο του και από διαβολική τύχη (έχουν τα προβλήματα τους με τα τεστ αποφυγής ζώων οι Mercedes), ξαναέκανε μετωπική με το ίδιο αυτοκίνητο, ρημάζοντας μετώπη, καπό, προφυλακτήρα, φανάρια, ψυγείο, βάψιμο –κοντά στο εκατομμύριο το σύνολο- κάνοντας το Ντορής-Mercedes 1-1.
Ο ίδιος, λίγο πιο κουτσός από πριν, συνέχισε για χρόνια να τρομοκρατεί τους περαστικούς. Φέτος, το καλοκαίρι δεν τον είδα, λένε πως έφυγε σε βαθιά γεράματα για τον παράδεισο των γαϊδάρων, όμως πολλοί ορκίζονται ότι τα βράδια του καλοκαιριού, στη μεγάλη ευθεία με τα πλατάνια, δυο μικρά μάτια φέγγουν στη μέση του δρόμου. Άλλοι μιλάνε για τα αυτιά, τα εξαιρετικά μεγάλα, ακόμα και για γαϊδουρινά δεδομένα, αυτιά του Ντορή-Χουντίνι, που η σκιά τους απλώνεται πάνω από τα δέντρα. Και άλλοι πάλι λένε πως ακούν τη φωνή του, ένα πνιχτό απορημένο γκάρισμα, από το γέρο-γάιδαρο που στοίχειωσε τη μεγάλη ευθεία στο δάσος με τα πλατάνια.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
Lambros46 (31-08-13), Κωνσταντίνος (01-09-13)
-
Ο Ολλανδέζος
Πριν να μπαρκάρει, όλοι στο χωριό ήξεραν το αχτένιστο παιδί με τα γαλάζια μάτια και το χαμογελαστό πρόσωπο ως Μανόλη. Στο πρώτο του μπάρκο βρέθηκε στο Άμστερνταμ. Εκεί άρχισε τα μακροβούτια στους τεκέδες και στα βρωμόμπαρα του λιμανιού. Παράτησε το βαπόρι κι έπιασε δουλειά σε κάτι ρυμουλκά της συμφοράς. Έμεινε δέκα χρόνια εκεί κι όταν γύρισε είχε μακριά μαλλιά και γενειάδα. Κάποιος τον είπε Ολλανδέζο . Από τότε, όλοι τον φώναζαν έτσι.
Γύριζε με τη Φλορέτα τού πατέρα του κι έκανε μεροκάματα, στις οικοδομές, στις ελιές, στα καΐκια. Το καλοκαίρι φόρτωνε δυο κοφίνια σταφύλια σε μια γαϊδούρα και γύρναγε στις αμμουδιές πουλώντας τα φρούτα στις γυμνόστηθες Νορβηγίδες τουρίστριες. Δούλευε δυο-τρεις μέρες και μετά ξεκουραζόταν. Ερχόταν τότε στην παραλία πάντα χωρίς μπλούζα, ξυπόλητος, με ένα βιετναμέζικο καπέλο Χο Τσι Μινχ στο κεφάλι. Άραζε στην άμμο κι έφευγε αφότου είχε δύσει πια ο ήλιος.
Λέγανε πως είχε φάει ξύλο στο στρατό και του σάλεψε. Άλλοι μιλούσαν για διαδηλώσεις και φυλακή στην Ολλανδία, άλλοι πάλι διαβεβαίωναν πως είχε φύγει από κακιά φούντα. Το σίγουρο είναι πως, παρά το γεγονός ότι έπινε τρία κιλά κρασί στην καθισιά του, δεν πείραζε ποτέ κανέναν. Ήταν μονίμως χαμογελαστός και πρόθυμος, και μόλο που στα χωριά δεν χωνεύουν τους διαφορετικούς, εκείνον τον συμπαθούσαν.
Τον συνάντησα ένα βράδυ έξω από το τοπικό μπουζουξίδικο, ήταν ίδιος και απαράλλαχτος όπως πάντα.
Μιλήσαμε λίγο, τον ρώτησα τι έκανε εκεί.
- Δουλεύω παρκαδόρος, είπε με χαρά.
Ξαφνιάστηκα γιατί ασφαλώς ο Ολλανδέζος δεν θα μπορούσε να γίνει κανονικός παρκαδόρος. Όχι μόνο επειδή κανείς δεν θα του έδινε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, μα γιατί δεν ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο. Διαπίστωσα λοιπόν ότι καθόταν σε μια καρέκλα, είχε κι ένα παλιό κράνος τροχονόμου, για τη βροχή όπως έλεγε, φαίνεται πως θα είχε λιώσει το ψάθινο Χο Τσι Μινχ του, κι απλώς έδειχνε στους πελάτες πού να παρκάρουν.
Μια νύχτα, κλιμάκιο από την πρωτεύουσα του νομού έστησε μπλόκο για αλκοτέστ λίγο μετά το κέντρο. Το όργανο της τάξης είχε βγει στη μέση του δρόμου και σταμάταγε όποιον περνούσε. Οι κυρίες με τα λαμέ δυσφορούσαν στα Μερκέντια, ενώ στα αγροτικά και στις Καρίνες, οι κύριοι με τις λυμένες γραβάτες σχημάτιζαν ουρά για να φυσήξουν στό λευκό πλαστικό σωληνάκι. Στήθηκε κι ο Ολλανδέζος από πίσω τους, ξυπόλητος με το κρανάκι υπό μάλης. Ήρθε η σειρά του, το όργανο ζήτησε άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια. Εκείνος έβγαλε από την τσέπη κάτι διαλυμένα πατσαβούρια, την άδεια της Φλορέτας, το δίπλωμα κι ένα υπόλειμμα ααφαλειόχαρτου ληγμένου από αιώνες. Ο αστυνομικός τον κοίταξε με αηδία, σίγουρος πως ο ξυπόλητος τύπος απέναντι του ήταν στουπί. Του έδωσε να φυσήξει, κι όταν φάνηκε η ένδειξη 2,80, γύρισε με λαχτάρα στο αφεντικό του και φώναξε :
- Κύριε Διοικητά, αυτός εδώ δεν έχει ασφάλεια, και είναι πιωμένος, 2,80 κύριε Διοικητά, να τον πάμε μέσα.
Ο Διοικητής μάζεψε την κοιλιά του και το πηλίκιο και ήρθε προς τον Ολλανδέζο. Αυτός κοιτούσε χαμογελαστός, έμοιαζε να μην καταλαβαίνει, Ο Διοικητής τον μέτρησε με το μάτι.
- Χα, μούγκρισε, ξέρεις τι θα πει 2,80; Αυτόφωρο και, δείχνοντας το άθλιο κράνος, πάει το μηχανάκι, κατάσχεση. Ο Ολλανδέζος εξακολουθούσε να χαμογελά.
- Τι γελάς ρε, παλαβός είσαι; είπε ο Διοικητής, πού είναι η μηχανή;
Ο Ολλανδέζος τον κοίταξε, και με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου απάντησε:
- Σπίτι.
Ο άλλος νόμισε ότι δεν άκουσε καλά. Επανέλαβε την ερώτηση, κι ο Ολλανδέζος με τη σειρά του επανέλαβε την απάντηση.
Οι κύριοι και οι κυρίες άρχισαν να γελάνε.
Τότε ο Διοικητής κοκκίνισε και φώναξε:
- Σπίτι, τι σπίτι ρε, μας δουλεύεις;
-Όχι, είπε ήσυχα ο Ολλανδέζος, σπίτι είναι, έχει κολλήσει, δεν παίρνει μπρος.
- Και με τι έχεις έρθει; Ξαναρώτησε ο Διοικητής.
- Με τα πόδια, είπε εκείνος. Τα νεύρα του Διοικητού έφταναν στα όρια της θραύσης.
- Και το κράνος; συνέχισε απελπισμένος.
- Για τη βροχή το έχω, άμα πιάσει καμιά μπόρα, τσακ, το φοράω, έκανε ο Ολλανδέζος κλείνοντας το μάτι την ώρα που έλεγε τσακ.
- Και γιατί ρε σταμάτησες εδώ πεζός, για να μας κάνεις πλάκα, νύχτα-νύχτα; ούρλιαξε ο Διοικητής.
- Όχι , είπε ήρεμα ο Ολλανδέζος. Είδα αστυνομία, έλεγχο, και σταμάτησα. Πάντα σταματάω εγώ στην αστυνομία. Ξέρεις, μια φορά στην Αθήνα, ένα παιδάκι δεν σταμάτησε κι ο αστυνομικός του έριξε με το όπλο μια σφαίρα στην πλάτη, πάει το παιδάκι. Γι' αυτό κι εγώ σταματάω στα μπλόκα, με τη μηχανή, με τα πόδια, με όλα. Αμ τι, να περάσω κι ύστερα να με μπιστολίσεις και να λες πως δεν σταμάτησα;
Ο Διοικητής κέρωσε, τα χάχανα κοπήκανε. Κανείς δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει.
- Χάσου από εδώ, εξαφανίσου αμέσως, μπόρεσε μετά από λίγο να ψελλίσει.
Ο Ολλανδέζος μάζεψε τα χαρτιά του, είπε καληνύχτα, γύρισε την πλάτη και πήρε τον ανήφορο προς το σπίτι του.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following User Says Thank You to pilot For This Useful Post:
-
Rubirosa
Δεν μπορείς να έχεις τα κορίτσια, τα λεφτά και τη δόξα την ίδια στιγμή, έλεγε ο μέγας Τσαρλς Μπουκόφσκι. Εκτός βέβαια αν λέγεσαι Πορφίριο Ρουμπιρόζα. Ήταν το 1932, όταν ο 23χρονος Δομινικανός γοήτευσε τη Φλορ Ντ' Όρο, κόρη του δικτάτορα της χώρας, Τρουχίγιο, του αυτοαπο καλούμενου Καίσαρα της Καραϊβικής Για προίκα ζήτησε και πήρε τη θέση του πρεσβευτή στη Γαλλία. Σύντομα ο νέος με το εξωτικό όνομα έγινε το επίκεντρο της νυχτερινής ζωής στο Παρίσι του μεσοπολέμου. Περιστοιχιζόταν διαρκώς από τις πιο όμορφες γυναίκες της χώρας. Το διαζύγιο δεν άργησε να βγει. Όμως η αγάπη της Φλορ Ντ' Ορο δεν έπαυσε. Έπεισε μάλιστα τον πατέρα της ν' αφήσει τον Ρουμπιρόζα στη θέση του και να συνεχίσει να καλύπτει τις υψηλές απαιτήσεις της διπλωματικής του αντιπροσωπείας. Ήταν κι αυτό ένα από τα ισχυρά δείγματα της γοητείας του Ρουμπιρόζα. Καμιά από τις πρωην αγαπημένες του δεν του κράτησε κακία όταν εκείνος την εγκατέλειπε για μια άλλη. Ο επόμενος γόμος του ήταν με την Ντανιέλ Νταριέ. Οι εφημερίδες έγραφαν επί μήνες για τον κεραυνοβόλο έρωτα της πρώτης σταρ της Γαλλίας. Για να περιγράφουν τότε τον Ρουμπιρόζα, Ρούμπι για τους φίλους, οι δημοσιογράφοι έπλασαν τη λέξη "playboy" . Οι playboys ήταν ωραίοι και ευφυείς, με αποπλανητική γοητεία, τυλιγμένοι σε μια αχλύ μυστηρίου. Ζούσαν για τους τρεις στόχους που ο γέρο-Τσαρλς δεν μπόρεσε ποτέ να γευτεί ταυτόχρονα. Ο Ρούμπι συνιστούσε το αρχέτυπο του είδους. Η κατεχόμενη Ευρώπη δεν ήταν γι' αυτόν. Μετά το δεύτερο διαζύγιο βρέθηκε στην Αμερική. Ο μύθος του μέγιστου εραστή των Παρισίων έστειλε τη νεαρή Ντόρις Ντιουκ στα δίχτυα του. Ήταν η μοναδική κληρονόμος της καπνοβιομηχανίας Camel και της βιομηχανίας Ντιουκ, που θησαύρισε παράγοντας κονσέρβες για τους στρατούς που πολεμούσαν στην άλλη ακτή του Ατλαντικού. Ο τρίτος γάμος ήρθε πολύ γρήγορα. Με το τέλος του πολέμου, ο Ρουμπιρόζα γύρισε στο Παρίσι. Η Ντιουκ του αγόρασε μια έπαυλη στο Σεν Ζερμέν, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι ο καλός της είχε βάλει πλώρη γι' αλλού. Χώρισαν αγαπημένοι, του άφησε τη βίλα κι όρισε μια ετήσια αποζημίωση 25.000 δολαρίων για τα έξοδα του. Για μικρό διάστημα, ο Ρούμπι έγινε πρεσβευτής στο Μπουένος Άιρες. θέση που κράτησε μέχρις ότου έγιναν γνωστές οι συχνές επισκέψεις του στο σπίτι του Χουάν Περόν, όταν ο δικτάτορας έλειπε. Η Εβίτα έκλαψε πικρά όταν έμαθε πως ο Δομινικανός διπλωμάτης επέστρεψε στην Ευρώπη. Εκεί, περνούσε τις ημέρες του παίζοντας πόλο κι οδηγώντας σε αγώνες -είχε πολλές συμμετοχές σε 24ωρα Λε Μαν με Ferrari-, ενώ τις νύχτες γνώριζε τις ωραιότερες κοντέσες και βαρονέσες των Παρισίων, που έκαναν ουρά για ένα ραντεβού μαζί του. ΑπΆ αυτές πήρε το χαρακτηρισμό "toujours pret", πάντα έτοιμος, το πιο κολακευτικό γυναικείο σχόλιο. Και ήταν όντως έτσι, αφού ο Ρούμπι έπασχε από πριαπισμό. Τι πιο ταιριαστό;
Μετά την Ντιουκ παντρεύτηκε την Μπάρμπαρα Χάτον -εγγονή του ιδρυτή της αλυσίδας καταστημάτων Woolworth-, την πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου, για χάρη της οποίας γκρεμίστηκαν οι πύλες της Κάσμπα στην Ταγγέρη αφού αλλιώς δεν χωρούσε να περάσει η πράσινη Rolls της. Ο Ρούμπι διέκοψε το μήνα του μέλιτος για να τρέξει στο Σίμπρινγκ με τη Lancia D23 που του είχε εν τω μεταξύ αγοράσει η Χάτον. Λίγες ημέρες αργότερα πέταξε με το -επίσης δωρισμένο- αεροπλάνο του στο Φοίνιξ, για μια νύχτα με την παλιά του ερωμένη Ζαζά Γκαμπόρ. Εκείνη τον ρώτησε αν σκόαευε ποτέ ν' αρχίσει να δουλεύει ή επιτέλους να της πει γιατί δεν δουλεύει. Η αφοπλιστική απάντηση του Ρούμπι ήταν: «Δεν προλαβαίνω·» Ο γάμος με τη Χάτον κράτησε συνολικά 43 ήμερες Στο διάστημα αυτό. εκείνη ξόδεψε για χάρη του 3.5 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά και δώρα. Όμως. ο «ιθαγενής» από την Καραϊβική, που είχε κάνει τους συζυγούς της υψηλής κοινωνίας να διστάζουν να περάσουν κάτω από πόρτες, έπρεπε νομοτελειακά να τιμωρηθεί. Ύστερα από ένα σύντομο ειδύλλιο με την Άβα Γκάρντνερ, ερωτεύεται, το 1956, την άγνωστη 19χρονη Οντίλ Ροντέν. Παντρεύονται, και σύντομα η στάρλετ -θαμπωμένη που κατάφερε να σαγηνέψει τον μεγαλύτερο καρδιοκατακτητή της ιστορίας- αποκτά ύφος κι αναίδεια. Το 1960 ο Τρουχίγιο δολοφονείται, ο Ρούμπι χάνει τη θέση του και τα εισοδήματα του. Στα 51 του βλέπει τον κόσμο να έρχεται ανάποδα, η αγαπημένη του τον απατά, ο ίδιος μοιάζει για πρώτη φορά ανίκανος ν' αντιδράσει.
Σε ένα καλοκαιρινό πάρτι, 5 Ιουλίου του 1965 στο Παρίσι, η Οντίλ φλερτάρει προκλητικά, μπροστά στα μάτια του, με τον καζανόβα Τζιάνι Καρατσιόλο. Λίγες ημέρες πριν. στο καμπαρέ Ελεφάν Μπλαν, ο Ρούμπι την έχει πιάσει στις τουαλέτες με ένα σερβιτόρο. Άντεχε πολλά, όχι όμως τη γελοιοποίηση. Μεθυσμένος, παίρνει την ασημένια Ferrari 250 GΤ για να γυρίσει στο σπίτι, μόνος. Στην Avenue de la Reine Marguerite, η άσφαλτος ήταν νοτισμένη από την πρωινή υγρασία και τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. Προσπαθώντας ν αποφύγει έναν ποδηλάτη, ο Ρουμπιρόζα έριξε τη Ferrari του με 140 χιλιόμετρα την ώρα πάνω σε μια καστανιά. Τον περιμάζεψαν οι γυναίκες που έκαναν πεζοδρόμιο στο Δάσος της Βουλώνης. Η γιορτή είχε τελειώσει. Ο Ρούμπι. "el ultimo utf8 lover, el campeon de los amores". όπως λέει και μια σάλσα της Καραϊβικής γραμμένη για εκείνον, ξεψύχησε στα χέρια μιας άσημης πόρνης του Παρισιού.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following User Says Thank You to pilot For This Useful Post:
-
Η αρπαγή της Ελένης
Στα 19 του εκείνο το Μάη, ο Γιάννης είχε όλη του την άνεση νΆ αγοράσει καινούριο αυτοκίνητο. Δυο εκατομμύρια εκατον εβδομήντα οχτώ χιλιάδες δραχμές του μέτρησε ο πατέρας του για να τον πείσει να πάρει ένα άσπρο AX GT. Για μεταχειρισμένο, ούτε λόγος: δεν του έδινε δεκάρα. Άδικος κόπος, το μόνο που ζητούσε ο Γιάννης ήταν μια Lancia Fulvia. Πούλησε τη μηχανή του, τσόνταρε και κάμποσα η μάνα του –στα κλεφτά- κι αγόραση μια κόκκινη Coupe Rallye με το σπάνιο 1600άρι μοτέρ. Ο τελευταίος της ιδιοκτήτης την είχε ανακατασκευάσει με φροντίδα και γνώση κι έτσι το αυτοκίνητο ήταν σαν καινούριο παρότι κόντευε ήδη τα 20 χρόνια του το καλοκαίριο του Ά91.
Τη λάτρεψε τη Fulvia o Γιάννης. Την πρόσεχε, τη ζέσταινε, τη σκέπαζε˙ πάνω απΆ όλα την οδηγούσε. Και τι δεν έκανε με αυτό το αυτοκίνητο: κόντρες στις νυχτερινές λεωφόρους, αναβάσεις σε όλα τα βουνά της Αττικής, ταξίδια, έρωτες.
Μήνες και μήνες, έκανε κάθε βράδυ τη διαδρομή απΆ τη Νέα Σμύρνη στο Λουτράκι και πίσω, για μια Νίνα που δούλευε στην καλύτερη ντίσκο της περιοχής. Και στρίγκλιζαν τα Ρ600 στα εσάκια της αλήθειας στην Κακιά Σκάλα. Κι όποτε γρατζουνιζόταν η Lancia, μια μικρή γρατζουνιά, ένα τόσο δα σημαδάκι που ήθελες μεγεθυντικό φακό για να το προσέξεις, την πήγαινε στον μπογιατζή και την ξανάβαφε. Ύστερα την έβγαζε φωτογραφίες: η Fulvia στο Ναύπλιο, η Fulvia στα χιόνια, η Fulvia να γλιστρά στους χωματόδρομους στα χωριά του Κάβο Ντόρο.
Αφού τάισε τους παλιατζήδες και συνεργειατζήδες της Αθήνας, έψαξε και βρήκε άκρες στην Ιταλία, αγόρασε ό,τι χρειαζόταν από εκεί. Κάθε επισκευή την έκανε μόνος του. Της άλλαγε το μπροστινό καπό με πλαστικό, για ελάφρωμα, το έβαψε μαύρο, όπως στις αγωνιστικές. Της έβαλε και μεγάλα DellΆ Orto, η Lancia πήγαινε σαν τον άνεμο. Δεν υπήρχε Gti να κάτσει κοντά της στα φανάρια της Κηφισίας και του Καρέα. Στα Λιμανάκια, που μόνο μοτοσυκλέτες σύχναζαν τότε, είχαν να λένε για τη Fulvia. ΝΆανεβαίνουν τα FZR με τα γόνατα στα τσιμέντα στο πέταλο πριν απ΄ την καντίνα κι αυτή να μην πλησιάζεται.
Πέρασαν η Νίνα κι άλλες πολλές από το δερμάτινο σαλόνι της Lancia. «Το μόνο αυτοκίνητο που τα δυο μπροστινά καθίσματα ακουμπάνε μεταξύ τους», έλεγε, γελώντας ο Γιάννης. Δεν είχε σκοπό να τη δώσει, αλλά γύρισαν τα πράγματα, πήγε στην Αμερική για σπουδές, γκαράζ δεν είχε να τη βάλει, ήθελε και κάποια χρήματα για νΆ αγοράσει εκεί αυτοκίνητο, την έδωσε. Ο αγοραστής –ας τον πούμε κύριο Χ- έμπορος εκ Θεσσαλίας, ήταν τύπος που πιάστηκε με πολλά λεφτά, καβάλησε το καλάμι αλλά παρέμεινε σπαγκοραμμένος. Είχε ένα σπίτι στον Πειραιά, κατέβαινε Σαββατοκύριακα στην πρωτεύουσα –με το τραίνο για να μην πληρώνει τις βενζίνες- αλλά ήθελε ένα αυτοκίνητο για να κάνει το κομμάτι του. Δεν έδινε λεφτά για καινούριο, η Fulvia τον βόλευε για να το παίζει χαΐστας στους όμοιούς του.
Ένας κοινός γνωστός έκανε το συμπεθεριό. Τον έπρηξε όσο να την πάρει τον Γιάννη. Παζάρια στην τιμή, και «τόσα λεφτά για παλιό αμάξι είναι πολλά». Μέχρι που τον έβαλε να της αλλάξει λάστιχα και να του τη φέρει ο ίδιος στον Πειραιά, γιατί αυτός ήταν δήθεν πολυάσχολος και δεν προλάβαινε να έρθει στην Αθήνα για να την πάρει. Ο Γιάννης τα έκανε όλα με κρύα καρδιά, μόνο σε μια έξαρση θυμού την παραμονή το βράδυ πριν του την πάει, έκατσε και της έβγαλε τα καρμπυρατέρ, έβαλε στη θέση τους κάτι μικρότερα και τα άλλα τα έπλυνε, τα καθάρισε και τα έβαλε στην αποθήκη μαζί με το πλαστικό καπό.
Χρόνια αργότερα, αφού γύρισε απΆ τη Βοστόνη, πήγε στρατό κι άλλαξε μισή ντουζίνα αυτοκίνητα, έμαθε ότι ο κύριος Χ πουλούσε τη Lancia. Τηλεφωνήθηκαν, πήγε πάλι στον Πειραιά και την είδε. Ξαναβαμμένη πρόχειρα, με θαμπωμένο πωλητήριο στο πίσω τζάμι, λάστιχα φόραγε κάτι στενά, κορεάτικα του πεταμού, είχε κι ένα τράκο εμπρός δεξιά. Στο πορτ μπαγκάζ, φαρδιά πλατιά, ήταν στερεωμένη μια μπουκάλα υγραερίου.
-Ρουφάνε πολύ τα άτιμα, έκανε ο Σάιλοκ ενώ ο Γιάννης δάγκωνε τα χείλια του.
Την πήγε βόλτα, το τιμόνι δεν άκουγε, το μοτέρ έμοιαζε να έχει χάσει τη μισή του ψυχή.
-Και πόσο την πουλάς; ρώτησε.
-Κοίτα να δεις, έχω βάλει καινούριο ραδιόφωνο, τα υγραέρια... να πούμε όσο μου την έδωσες;
Ο τύπος ήταν πέρα ως πέρα ελεεινός. Ο Γιάννης έφυγε χωρίς να καταδεχτεί νΆ απαντήσει.
Κυριακή μεσημέρι περπατούσε με κοστούμι και γραβάτα, καλεσμένος σε βαφτίσια. Οι «κοινωνικές υποχρεώσεις του έγγαμου βίου». Η γυναίκα του έλειπε, όφειλε να πάει εκείνος. Λίγο πριν την εκκλησία, σε μια γωνιά δίπλα σΆ ένα γιαπί, αναγνώρισε τη μισοδιαλυμμένη Lancia. Βρισκόταν έξω απΆ το ίδιο σπίτι που την είχε συναντήσει πριν από μερικά χρόνια. Μόνο που ήταν πιο βρόμικη και σκουριασμένη. Κοντοστάθηκε. Ύστερα περπάτησε προς το μέρος της, έκοψε ένα σύρμα απΆ την οικοδομή, το έσπρωξε στην κλειδαριά και με δυο απότομα τραβήγματα πάνω κάτω, άνοιξε την πόρτα. Έψαξε τα καλώδια κάτω απΆ το τιμόνι. Πάντρεψε το καφέ με το πράσινο, έφερε το κόκκινο κοντά κι έδωσε γκάζι. Η μίζα γύρισε κουρασμένα, τα Weber υπάκουσαν, το μοτέρ αργοδούλεψε. Προχώρησε σιγά σιγά ως το στενό. Έστριψε στον κεντρικό, έβαλε 2η, έδωσε στροφές, το μοτέρ πήρε να καθαρίζει. Άναψε τσιγάρο και κατέβασε το παράθυρο. Ήξερε καλά τι έπρεπε να κάνει.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
Panmilios (31-08-13), Κωνσταντίνος (01-09-13)
-
Άτιμη μαστοράντζα
Ήταν μια φράση που επαναλάμβανε συχνά ο παππούς μου. Τις πιο πολλές φορές δεν αναφερόταν σε συνεργεία αυτοκινήτων, αλλά σε μαραγκούς, υδραυλικούς και λοιπούς τεχνίτες οι οποίοι του ανέβαζαν την πίεση. Η αιτιολόγηση της διαπίστωσης ήταν απλή. Αυτό που τελικώς σου παρέχει ο μάστορας είναι κατά κανόνα ακριβότερο, χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για να τελειώσει, και κάνει λιγότερο καλά τη δουλειά του απ' ό,τι εκείνος σε είχε προηγουμένως διαβεβαιώσει.
Πολλά επί πλέον στοιχεία μπορούν να προστεθούν σε αυτά τα τρία δεδομένα. Όπως ότι κατά τη διάρκεια της επισκευής παρουσιάζονται κι άλλες βλάβες, οι μισές από τις οποίες προκαλούνται λόγω απροσεξίας ή κακής χρήσης των εργαλείων του μάστορα. Και βέβαια έχει παρατηρηθεί ότι αυτές οι προϋπάρχουσες βλάβες τις οποίες δεν είχες πάρει είδηση προηγουμένως -άρα δεν σε ενοχλούσαν- είναι πιο σοβαρές από τη μικρή που αποφάσισες να επισκευάσεις. Πάντοτε δε εμπίπτουν στην αρμοδιότητα άλλου τεχνίτη ο οποίος πρέπει να εντοπιστεί, να ειδοποιηθεί, να εξετάσει, να κάνει προσφορά και δεν συμμαζεύεται.
Όλα τούτα είναι γνωστά σε κάθε άνθρωπο που έχει αυτοκίνητο και το πηγαίνει για σέρβις. Για όσους όμως έχουν χτίσει, παντρέψει ή ασχοληθεί με σοβαρές επισκευές και restoring, αποτελούν μελανές σελίδες της ζωής, τις οποίες οι ίδιοι παλεύουν να ξεχάσουν και οι οικείοι τους αποφεύγουν να θυμίζουν καθώς συνιστούν πρώτης τάξεως απειλή για την ήδη βεβαρημένη ψυχική υγεία των προσφιλών τους προσώπων.
Με τα συνεργεία αυτοκινήτων ο παππούς δεν είχε πολλά πάρε-δώσε. Φρόντιζε ν' αλλάζει τα αυτοκίνητα αρκετά νωρίς, πριν προλάβουν ν' αρχίσουν τις βλάβες. Παρ' όλα αυτά, και επειδή ορισμένες φορές οι βλάβες έρχονται χωρίς να έχει βάλει το χεράκι του ο μηχανικός, του τύχαιναν κι εκείνου καμιά φορά. Γνωρίστηκε λοιπόν με το σινάφι και, ορθολογιστής καθώς ήταν, απηύδησε εξαρχής. Ύστερα από μισό αιώνα οδήγησης, έναν μόνο μηχανικό είχε παραδεχθεί και θυμόταν πάντα με θαυμασμό.
Ήταν καλοκαίρι του '65 στην Ντομοντόσολα της βορείου Ιταλίας. Το μοτέρ του πράσινου Princess Skyway είχε κάψει φλάντζα. Για ανταλλακτικό ούτε λόγος. Ο τοπικός μάστορας κατασκεύασε -επί τόπου- μία χειροποίητη σε φλαντζόχαρτο, την τοποθέτησε και διαβεβαίωσε τον παππού ότι θα άντεχε μέχρι να γυρίσει το αυτοκίνητο στην Ελλάδα. Όταν, τριάντα χρόνια αργότερα, ο δήμος μάς το έκλεψε, η ίδια χειροποίητη φλάντζα ήταν στη θέση της, χωρίς ποτέ να δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα.
Αντιθέτως με τον παππού, σ' εμένα τα συνεργεία ασκούσαν πολύ ισχυρή έλξη. Πίστευα ότι οι άνθρωποι εκεί επιτελούν σοβαρό έργο, είναι κοινωνοί της ιδέας της αυτοκίνησης. Γι' αυτό και σε πιο νεαρές ηλικίες έμπαινα με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια στα συνεργεία, ιδίως σε όσα ασχολούνταν με βελτιώσεις και αγώνες.
Από τότε πέρασε καιρός. Ώρες και ώρες πεταμένες στα σκουπίδια, περιμένοντας τη διάγνωση, το ανταλλακτικό, την αναγκαία για την επισκευή επιφοίτηση. Τόσα χρήματα, ν' αλλάζουν χέρια, τιμόνι και κάθισμα μες στα λάδια, η μαυρίλα που ποτίζει τα ρούχα. Ώρες και ώρες παραμύθια, όλοι οι μάστοροι των Alfa έλεγαν πως ήταν οι καλύτεροι στο αγωνιστικό τμήμα της Μότορ Ελλάς. Όλοι οι μηχανικοί των BMW της χώρας είχαν βάλει χέρι στις 2002 των Ραγκούζα και Μοσχού και στην 323 του Λεωνίδα.
Χρειάστηκαν χρόνια για να καταλάβω το λάθος μου. Να αντιληφθώ ότι παραδοσιακές κατηγορίες ψευτών, όπως οι ψαράδες και οι κυνηγοί, δεν πιάνουν χαρτωσιά εμπρός στους μαστόρους. Να καταλάβω ότι ο μάστορας δεν είναι συναγωνι¬στής, ο οποίος αναγκαστικά πληρώνεται ενώ κατά βάθος δεν θα ήθελε, αλλά απλώς ένας άνθρωπος που κάνει τη δουλίτσα του. Δεν είναι διόλου κακό, πολλοί άνθρωποι κάνουν τις δουλίτσες τους, κάποιοι όμως τις κάνουν ταπεινά και ειλικρινά. Λίγες κατηγορίες επαγγελματιών έχουν το ύφος ξέρω-τα-πάντα-και-ακόμη-πιο-πολλά που έχουν οι μηχανικοί αυτοκινήτων.
Έτσι λοιπόν πίσω από το παραμύθι, την κλάψα, τη δουλοπρέπεια και τα άλλα
τερτίπια που μετέρχεται η «συμπαθής τάξη» για να γεμίζει ταμείο, αναγνωρίζω πια το βλέμμα του γύπα. Έτοιμου να κατασπαράξει ό,τι βρει μπροστά του, έτοιμου να μετρήσει την αξιοπρέπεια σε χιλιάρικα, ευρώ τώρα πια.
Τα πράγματα είναι χειρότερα σήμερα, τώρα που ο Τζόνι Servis έγινε κάθετη μονάδα και ο μαστροχαλαστής της γωνίας αυτοαποκαλείται Xatziavatis Motorsport. Και στενοχωριέμαι στ' αλήθεια όταν βλέπω παιδάκια στο συνεργείο του μάστρο- Μήτσου του Γρήγορου να έχουν βρει στο πρόσωπο του τον θεό τους, τον Έναν που θα κάνει το δικό τους αυτοκίνητο γρηγορότερο απ' όλα. Δεν έχουν καταλάβει ότι όλο αυτό το νταραβέρι γίνεται επειδή έτσι νομίζουν πως θα βγάλουν καλύτερες , γκόμενες. Δεν ξέρουν πόσο ευτυχισμένα θα είναι εάν πάρουν τη μισή μόνο από την ενέργεια που σπαταλούν στα ρημάδια και τη δώσουν στα κορίτσια ή στους φίλους τους. Δεν μπορούν να ξέρουν, γιατί η εμπειρία είναι μια χτένα που μας χαρίζει η ζωή όταν έχουμε πια χάσει όλα μας τα μαλλιά. Η όπως έλεγε και στα γεράματα ο παππούς, κοιτάζοντας τα κορίτσια να τιτιβίζουν στη στάση του λεωφορείου μπρος στο σπίτι μας, «τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι δεν έχουμε κουτάλια».
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
-
Ο Αμπντούλ και οι κρέπες
<< Παιδική κούκλα , σε πολύ καλή κατάσταση , πωλείται 2 λίρες>> .Ξεφύλλιζα με τις αγγελίες και για μαι ακόμα φορά δεν πίστευα στα μάτια μου . Καλά ,2 λίρες , 800 δραχμές , έβαλε αγγελία μια κούκλα για 800 δραχμές ; Τι μιζέρια απίστευτη σε αυτή τη χώρα ! Δεν μπορούσε να την κρατήσει ή να την χαρίσει σε ένα κοριτσάκι ; Την πουλάει δυό λίρες για να πάρει τί ; Τρείς σοκολάτες και μιά τσιχλοφουσκα ; Όταν δεν πουλίεται κανένα καλό αυτοκίνητο γυρίζω στις άλλες σελίδες << Πρώην καπνιστής πουλάει δύο αναπτήρες μεταλλικούς 5 λίρες και οι δύο μαζί .>> <<Πωλείται παντελόνι τζίν 5 λίρες με χαλασμένο φερμουάρ >> Πές μου τώρα εσύ , τι θα το κάνει το τζίν χωρίς φερμουάρ ; Αλλά τα πιό τρελά τα βρίσκεις στη σελίδα με τις ανταλλαγές . << Ανταλλάσω τηλεόραση 21'' με καναπέ που γίνεται κρεβάτι >>
Είχα απηυδήσει πια και εκεί που πήγαινα να πετάξω την εφημερίδα στα σκουπίδια εντόπισα το κελεπούρι : << Ανταλάσσω Alfa Romeo τύπου σπόρ με μηχανή για κρέπες >> Είμαστε σοβαροί τώρα μηχανή για κρέπες ; Τηλεφωνώ , το σηκώνει μια φωνή από το υπερπέραν , με κάτι περίεργα σπαστά αγγλικά , ψιλοπακιστανικά :
-Παίρνω για την αγγελία .
Όλο χαρά μου απαντάει <<έχεις κρεπετζίδικο >> ;
- Όχι απλά θέλω να αγοράσω το αμάξι .
<< Κρίμα >> , απαντάει στενοχωριμένος , << έλεγα ότι θα είχες μηχανή που ψήνει κρέπες , έχω μπακάλικο αλλά θέλω να ανοίξω καντίνα και χρειάζομαι μια μηχανή που να ψήνει κρέπες >>.
Μανία με τις κρέπες , τι ναι τούτος
-Πόσο τι δίνεις την Alfa και τι μοντέλο είναι
-Δεν ξέρω
-Έλα ;
-Δεν ξέρω , εγώ θέλω να πάρω μηχανή για κρέπες , ξέρεις πόσο κάνει μια μηχανή για κρέπες
-Τώρα για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω , ιδέα δεν έχω , αλλά πές μου το αυτοκίνητο είναι sprint , gtv , 33 τι πουλάς ;
-Δεν ξέρω έχει δύο πόρτες και είναι μοντέλο του 82 , αλλά η μηχανή που ψήνει κρέπες έχει πολλά λεφτά 1000 λίρες . Εγώ δεν θέλω τα λεφτά θέλω την μηχανή .
-Καλά άμα αγοράσω το αυτοκίνητο μπορείς με τα λεφτά να αγοράσεις ότι θέλεις . Φαίνεται ότι δεν είχε κάνει μόνος του αυτή την πολύπλοκη σκέψη γιατί άργησε λίγο να μου απαντήσει . Εν τέλει κατάλαβε και είπαμε να συναντηθούμε σε καμιά ώρα .
Για να έχει αυτός ο άνθρωπος τόση πρεμούρα να ανταλλάξει το αυτοκίνητό του με μηχανή για κρέπες και να μην προτιμά να το πουλήσει και να την πάρει μετά , δύο τινά μπορεί να συνεβαιναν : Ή ήταν σκαστός από το τρελάδικο , ή το αυτοκίνητο θα ήταν καμιά sprint μετασκευασμένη σε καντίνα με αυτοκόλλητα << Ντονέρ κεμπάπ >> στις πόρτες . Όμως η τιμή ήταν χαμηλή , οπότε άξιζε τον κόπο να το ελέγξουμε . Πήρα λοιπόν μαζί δύο φίλους για παρέα και πήγαμε να βρούμε την Alfa στις αποθήκες του Newport .
Ανάμεσα σε κάτι κοντέινερ , γερανούς και αποθήκες , εντοπίσαμε εν τέλει το μπακάλικο του Αμπντούλ , πατημένα τα 50 αλλά αίλουρος , ακολουθήστε με , λέει να σας δείξω το αυτοκίνητο . Μας πήγε σε κάτι στενοσόκακα άνοιξε μια άθλια γκαραζόπορτα , σήκωσε ένα σκονισμένο πανί και αποκάλυψε μια μια αστραφτερή δίλιτρη Alfetta GTV . Φρεσκοβαμένη , με βελούδινα μπάκετ , με διχτάκι στο προσκέφαλο , δεκαπεντάρες Campagnolo μούρλια .Μια πιο προσεκτική ματιά ότι κάτω από την μπογιά ο στόκος έδινε και έπαιρνε , μέχρι και στις κολόνες της οροφής είχε στόκο , αλλά ήταν τόσο όμορφη , έλαμπε , που να ήξερα πως στο τέλος δεν θα μπορούσα να αντισταθώ .
Συμφωνήσαμε να την κάνω μια βόλτα για να δούμε τι γίνεται . Στο μεταξυ ο τύπος μας είχε τρελάνει στο παραμύθι . Μέχρι ότι κάθε καλοκαίρι πήγαινε οδικώς με την οικογένια στο πακιστάν με την Τζιτίβα .
-Ναι και γω παλιά τα είχα με τη Μπεναζίρ Μπούτο .
-Τι ;
-Τίποτα για τον καιρό λέω θα ψιχαλίσει
Αφήσαμε τον Πάνο , τον ένα εκ των τριών της παρέας , ενέχυρο να κάνει παρέα στον Αμπντούλ και πήγαμε με τον Αντώνη μια σύντομη βόλτα εκεί γύρω .
Όλα εντάξυ με τις τελευταίες πισωκίνητες Alfa . Κράτημα γκάζι , μια χαρά ατελείωτες πάντες μόνο που όταν αλλάζεις ταχύτητα είναι σαν να ανακατεύεις τσιμέντο με την καρδιά ενός μαρουλιού . Δεν βαριέσαι , η συγκεκριμένη δεν ήταν και η χειρότερη που είχα οδηγήσει , αποφάσισα να την πάρω . Γυρίσαμε πίσω και αρχίσαμε τα παζάρια για την τιμή .
-Όχι δεν κατεβαίνω άλλο , ξέρεις η μηχανή για τις κρέπες ...
-Ρε μπελά που έβαλα στο κεφάλι μου με τις κρέπες σου , 700 μετρητά έχω τα θέλεις ;
-Α τι λες με προσβάλεις δεν είναι δυνατόν , τόσα λίγα το αυτοκίνητο είναι αστέρι και χρειάζομε λεφτά για να...
-Ξέρω ξέρω , μην το πεις για τις κρέπες , 750 τελευταία τιμή
-Όχι όχι θα μου δώσεις 950 παρακάτω με κλέβεις . Βγάζω μάτσο τσαλακωμένες λίρες από το πορτοφόλι , γυαλίζει το μάτι του 800 είναι τις θές ;
Ναι , ναι , ναι !
Πάλι καλά με γειά μας και καλορίζικο , είμαστε έτοιμοι να μπούμε στην Alfa και να φύγουμε , αλλά κάτι μουρμούραγε πάλι ο τύπος .
-Είπες τίποτα ;
-Από που είστε ;
-Έλληνες
Άστραψε το μουστάκι του Αμπντούλ , έδωσε ένα σάλτο πάνω από κάτι κούτες , πέταξε κάτω ένα σκαμνί , άνοιξε ένα μπαούλο , χώθηκε ο μισός μέσα και άρχισε να ανακατεύει μανιασμένα ψάχνοντας προφανός για κάτι .
Βαστάτε τούρκοι τ' άλογα , αγχωνόμαστε εμείς , έχει γούστο να μας λιανίσει τώρα ο μουντζαχεντίν , θα βγάλει κανένα kalasnikov , πιάστε τοίχο μάγκες , κάντε κύκλο . Και κει που έχουμε ακροβολιστεί σε θέσεις μάχης , ξαφνικά ο Αμπντούλ , Αμπντάλα πως τον λέγανε παίρνει ένα παραπονεμένο ύφος και αρχίζει :
-Α τότε αφού είστε Έλληνες θα ξέρεται σίγουρα κάποιον που να πουλάει μηχανή για κρέπες , βρείτε μου μία , να πάρτε δώρο από μένα , απλά βρείτε μου μια μηχανή για κρέπες και μέσα από ένα βουνό σκόνης και ερειπίων βγάζει ένα ξύλινο ΜΟΜΟ ένα ζευγάρι xοάνες Κ&Ν και δύο ολοκαίνουργια Michelin MVX 195/50/15 .
Πως το έλεγε εκείνος ο χοντρός Γαλάτης με τη ριγέ πυτζάμα , στο άλλον τον κοντό τον ξανθό με το σπαθάκι ; << Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι >> ; Οι Αμπντούλ να δείς !
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
-
Απόσπασμα απ' το "Μπαρούτι και Μέλι"
Δεν αγαπώ ιδιαίτερα τα ανοιχτά αυτοκίνητα.Κατά κανόνα δεν χωράω μέσα τους και εάν θέλω αέρα στο πρόσωπο οδηγώ μοτοσυκλέτα.Με τη βροντερή εξαίρεση της AC Cobra 427,δεν υπάρχει θεση για cabrio στο ονειρικό μου πάνθεον.Όμως,όπως συμβαίνει με κάθε τύπο αυτοκινήτου,υπάρχουν ορισμένες συνθήκες κάτω απο τις οποίες οι αρετές τους ξεδιπλώνονται,σαν τις υφασμάτινες οροφές των παλιών roadster.Η νυχτερινή βόλτα στην παραλιακή (μετά τα μεσάνυχτα-ποτέ Σάββατο) αποκτά άλλο νόημα όταν βλέπεις τΆαστέρια πάνω απΆ το κεφάλι σου σου και μυρίζεις την αύρα.Μετά τις ζέστες και τις πυρκαγιές του Ιουνίου, βρέθηκε στο γκαράζ μου ενα ανοιχτό διθέσιο.Όσο ο ήλιος ηταν ψηλά δεν το πλησίαζα,οταν έδινε την θέση του στο φεγγάρι –κι έτυχε ναΆναι ο καιρός της πανσελήνου- δεν έβγαινα απο τα δερμάτινα Momo. Ακολουθώ την ίδια διαδρομή: κατηφορίζω την Συγγρού, την ταχύτερη λεωφόρο της πόλης, τη μόνη που δεν φρακάρει ποτέ από κίνηση.Δεξιά και αριστερά, εκθέσεις με αυτοκίνητα και φωτεινές επιγραφές νυχτερινών μαγαζιών: μπουζούκια,κλαμπ ,στριπτιζάδικα, ό,τι ζητήσεις το βρίσκεις στις δύο όχθες του πολύχρωμου ποταμού που ενώνει την Ακρόπολη με το Φάληρο. Στο Δέλτα συναντάω την αψυχολόγητη μετατροπή που έφεραν τα ολυμπιακά έργα: για να πας στην Γλυφάδα μένεις δεξιά, για να πας στον Πειραιά βγαίνεις αριστερά. Ανοίγομαι λοιπόν για την κλασσική αριστερή του Ιπποδρόμου.Είναι τυφλή ,δύσκολη αν την κυνηγήσεις κι έχει το καταραμένο σαμαράκι στη μέση. Η κεκλιμένη δεξιά που ακολουθεί είναι πιο εύκολη παρότι τα χιλιόμετρα ανεβαίνουν. Η τριπλέτα Τροκαντερό-Φλοίσβος-Μπάτης με φέρνει δίπλα στην θάλασσα.Κόβω ταχύτητα.Τη βλέπω. Με ανοιχτή την οροφή, τη μυρίζω κιόλας. Σίγουρα δεν έχει το άρωμα του πελάγους στο Αγαθονήσι ή το Αντικέρι, αλλά η Ψυττάλεια κάνει δουλειά.Όλο και κάποιο φανάρι με πιάνει εδώ,αποκαλύπτωντας ακόμη μια ιδιοτυπία των cabrio : όποτε σταματάς πρέπει να χαμηλώνεις τη μουσική.Μου θύμισε μια παλιά βόλτα με Harley Electra Glide. Πάλι στην παραλιακή οδηγούσα, το κασετόφωνο της έπαιζε Motorhead, όταν καταλαβα οτι ακούγεται πολύ δυνατά.Τώρα το ραδιόφωνο έπαιζε U2. Εντάξει κοντά είμαστε. Ο παραλληλισμός μοτοσυκλέτας και ανοιχτού αυτοκινήτου είναι εύλογος όπως αποδεικνύεται στην επόμενη τριάδα της διαδρομής,Καλαμάκι,Άλιμο,Ε ληνικό.Εδώ δεν βλέπεις θάλασσα, σε ένα κλιματιζόμενο σαλόνι μπορεί να μην καταλάβεις καν οτι βρίσκεσαι κοντά της. Όπως διδάσκει το “Zen and The Art of Motorcycle MaintenanceΆΆ , αντίθετα με το αυτοκίνητο με τη μοτοσυκλέτα δεν είσαι θεατής,γίνεσαι μέρος του σκηνικού. Πάνω στη σέλα ,ή με ανοιχτή οροφή προσθέτω εγώ, αισθάνεσαι τη θάλασσα, νιώθεις την υγρασία της τα ζεστά βράδια και τη δροσιά της στα ψυχρότερα. Το κομμάτι απΆ την Γλυφάδα έως τη Βούλα είναι από τα πιο επικίνδυνα. Κάθε καλοκαιρι μεθυσμένοι οδηγοί παρασύρουν μεθυσμένους πεζούς που, στις 5 το πρωί κάποιας Κυριακής, επιχειρούν να διασχίσουν την παραλιακή. Πάντα πιάνω την μεσαία για να έχω την δυνατότητα ελιγμού. Όμως η δεξιά πριν απο την διασταύρωση με την Βουλιαγμένης είναι στροφάρα. Άν έχεις άλογα και κίνηση πίσω μπορείς να την πάρεις διπλωμένος. Άλλιως σταματάς στο περίπτερο. Με ανοιχτή την οροφή κάνεις πιο εύκολο το έργο του ευρηματικού περιπτερά. Δεν χρειάζεται να σημαδέψει το παράθυρο με την περίφημη κουτάλα. Ακολουθεί η ατελείωτη ευθεία στο Καβούρι. Εκεί που ανηφορίζει, αναπολώ το TVR ενός φίλου : ο flat-crank V8 να βρυχάται και οι λαστιχιές να γράφουν στην άσφαλτο Cerbera. Ρολάρω κρατημένος στις στροφούλες πριν από την Ακουα Μαρινα μέχρι την λίμνη. Η θάλασσα βρίσκεται στο πλευρό μου, έρχονται τα λιμανάκια.Μυθικά,απολαυστι κά, όμως λίγες φορές τα έχω στρίψει. Δεν μου κάνει καρδιά να προβοκάρω τη φυγόκεντρο χωρίς μπαριέρα να με χωρίζει από τους μαθητευόμενους drifters. Η πλατεία της Βάρκιζας με τους ταρίφες, η ευθεία της κόντρας και το πάρκινγκ γνώρισαν μέρες δόξας πριν απο μερικά χρόνια. Υπήρχε κόσμος, εκκινήσεις, πάντες, κυνηγητά με την αλησμόνητη ομάδα Σίγμα. Η δεξιά τέρμα της ευθείας είναι από τις ωραιότερες της διαδρομης. Μόνο που, τις μέρες που περνούσα έκαναν έργα και μου την χαλάσανε. Συνεχίζω έως την Τρύπα του Καραμανλή. Γρήγορες και παρατεταμένες στροφές που ταλαιπωρούν το μειωμένης ακαμψίας πλαίσιο. Λίγο πιο κάτω μετά τη μικρή παραλία στα δεξιά είναι τα φανάρια. Εδώ τερματίζει η περιπλάνηση. Γυρίζω ακολουθώντας την ίδια διαδρομή. Αλλά ο γυρισμός δεν είναι ποτέ όσο ωραίος όσο ο πηγαιμός. Ξεγελιέμαι, λέγοντας οτι φταίει που απομακρύνεται η θάλασσα. Μα ξέρω οτι δεν ειναι αυτό : το εμπρός είναι απεριόριστο γιΆαυτο είναι γοητευτικό. Το πίσω ειναι πεπερασμένο, γιΆαυτο και σε κάθε ταξίδι η επιστροφή είναι μελαγχολική. Κι όσο περνά ο καιρός και συνειδητοποίω οτι όλο πίσω γυρίζω τόσο περισσότερο μελαγχολώ.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
-
Χαμένος Παράδεισος
Διαβάζοντας ένα αγγλικό περιοδικό, πριν από δέκα-δώδεκα χρόνια, το βλέμμα μου έπεσε σε μια μαυρόασπρη διαφήμιση, που μου έκανε τόση εντύπωση, ώστε να τη θυμάμαι ακόμη. Έδειχνε μια Alfa 75 τρίλιτρη V6, να ανηφορίζει στις φουρκέτες του Stelvio, του υπέροχου ορεινού περάσματος των Άλπεων, μιας από τις απαιτητικότερες διαδρομές της Ευρώπης. Η λεζάντα έλεγε "Η Alfa Romeo τα κατάφερε, Μιλάνο-Λονδίνο σε πέντε ημέρες". Βεβαίως, η κάλυψη χιλίων μιλίων σε πέντε ημέρες δεν αποτελεί επίτευγμα, ιδίως όταν αναφέρεται σε ένα αυτοκίνητο 190 ίππων. Όμως εκεί ακριβώς κρύβεται η γοητεία της περιπλάνησης, της αυτοκίνησης, της οδήγησης. Στην επιλογή όχι της συντομότερης, αλλά της απολαυστικότερης διαδρομής, εκείνης που θα προσφέρει τις πλουσιότερες εμπειρίες στον οδηγό της. Το δρόμο, δηλαδή, που θα διάλεγαν να ακολουθήσουν όλοι οι ποιητές, από τον Καβάφη έως τον Κέρουακ.
Γι αυτό και η -παραδοσιακά ρομαντική Alfa- δεν επέλεξε χίλια μίλια βαρετών αυτοκινητόδρομων΄, αλλά δύο χιλιάδες μίλια μαγευτικών διαδρομών μέσα από τα βουνά και τις κοιλάδες, για να διασχίσει την Ευρώπη. Οι παλιές Εθνικές είναι ένα με τη φύση, οι καινούριες είναι ξεκομμένες από αυτή. Στις παλιές συναντάς γραφικά χωριά, στις καινούριες απρόσωπα βενζινάδικα. Οι παλιές έχουν στροφές, οι καινούριες έχουν διόδια ( ). Οι παλιές έχουν εικόνες και αρώματα, οι καινούριες έχουν ραντάρ.
Στην Ελλάδα ο πιο κλασσικός δρόμος είναι ο μυθικός Αχλαδόκαμπος, η ανάβαση δηλαδή από το Άργος στην Τρίπολη μέσω Κωλοσούρτη. Είχα πολύ καιρό να δω από κοντά αυτές τις κορδέλες, τα εσάκια, τις δεκάδες φουρκέτες και τα αναρίθμητα προσκυνητάρια. Όταν όμως βρέθηκα στο τιμόνι μιας τρίλιτρης Alfa 75 με προορισμό την Καλαμάτα, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ δεύτερη φορά τη διαδρομή που θα ακολουθούσα. Θα πήγαινα από τον Αχλαδόκαμπο, τον πιο χαρακτηριστικό δρόμο μιας Ελλάδας που έφυγε ή φεύγει σιγά σιγά με τα χρόνια. Μιας Ελλάδας που αποτελούσε παράδεισο φυσικής ομορφιάς, μιας χώρας όπου οι άνθρωποι απολάμβαναν κάθε στιγμή της ζωής τους, ακόμη και όταν οι ανέσεις και οι οικονομικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες. Μιας Ελλάδας που πεισματικά εξακολουθεί να παραμένει πρώτη σε κάπνισμα και αλκοόλ, αλλά και μακροβιότητας ανάμεσα στις ευρωπαίες συν-εταίρες της. Μιας κάποτε ποιητικής χώρας, που τώρα πια γεμίζει με απαγορεύσεις, ταχύρυθμες αναπτύξεις, υψηλή κερδοφορία και κυρίως, ολοένα σαφέστερα προσδιοριζόμενο και επιβαλλόμενο από το σύστημα, τρόπο ζωής για τους κατοίκους της.
Γι αυτό είναι διδακτική, αναβαπτιστική η βόλτα στον Αχλαδόκαμπο, που, άδειος από αυτοκίνητα, ανεβοκατεβαίνει τα βουνά, προκαλώντας σε να χορέψεις από στροφή σε στροφή, καθώς ο αντίλαλος του V6 φέρνει στο νου εικόνες από τη Μεγάλη Πάρνηθα, την ανάβαση Διονύσου, όλες εκείνες τις γιορτές που καταργήθηκαν η μια μετά την άλλη.
Είναι θλιβερό ότι τίποτα δεν εκτιμάς αληθινά εάν δεν το χάσεις. Ο παράδεισος που λέγεται Ελλάδα φεύγει σαν την άμμο μέσα από τα χέρια μας και, σύντομα, το νέο τοπίο ελάχιστα θα θυμίζει το παλιό. Μόνο όταν θα έχουμε πνιγεί από τα μαύρα κουτιά, τους κόφτες ταχύτητας και ευτυχίας και τις περιπολίες των ελικοπτέρων θα καταλάβουμε που ζούσαμε. Και αυτά δεν είναι πεσιμιστικές προφητείες. Στη Δυτική Ευρώπη τα αστυνομικά ελικόπτερα καραδοκούν, εντοπίζουν και συλλαμβάνουν όσους υπερβαίνουν τα όρια. Βεβαίως, εκεί όλοι βιάζονται και μετακινούνται στις αφόρητα πληκτικές εθνικές. Μονάχα τίποτα joyriders κουρσεύουν τις 911 από τις πλούσιες συνοικίες του Λονδίνου, τις πηγαίνουν στους δρόμους των δασών και εκεί ανεβάζουν στροφές που ποτέ δεν πλησίασε ο ναυλομεσίτης, ο κομμωτής και η κοκότα που τις φυλακίσε αγοραζοντάς τες.
Στην Ελλάδα, χρόνια και χρόνια τα 127 και τα Α112 σταματούσαν για σουβλάκι στους Μύλους και ύστερα ανέβαιναν τον Αχλαδόκαμπο φορτωμένα με όλη την οικογένεια, το κλουβί με τα καναρίνια, την τηλεόραση, και τη γιαγιά με τις δραμαμίνες. Σήμερα τα καναρίνια λερώνουν, τηλεόραση υπάρχει δεύτερη στο εξοχικό και τη γιαγιά την πετάξαμε στο γηροκομείο. Το παλιό σπίτι το γκρεμίσαμε, τιγκάραμε το καινούριο στην άσπρη πλαστική καρέκλα του γύφτου και εκεί που αγναντεύαμε από το χαγιάτι τώρα είναι η πιλοτή που παρκάρουμε το αυτοκίνητο για να μην κόψει το χρώμα.
Φτιάχτηκε και ο καινούριος δρόμος "χωρίς στροφές", πήραμε κινητό για να "μη μας βρεί τίποτα στις ερημιές", όμως παρ' όλα αυτά δεν πάμε πια στο χωριό. Λέγαμε ότι έφταιγε που το 1400 μας δεν είχε αιρκοντίσιον, έτσι βάλαμε 36 δόσεις και πήραμε 1800 που έχει και αιρκοντίσιον και πλευρικές μπάρες, αλλά πάλι δεν πηγαίνουμε. Επειδή δεν έχουμε χρόνο, επειδή τελικά δεν έχουμε τι να κάνουμε στο χωριό ή μήπως επειδή τρέμουμε στην ιδέα ότι πηγαίνοντας εκεί μπορεί κάποτε να αντιληφθούμε τι μας έχει συμβεί;
Όλες οι υπαρξιακές ανασφάλειες και αναρωτήσεις του τύπου γιατί μου αρέσουν τα αυτοκίνητα, γιατί ρισκάρω, γιατί απομακρύνομαι-χάνω-χωρίζω, όλες εδώ έχουν την απάντηση τους. Στην ανάβαση του Αχλαδόκαμπου, στην ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα που δροσίζει και φέρνει τη μυρωδιά από νοτισμένο χώμα και θυμάρι, στις στροφές που ζωγραφίζουν γκρίζα φίδια ανάμεσα στο πράσινο και στο γαλάζιο. Όλες οι απαντήσεις είναι εδώ, στο βουνό που σαν κολυμπήθρα καθαρίζει το μυαλό από τις μυριάδες των γιατί που σου φυτεύουν. Και όταν αντικρύζεις το ουράνιο τόξο, στην πλαγιά που ορθώνεται πάνω από τα ερείπια του βυζαντινού κάστρου στο Μούχλι, πετάς με δύναμη όλα σου τα γιατί στο γκρεμό, που χάσκει από κάτω. "Γι αυτό", είναι η βροντερή σου απάντηση. Ο Παράδεισος δεν χάθηκε ακόμη, τουλάχιστον όχι εντελώς. Και εάν είναι γραφτό του να χαθεί, επειδή οι άφρονες δάγκωσαν, κομμάτιασαν το μήλο, αξίζει να τον γλεντήσουμε μέχρι τέλους. Μέχρις ότου χαθούμε και εμείς μαζί του.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.
-
The Following User Says Thank You to pilot For This Useful Post:
Δικαιώματα - Επιλογές
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε νέα θέματα
- Δεν μπορείτε να απαντάτε σε θέματα
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε συνημμένα
- Δεν μπορείτε να επεξεργάζεστε τις δημοσιεύσεις σας
-
Κανονισμός του Φόρουμ
BACK TO TOP