Δεν ξέρω αν έχει ξαναμπεί, αλλά νομίζω πως αξίζει άλλη μια φορά για τον μυθικό Tazio Nuvolari...το κείμενο είναι γραμμένο απο τον Dr. Πολίτη.
''Vivere pericolosamente
Οι αγώνες είναι συνυφασμένοι με τον κίνδυνο. Οι καλύτεροι πιλότοι συχνά κινούνται κοντά στο απόλυτο όριο της ταχύτητας και του κινδύνου. Μια φούχτα από αυτούς ξεχώρισαν ως κορυφαίοι επειδή πολλές φορές άγγιξαν αυτό το όριο. Για έναν όμως δεν υπήρχε όριο. Όταν έφτανε μπροστά σε αυτό που οι άλλοι νόμιζαν ότι είναι το όριο, το έσπρωχνε κι αυτό υποχωρούσε. Γιατί, τίποτα δεν μπορούσε να μείνει μπροστά από τον Τάτσιο Νουβολάρι.
Όταν αγωνιζόταν ο Νουβολάρι , ''quando corre Nuvolari'' , όπως λένε οι Ιταλοί για να προσδιορίσουν την εποχή του, στη γειτονική χώρα υπήρχε η φήμη ότι ο μικρόσωμος πιλότος από τη Μάντοβα είχε κάνει συμφωνία με το Διάβολο. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αλλιώς ,πώς, τότε που ο θάνατος στους αγώνες ήταν στην ημερήσια διάταξη, ο Νουβολάρι έστριβε όπως έστριβε και παρέμενε ζωντανός. Σαν τον Φάουστ , θα έπρεπε να είχε πουληθεί στον Διάβολο για να το καταφέρνει. Δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι κάποιος είχε τόσο πολύ ταλέντο, τόσες απίστευτες οδηγικές ικανότητες. Όμως το θείο δώρο του απόλυτου ελέγχου διαχείρισης της ταχύτητας που απλόχερα προσφέρθηκε στον Νουβολάρι, αντσταθμίστηκε με αφόρητη δυστυχία στην προσωπική του ζωή. Στα νεανικά του χρόνια οι γιατροί διέγνωσαν ίχνη φυματίωσης . Αργότερα απέκτησε δύο παιδιά, δύο γιους που τους είδε να πεθαίνουν έφηβοι, κι αυτοί χτυπημένοι από αρρώστιες.
Στα χρόνια της μεγάλης δόξας, η εξάρτησή του από την ταχύτητα δεν γινόταν αντιληπτή. Στον κόσμο περνούσε μόνο ως υπέρμετρο πάθος και θέληση. Μόνο στη δύση της ζωής του, όταν εξακολούθησε να τρέχει -βήχοντας ,φτύνοντας αίμα και πέφτοντας λιπόθυμος στους τερματισμούς- γιατί αυτό ήταν το μόνο που γνώριζε να κάνει, καταλάβαινε κανείς την τραγική του μοίρα. Την απόλυτη, παθολογική του εξάρτηση από την ταχύτητα. Ο Νουβολάρι αγωνιζόταν με τον τρόπο που αγωνιζόταν γιατί ήταν καταδικασμένος να αγωνίζεται έτσι.
Έφτιαξε το όνομά του με τις πρωτόγονες μοτοσυκλέτες του '20 σε κάθε είδους αγώνες αλλά κυρίως στους επιπονους μαραθωνίους που διέσχιζαν την Ιταλία απ' άκρη σ' άκρη. Έγινε μέσως γνωστός από την ταχύτητα και την επιμονή του να μην παραιτείται ακόμη και όταν όλα γυρνούσαν εναντίον του. Το 1924 στέφθηκε Πρωταθλητής Ιταλίας και κέρδισε την θέση του εργοστασιακού οδηγού της Bianchi . Στη Ραβένα συγκρούστηκε με έναν αντίπαλο και χτύπησε το αριστερό του χέρι στον τοίχο. Συνέχισε , κατεβάζοντας συνεχώς το χρόνο του, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε ημιλιπόθυμος στα πιτ με το χέρι του πνιγμένο στο αίμα. Από τη σύγκρουση είχε κοπεί ένα δάχτυλο, μόνο το γάντι το κρατούσε στη θέση του.
Στο Λάριο, για να στρίψει σε ένα αργό αριστερό-δεξί εσάκι χτύπαγε με τον ώμο του το βράχο στο εσωτερικό της αριστερής , το τράνταγμα τον διευκόλυνε στην τοποθέτηση της μοτοκλέτας για την ερχόμενη δεξιά. Στο σιρκουί του Τορίνο η Bianchi λάδωε το μπουζί της στον τρίτο γύρο. Κατέβηκε , το άλλαξε και συνέχισε. Έσκασε λάστιχο. Σταμάτησε και το άλλαξε. Στον δωδέκατο γύρο βγήκε η αλυσίδα, την ξαναέβαλε και συνέχισε. Στον δέκατο τρίτο έσπασε το πιρούνι. Σταμάτησε, το έδεσε πρόχειρα με την ζώνη του, συνέχισε και τερμάτισε τρίτος.
Τάτσιο, Βιτόριο, Έντzo ,Αlfa
Τα αυτοκίνητα όμως ήταν η μεγάλη του αγάπη. Η ευκαιρία για εργοστασιακή συμμετοχή ήρθε στις 26 Αυγούστου του 1925. Λίγο πριν από τον αγώνα της Μόντσα , η Alfa Romeo έψαχνε τον αντικαταστάτη του Αντόνιο Ασκάρι, που είχε χάσει τη ζωή του νωρίτερα, στο γαλλικό GP.
Ο αρχιμηχανικός Βιτόριο Τζάνο έφερε στη Μόντσα τις P2 και ο 33χρονος Τάτσιο ξεκίνησε για τους γύρους που μπορούσαν να του αλλάξουν τη ζωή. Στον δεύτερο γύρο πλησίασε το ρεκόρ της πίστας, στον τρίτο κατέβασε κι άλλο, στον τέταρτο το ίδιο. Στον πέμπτο το κιβώτιο δεν άκουσε σ'ένα κατέβασμα κι ο Νουβολάρι βρέθηκε να στρίβει με νεκρά. Η P2 έγειρε, γύρισε ανάποδα, κι ο οδηγός πετάχτηκε προς το απέναντι συρματόπλεγμα, αυτό λειτούργησε σαν σφεντόνα και τον πέταξε στην άλλη μεριά της πίστας. Όταν τον βρήκαν ήταν αναίσθητος και αιμορραγούσε. Πίστευαν ότι πέθανε. Τους διέψευσε. Τυλιγμένος στους γύψους, με τραύματα σε όλο του το σώμα , στο κρεβάτι του νοσοκομείο, δήλωσε συμμετοχή για το GP μοτοσυκλετών στις 13 Σεπτεμβρίου, πάλι στη Μόντσα.
Έτσι και έγινε. Την παραμονή του έσπασαν τους γύψους και τον έντυσαν με σκληρούς δερμάτινους νάρθηκες, από το υλικό που φτιάχνονται οι σέλες των αλόγων. Τον έστησαν πάνω στην Bianchi , τον έσπρωξαν για να βάλουν μπρος και έτσι ξεκίνησε για τον αγώνα των δυόμιση ωρών. Κέρδισε και όταν στα πιτ λίγο έλειψε να πέσει, οι μηχανικοί πανηγύριζαν και είχαν ξεχάσει ότι δεν μπορούσε να κατεβάσει τα πόδια του κι ότι έπρεπε να τον στηρίξουν. Ολόκληρη η Ιταλία παραληρούσε για το κατόθρωμά του. Είχε ήδη αρχίσει το ταξίδι στη σφαίρα του θρύλου. Όμως η πόρτα της Alfa έκλεισε και πέρασαν πέντε χρόνια γα να τον ξανακαλέσουν.
Του έδωσαν τότε μία 1750 για το Mille Miglia , τον αγώνα των 1600 χιλιομέτρων , που ξεκινούσε μεσημέρι Σαββάτου από την Μπρέσια, κατέβαινε προς τη Ρώμη και ύστερα ανέβαινε τερματίζοντας πριν από το χάραμα της Κυριακής , πάλι στην Μπρέσια. Νίκησε με μια κίνηση που πέρασε στην Ιστορία. Λίγο πριν από τον τερματισμό έφτασε πίσω από την προπορευόμενη Alfa του Ακίλε Βάρτζι. Για τον Νουβολάρι , ο Βάρτζι ήταν ο αιώνιος αντίπαλος, ό,τι ήταν ο Προστ για τον Σένα. Έσβησε λοιπόν τα φώτα για να μην τον αντιληφθεί και οδηγώντας στα τυφλά, τον έφτασε και τον προσπέρασε. Μετά το Mille Miglia , σε όποια ομάδα υπέγραφε συμβόλαιο ο Βάρτζι , έθετε όρο να μην έρθει σ' αυτή ο άσπονδος φίλος του.
Η νίκη αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έφτασε σ'αυτήν απογείωσαν τη φήμη του Μαντοβάνου πιλότου. Έγινε πλέον η σημαία της Alfa Romeo. Την ίδια εποχή ένας πρώην οδηγός της Alfa έστηνε μια ομάδα που αναλάμβανε την προετοιμασία και συμμετοχή των Alfa Romeo στους αγώνες. Το μικρό του όνομα ήταν Έντζο , στην ομάδα έδωσε το επώνυμό του. Τη βάφτισε Scuderia Ferrari. Έτσι οι αγωνιστικές Alfa, βαμμένες πάντα στο κόκκινο-βιολετί τους χρώμα, απέκτησαν για σήμα τους μια κίτρινη ασπίδα με ένα μαύρο αλογάκι και τα αρχικά SF.
Στην προ-Νουβολάρι περίοδο, οι πιλότοι για να στρίψουν ανοίγονταν πριν τη στροφή, στη συνέχεια κλείνονταν πατώντας προοδευτικά το γκάζι ώς την κορυφή και μετά-οι απολύτως καλύτεροι από αυτούς, σαν τον Ασκάρι και τον Μπορντίνο- έδιναν όλο το γκάζι κι ελέγχοντας την υπερστροφή έβγαιναν ντριφτάροντας. Ο Έντζο Φεράρι ήταν από τους πρώτους που μπόρεσαν να αποκωδικοποιήσουν τη μέθοδο Νουβολάρι, μάλιστα στα απομνημονεύματά του ο Γέρος εξηγεί πόσο τρόμαζε στην αρχή ως συνοδηγός του και πώς στη συνέχεια κατάλαβε τον τρόπο με τον οποίο αυτός οδηγούσε. Έστριβε προς τα μέσα πολύ νωρίτερα κι έδινε από την αρχή όλο το γκάζι. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου έξυνε το εσωτερικό της στροφής ενώ το πίσω γλιστρούσε έντονα προς τα έξω. Χωρίς να αφήσει το γκάζι και κάνοντας ανάποδο, ο Νουβολάρι κρατούσε το αυτοκίνητο στο δρόμο και όταν πια έφτανε στο apex, ήταν τοποθετημένος σε πλήρη ευθεία με την έξοδο. Μπορούσε έτσι να επιταχύνει αμέσως. Ήταν ο πρώτος που εκμεταλλεύτηκε την υπερστροφή για να πλασάρει το αυτοκίνητο τοποθετώντας το στην ιδανική τροχιά. Άλλαξε για πάντα την εικόνα των αγώνων. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολύ πιο εξελιγμένα , εύκολα και προβλέψιμα αυτοκίνητα, για να μπορέσουν άλλοι να τον μιμηθούν.
Εκτός όμως από την τεχνική και την εξυπνάδα, το πάθος ήταν το τρίτο στοιχείο που έκανε τον Νουβολάρι μοναδικό. Το 1933, στο διάρκειας 100 γύρων GP του Μονακό, έκανε μια ακόμη επίδειξη ψυχικών αποθεμάτων.
Ο Νουβολάρι οδηγεί Alfa και ο Βάρτζι Bugatti. Επί 99 γύρους η πρώτη θέση αλλάζει συνεχώς χέρια. Η διαφορά τους ποτέ δεν ξεπερνά τα 4΄΄ , συνήθως δε είναι πολύ μικρότερη, τα δύο αυτοκίνητα σχεδόν ακουμπούν το ένα το άλλο. Ο τελευταίος γύρος ξεκινά με τον Νουβολάρι πρώτο. Στην ανηφοριά για το Casino ο Βάρτζι ρισκάρει κρατώντας την 3η πάνω από τις 7.000 στροφές και περνά μπροστά. Στην έξοδο του τούνελ οι θεατές ακούν τα μοτέρ που μουγκρίζουν και, σηκωμένοι στις μύτες των ποδιών, ψάχνουν με τα μάτια το χρώμα που θα βγει πρώτο απ'το σκοτάδι. Να! Το κόκκινο είναι δύο μέτρα εμπρός απ'το γαλάζιο. Ξαφνικά ο κινητήρας της Alfa Romeo παραδίδει το πνεύμα, λάδια χύνονται παντού, η Bugatti περνά. Η Alfa τυλίγεται στις φλόγες , οι κριτές κάνουν σήμα στο Νουβολάρι να σταματήσει, ο φόβος της έκρηξης. Δεν σταματάει. Σηκώνεται όρθιος στο κάθισμα για να μην τον φτάνουν οι φλόγες και, όρθιος, τιμονεύει την Tipo 8C . Είναι μια μυθική εικόνα: η φλεγόμενη Alfa κι ο Νουβολάρι με χείλη σφιγμένα και το μακρύ του πρόσωπο μαυρισμένο από τα λάδια και τους καπνούς, να οδηγεί όρθιος. Το μοτέρ αργοπεθαίνει, στην ανηφόρα σταματά. Και τότε ο Τάτσιο κατεβαίνει και σπρώχνει το αυτοκίνητο, που συνεχίζει να καίγεται, προς τον τερματισμό. Κοντεύει στο τέρμα. Ένας κριτής αδειάζει έναν πυροσβεστήρα στην Alfa. Ο αγώνας τελειώνει.
Η μεγαλύτερη μέρα του Νουβολάρι είναι και η μέρα της μεγαλύτερης νίκης των αγώνων-νίκη ενάντια σε κάθε λογική. Το 1935 στο Νίρμπουργκρινγκ η χιτλερική Γερμανία είναι στο απόγειό της. Πριν από την έναρξη του GP η πτήση επίδειξης ενός νέου αεροσκάφους που η Ευρώπη θα γνώριζε καλά τα επόμενα χρόνια, λέγεται Stuka. Εκπρόσωποι του Χίτλερ, 300.000 θεατές, σβάστικες και εννέα ασημένια βέλη Auto-Union και Mercedes- εξελιγμένα πέρα από κάθε κόστος χάρη στα ναζιστικά κεφάλαια- ετοιμάζονται να δείξουν τη γερμανική υπεροχή.
Κανείς δεν υπολογίζει τον 43χρονο μικρόσωμο άνδρα με το γαλάζιο παντελόνι, το κίτρινο ζέρσεϊ , το κόκκινο δερμάτινο κράνος και την πιστή μα λεπτεπίλεπτη και παρωχημένη Alfa P3. O παλιός της κινητήρας των 2,6 λίτρων, είχε φτάσει τα 3,8 λίτρα και τα 330 άλογα σε μια προσπάθεια να σταθεί πλάι στα γερμανικά θαύματα. Η τελική της ταχύτητα άγγιζε τα 270 km/h. Όμως η Auto-Union V-16 του δρα Πόρσε είχε 375 άλογα, ενώ η Mercedes W25 των 4,3 λίτρων έβγαζε 460. Και τα δύο γερμανικά όπλα ξεπερνούσαν τα 310 km/h. Ήταν ο ορισμός της άνισης μάχης. Ο Νίκι Λάουντα είχε πει πως ήταν σα να προσπαθούσε η Alfa μ'ένα χαρταετό να πολεμήσει τα διαστημόπλοια της NASA.
Όμως, μόνο όταν η παρτίδα μοιάζει χαμένη λάμπει το άστρο των αλιθηνά μεγάλων. Δίνεται η εκκίνηση των 22 γύρων , ο Νουβολάρι πετάγεται μπροστά και στο τέλος της ευθείας στρίβει δεύτερος. Οι Γερμανοί τον φτάνουν στις ευθείες , όμως ο Νουβολάρι τους φεύγει στις στροφές, ευτυχώς που το 'Ρινγκ έχει 176 από αυτές. Πρέπει όμως να προσέξει και το αυτοκίνητο, 500 χιλιόμετρα διαρκεί το GP και η P3 είναι ευαίσθητη με αχίλλειο πτέρνα το πολύπλοκο σύστημα μετάδοσης. Για επιβεβαίωση, η άλλη Alfa του Σιρόν έμεινε από άξονα στον πέμπτο γύρο.
Στον δέκατο γύρο ο Τάτσιο περνά μπροστά, κρατά όλη την γερμανική αρμάδα στην ουρά του, είναι 9'' εμπρός από τον Καρατσιόλα. Έρχεται ο 11ος γύρος των πιτ-στοπ. Οι Mercedes των φον Μπράουχιτς και Καρατσιόλα μένουν μέσα για 47΄΄ και 67΄΄ αντίστοιχα, η Auto-Union του Ροζεμάιερ για 75΄΄. Στα πιτ της Alfa η αντλία ανεφοδιασμού έχει χαλάσει. Αναγκάζονται να βάλουν βενζίνη με μπιτόνια και χωνί. Δύο λεπτά και δεκατέσσερα δεύτερα περνούν, ο Νουβολάρι βγαίνει από τα πιτς και είναι έκτος. Οι Γερμανοί πανηγυρίζουν. Να κρατήσεις πίσω σου όλα αυτά τα θηρία είναι άθλος, να τα ξαναπεράσεις είναι αδιανόητο.
Ο Τάτσιο αρχίζει την τιτάνια επίθεση. Κάτω από τον μολυβένιο ουρανού του ΄Ρινγκ, το κόκκινο αυτοκίνητο, σπρωγμένο λες από την ψυχή του οδηγού του, ξαναπερνά ένα ένα τα ασημένια βέλη. Στο τέλος του 13ου γύρου είναι ξανά δεύτερος. Στον 15ο η διαφορά του από τον φον Μπράουχιτς είναι 69΄΄. Στον 20ο έχει πέσει στα 43΄΄, αρχίζει να ψιλοβρέχει. Πηγαίνει ακόμα πιο γρήγορα. Στις ευθείες τον βλέπουν να χτυπάει με την αριστερή του γροθιά το πλαϊνό της P3, σαν να θέλει να την κάνει να τρέξει πιο πολύ. Στον 21ο μαζεύει άλλα 11΄΄ . Στα πιτ της Mercedes ο τιμ-μάνατζερ Νοϊμπάουερ κάνει απεγνωσμένα σήματα στον πιλότο του. Έρχεται ο τελευταίος γύρος και η κολασμένη καταδίωξη του Νουβολάρι κορυφώνεται. Ντριφτάρει σε πρωτοφανείς γωνίες , η ψαλίδα κλείνει στα δάσος του Adenau, στην Karusell είναι 200 μέτρα πίσω από το στόχο του . Βλέπει μπροστά του ''κάτι μαύρο να πετάει στον αέρα'' , είναι το πίσω αριστερό Continental της Mercedes. Ο φον Μπράουχιτς δεν πρόσεχε τα λάστιχά του και οι Γερμανοί δεν φρόντισαν να τον ξαναβάλουν στα πιτ.
Όταν το κόκκινο αυτοκίνητο με το νούμερο 12 φάνηκε στην αρχή της ευθείας το αδύνατον είχε γίνει πραγματικότητα. Οι σβάστικες χαμήλωσαν, οι Γερμανοί εξευτελίστηκαν, δεν είχαν καν σκεφτεί να προμηθευτούν την πλάκα γραμμοφώνου με τον ιταλικό εθνικό ύμνο, τόσο σίγουροι ήταν για τη νίκη. Ο Τάτσιο τους καθησύχασε. Είχε φέρει μια πλάκα με τον ύμνο της πατρίδας του. Για γούρι, τους είπε. Ένας Ιταλός δημοσιογράφος έγραψε ''Εκατομμύρια γαλάζια μάτια, ορθάνοιχτα, δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν. Ανίκανα να βρουν λογική εξήγηση απέδωσαν τη νίκη του κόκκινου αυτοκινήτου στο Διάβολο''.
Προς το τέλος
Τα κατορθώματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Στον αυτοκινητόδρομο της Φλωρεντίας το καλοκαίρι του 1935, με την περίφημη Alfa Bimotore, που είχε έναν κινητήρα εμπρός και έναν πίσω και 540 άλογα, ο Νουβολάρι πιάνει 321,5 km/h και σπάει το ρεκόρ ταχύτητας της Auto-Union.
Το 1936 στην πίστα της Νέας Υόρκης με την Alfa 12C κάνει τους Αμερικανούς να παραμιλούν. Οι Ιταλοί μετανάστες έχουν κάθε λόγο να περηφανεύονται όταν ο ήρωάς τους σηκώνει το μεγαλύτερο τρόπαιο που έγινε ποτέ, το 14 κιλών χρυσό κύπελο Vnderbilt. Ο Νουβολάρι είναι 1,55 και το κύπελλο μοιάζει μεγαλύτερο από αυτόν.
Και ύστερα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, ίσως ο Διάβολος ζητάει το μερίδιό του. Το 1937 χάνει τον πρώτο του γιο, Τζόρτζιο , στα 19 του χρόνια από καρδιακό νόσημα. Το 1938 έχει ένα πολύ άσχημο ατύχημα όταν η Alfa του παίρνει φωτιά. Προλαβαίνει να πηδήξει έξω από το φλεγόμενο αυτοκίνητο με 80 km/h και γλυτώνει με εγκαύματα.
Περνάει στην Auto-Union και κάνει τρεις νίκες , τη δεύτερη στο Ντόνινγκτον, όπου στις δοκιμές -με 150km/h- συγκρούεται με ένα μεγάλο ελάφι, η θηριώδης D V12 απογειώνεται , καταφέρνει όμως να τη μαζέψει. Η χρυσή δεκαετία του '30 που άνοιξε με τη νίκη του Νουβολάρι στο Mille Miglia , κλείνει με δική του νίκη στο GP Βελιγραδίου το 1939. Την ίδια μέρα αρχίζει ο πόλεμος.
Το 1946 χάνει και τον δεύτερο γιο του , Αλμπέρτο, σε ηλικία 18 ετών ασθένεια των νεφρών. Ο Τάτσιο γίνεται σκιά του εαυτού του. Τα μαλλιά του είναι κάτασπρα, είναι 54 χρόνων και δείχνει 70. Του φαίνεται άδικο να έχει ρισκάρει τη ζωή του χιλιάδες φορές κι όμως να ζει, την ώρα που οι δυο του γιοι πέθαναν τόσο νέοι από φυσικά αίτια. ''Δεν βρίσκω πια καμία απόλαυση στη ζωή, ούτε στους αγώνες. Τρέχω γιατί δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνω. Και για να ξεχνάω. Γι'αυτό συνεχίζω, αλλά γέρασα πια'', λέει σε μια συνέντευξή του στο Motor, το 1946.
Ο γερασμένος πρωταθλητής πονά στο στήθος, ταλαιπωρείται από βήχα και αιμοπτύσεις. Αρκεί όμως το γκάζι και το τιμόνι για να αναστηθεί. Για την ακρίβεια το γκάζι, μόνο, αρκεί. Στον αγώνα του Τορίνου, πέταξε το σπασμένο τιμόνι της Cisitalia 1100 και συνέχισε τον αγώνα χωρίς αυτό , ελέγχοντας το αυτοκίνητο με ότι είχε απομείνει από την κολόνα του τιμονιού και το παξιμάδι του βολάν.
Τα πνευμόνια του είναι διαλυμένα, έχει δύσπνοια. Στους αγώνες φορά μια μάσκα από γάζες για να προστατευτεί από τους καπνούς των εξατμίσεων. Καμιά σκέψη για να σταματήσει. Δύο μέρες πριν το Mille Miglia του 1948, ο Έντζο τού ζητάει να οδηγήσει μια Ferrari 166 SC. Δέχεται αμέσως. Ένας άνδρας άρρωστος , με καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, θα οδηγούσε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο για 1.600 χιλιόμετρα στα Απένινα, με βροχή και κρύο, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Φτάνει πρώτος στη Ρώμη. Η προχειροφτιαγμένη Ferrari όμως έχει αρχίσει να διαλύεται. Το καπό λείπει, το ίδιο και το εμπρός αριστερό φτερό. Στη Φλωρεντία τον βλέπουν να φτάνει, βρεγμένο ως το κόκκαλο , με λάσπη σε όλο του το σώμα και αίματα στο σαγόνι. Σε όλες τις πόλεις της Ιταλίας μεγάφωνα μεταδίδουν την εξέλιξη του αγώνα και χιλιάδες θεατές γιορτάζουν ακούγοντας ότι ο ήρωάς τους προηγείται και ανοίγει τη διαφορά. Μέσα σε μία από τις γνώριμες καταιγίδες που πλημμυρίζουν την άνοιξη την κοιλάδα του Πάδου ο Νουβολάρι περνά τη Μόντενα και πλησιάζει το Ρέτζιο-Εμίλια. Είναι 29 λεπτά εμπρός από τον δεύτερο όταν η Ferrari τον προδίδει. Το σασί της κόβεται στις βάσεις της πίσω ανάρτησης κι ο αγώνας τελειώνει.
Για δύο χρόνια ακόμη ο Τάτσιο Νουβολάρι συνέχισε το αυτοκαταστροφικό του ταξίδι, αγωνιζόμενος πάντα με το ίδιο πάθος , τη ίδια τέχνη. Όμως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν , η καρδιά και οι πνεύμονές του είχαν εξαντληθεί.
Το ξημέρωμα της 11ης Αυγούστου 1953 ήταν το τελευταίο για τον πρώτο των πρώτων. Η ιατρική γνωμάτευση διέγνωσε καρδιοπάθεια και τελικό επεισόδιο βρογχοπνευμονίας. Τον αποχαιρέτησαν όπως είχε ζητήσει, ντυμένο με το γαλάζιο παντελόνι και το κίτρινο ζέρσεϊ με το ραμμένο μονόγραμμα. Η καρό σημαία είχε πέσει για πάντα. Η ψυχή του μπορούσε επιτέλους να ξεκουραστεί.''