Fiat 500 (1957-1975)
Παρουσιάστηκε τον Ιούλιο του 1957 σαν ένα φτηνό και πρακτικό μικρό αυτοκίνητο, με μήκος μόλις 3 μέτρων και μεταξόνιο 1,8 m. Το Nuova 500 (νέο 500) διέθετε ένα μικρό δικύλινδρο, τον πρώτο για την Fiat, αερόψυκτο κινητήρα 479 κ.εκατ. με 13 ίππους αρχικά που έφτασαν και μέχρι τους 21,5 στην έκδοση Sport! Όσο και αν σας φαίνεται περίεργο, υπήρχαν χώροι για 4 άτομα. Υπήρξε και έκδοση Station Wagon με τον κινητήρα “ξαπλωμένο” για να κερδηθεί χώρος. Το 1960 στην έκδοση «D» ο κινητήρας μεγάλωσε στα 499,5 κ.εκατ. με παράλληλη αύξηση της ιπποδύναμης στους 22 ίππους. Το 1972, στην τελική του μορφή σαν 500R, απέκτησε κινητήρα 594 κ.εκατ. (από το 126) με 23 ίππους. Ήταν μια τεράστια εμπορική επιτυχία με σχεδόν 4.000.000 «πεντακοσαράκια» να έχουν κινήσει τα όνειρα εκατομμυρίων ανθρώπων!
Η ιστορία (1957-1971)
“Μικρό και κακό” ήταν ο χαρακτηρισμός που συνόδευε το κλασικό Πεντακοσαράκι με σήμα τον Σκορπιό
Το 1957 εμφανίστηκε ένα από τα πλέον θρυλικά αυτοκίνητα, τόσο στην ιστορία της Fiat όσο και ολόκληρης της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας: το Nuova 500. Χάρη στον σούπερ συμπαγή 2κύλινδρο κινητήρα που σχεδίασε ο Dante Giacosa, απλοποιήθηκε δραματικά η κατασκευή και μειώθηκε το κόστος παραγωγής, με αποτέλεσμα το προσιτό Πεντακοσαράκι να μείνει στην ιστορία σαν ένα από τα αυτοκίνητα που συνέβαλαν στην καθιέρωση του αυτοκινήτου στο ευρύ κοινό, στην Ιταλία και όχι μόνο. Παράλληλα όμως αποτέλεσε και μια πρώτης τάξεως βάση για το ανήσυχο πνεύμα του Carlo Abarth.
Στην Έκθεση Αυτοκινήτου του Τορίνο, το 1957, ο Carlo Abarth παρουσίασε μια ισχυρότερη έκδοση του Fiat 500. Το “κακό” Πεντακοσαράκι διακρινόταν για τον μοναδικό συνδυασμό υψηλών επιδόσεων και ευκολίας στο χειρισμό, χάρη στις επεμβάσεις του Abarth. Το Fiat Abarth 500 δεν είχε αλλαγές στο αμάξωμα, αλλά όπως και στην περίπτωση του 750, διέθετε εξελιγμένες μηχανικές λύσεις που έδιναν σημαντική αύξηση στην ισχύ. Χωρίς καμία τροποποίηση στον κυβισμό του λιλιπούτειου μοτέρ, ο Αbarth εφοδίασε το 500 με ένα καρμπυρατέρ Weber, αύξησε την αναλογία συμπίεσης και τοποθέτησε ένα ειδικά σχεδιασμένο σύστημα εξάτμισης. Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της ισχύος κατά 7 ίππους, με τον κινητήρα των 479 κυβικών να αποδίδει πλέον 20 PS αντί των 13 της νορμάλ έκδοσης και την τελική ταχύτητα να φτάνει πια τα 100 km/h (από 85).
Το 500 Abarth στην πίστα
Η νέα δημιουργία του Abarth δοκιμάστηκε στην πίστα της Monza. Διακοσμημένο στο εμπρόσθιο μέρος με το μεγάλο σήμα του σκορπιού, το Fiat Abarth 500 εντυπωσίασε για επτά ημέρες: από τις 13 έως τις 20 Φεβρουαρίου 1958 σημείωσε έναν πραγματικό άθλο για την εποχή, ο οποίος αποκάλυψε την εξαιρετική του δύναμη και αντοχή. Με έμπειρους οδηγούς στο τιμόνι όπως οι Remo Cattini, Armandο Guiberti, Marino Guarnieri, Corrado Manfredini, Mario Poltronieri και Elio Zagato, το μικρό Fiat ολοκλήρωσε επιτυχώς έναν κοσμοϊστορικό μαραθώνιο, καλύπτοντας μια απόσταση 18.186,440 χιλιομέτρων σε επτά ημέρες και επτά νύχτες, με μέση ταχύτητα 108,252 km/h! Μετά από αυτή την ασυνήθιστη επίδειξη αποτελεσματικότητας, τα στελέχη της Fiat που είχαν πλημμυρίσει τη Monza, δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. Το αποτέλεσμα ήταν άψογο, όπως επιβεβαίωσαν και οι αμέτρητες νίκες που πέτυχε στη συνέχεια το 500 Abarth σε αγώνες ταχύτητας ανά τον κόσμο.
Τα 595 SS και 695 SS
Στα μέσα της δεκαετίας του Ά60 η ιταλική αγορά αυτοκινήτου γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Μέσα στο κλίμα γενικής ευφορίας, ο πάντα ανήσυχος Abarth συνέχισε να ασχολείται με το μικρό Fiat. Το 1963 παρουσίασε στην αγορά το 595 και το 595 SS, με κινητήρα 594 κυβικών και ισχύ 27 και 32 ίππων αντίστοιχα. Η τελική ταχύτητα ήταν 120 για το 595 και 130 km/h για το 595 SS. Το 1964 ακολούθησε ακόμα μία βελτιωμένη έκδοση του 595, ανοικτή αυτή τη φορά, για να ακολουθήσουν το 1965 το 695 και το 1966 το 695 SS με το μοτέρ να είναι πλέον 689 κυβικά και την ισχύ να έχει σκαρφαλώσει στους 38 ίππους! Η παραγωγή τους σταμάτησε το 1971, αλλά το πνεύμα του Abarth σιγόκαιγε μέχρι το 2008, οπότε και η Abarth αναγεννήθηκε από τη Fiat και στη γκάμα της υπάρχουν οι σύγχρονες εκδόσεις των Abarth 500 και Abarth 500C, βασισμένες στο νέο Fiat 500.
Γιάννης Λημναίος στις 07.01.2013