Σελίδα 1 από 3 123 ΤελευταίαΤελευταία
Εμφάνιση αποτελεσμάτων : 1 έως 10 από 29

Θέμα: Μια ακόμα ιστορία του δρόμου. Για τον spar@...

Hybrid View

Προηγούμενο μήνυμα Προηγούμενο μήνυμα   Επόμενο Μήνυμα Επόμενο Μήνυμα
  1. #1
    Εγγραφή
    24-12-09
    Μηνύματα
    13.123
    Thanked
    23228
    Rides
    0

    Προεπιλογή Μια ακόμα ιστορία του δρόμου. Για τον spar@...

    Βιέννη, ή αλλιώς Επιστροφή, μέρος 1ον

    Μπαίνοντας στη Βιέννη, η θερμοκρασία είχε κατέβει κι άλλο. Δεν ξέρω πόσο ακριβώς αλλά έβλεπα τα βρεγμένα γάντια μου να κρυσταλλώνουν στα σημεία των κλειδώσεων.
    Παρόλο που οι "χούφτες" της μηχανής έδιωχναν τον αέρα μακριά, το ψύχος έκανε σιγά - σιγά την εμφάνισή του.
    Λίγο πιο έξω από την πόλη το μπροστινό σύστημα άρχισε να ελαφρώνει και κατάλαβα με φρίκη πως οδηγούσα επάνω σε σχηματιζόμενο παγετό, τον λεγόμενο "μαύρο πάγο".
    Με είχαν προειδοποιήσει οι Γερμανοί φίλοι για αυτό το φαινόμενο.
    Η άσφαλτος σε εκείνα τα μέρη έχει βάθος και όταν μέσα έχει μαζέψει νερό, αυτό παγώνει με αποτέλεσμα να νομίζεις πως κινείσαι με ασφάλεια σε στεγνό δρόμο, ενώ στην πραγματικότητα είσαι επάνω στην κόψη του ξυραφιού.
    Χαλαρά άφησα την ταχύτητα να κατέβει στα 50 χιλιόμετρα και χωρίς καθόλου φρένα, με τρίτη ταχύτητα ρολάρισα σταθερά μέχρι την είσοδο της πόλης.
    Ο αρχικός σκοπός μου ήταν να περάσω μέσα απο τη Βιέννη νύχτα και να ακολουθήσω τον Α2 για τα Ιταλικά σύνορα όσο πιό γρήγορα μπορούσα.
    Ο καιρός πλέον δεν ήταν για αστεία και όσο γενναίος και να νοιώθεις μετά απο 4.300 χιλιόμετρα και δυό μήνες στο δρόμο, πάντα σκέφτεσαι πως θέλεις να είσαι και γερός στο τέλος της ημέρας για να το ξανακάνεις.
    Οσο πλησίαζα την πόλη, τόσο εξανεμιζόταν οι ελπίδες μου για touch and go στη Βιέννη.
    Το χιόνι ξανάρχισε να πέφτει και παρόλο που ο τέλειος φωτισμός του δρόμου βοηθούσε στην ανάγνωση των λωρίδων, καμιά εμπιστοσύνη δεν μου ενέπνεε η συνέχεια της διαδρομής.
    Μπαίνοντας στην πόλη, ένοιωσα τη θερμοκρασία να ανεβαίνει λίγο και ανάκτησα την εμπιστοσύνη μου στο δρόμο, καθώς η κίνηση των αυτοκινήτων είχε δημιουργήσει μια ευεργετική για το κράτημα χιονολάσπη, που ήξερα όμως πως αργότερα, αν δεν περνούσαν αλατιέρες, θα ήταν η καταδίκη μου.
    Σταμάτησα στο parking ενός σούπερ μάρκετ και γρήγορα κατέβηκα απο τη μηχανή.
    Κάτω απο το υπόστεγο της εξόδου, άνοιξα το σακίδιο και έψαξα τα "μαγικά χαρτάκια" * (σημείωση, σε προηγούμενη περιγραφή έχω αναφερθεί στα μαγικά χαρτάκια, που ήταν για κάθε πόλη που θα περνούσα, 3 φτηνά ξενοδοχεία που είχα βρεί στους ταξιδιωτικούς οδηγούς, τα τηλέφωνα ανάγκης της περιοχής καθώς και τυχόν πληροφορίες που είχα μαζέψει απο άλλους ταξιδιώτες στη διαδρομή μου - τα μαγικά χαρτάκια υπάρχουν ακόμα, αλλά καμιά χρησιμότητα δεν έχουν πλέον την εποχή του Wifi και του 3G).
    Στο χαρτάκι της Βιέννης, δυστυχώς το μόνο που υπήρχε ήταν ένα Ηostel και ένα εστιατόριο, καθώς σκόπευα σύμφωνα με τους αρχικούς μου υπολογισμούς, απλά να την διασχίσω.
    Λεπτομερή χάρτη της πόλης δεν είχα και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί που είχα πάρει μαζί μου, περιορίζονταν στους βασικούς μου σταθμούς.
    Άναψα ένα τσιγάρο και κοίταγα το χιόνι που έπεφτε.
    Η μηχανή είχε σκεπαστεί απο ένα λεπτό στρώμα, η νύχτα έπεφτε, το κρύο ερχόνταν και εγώ τυλιγμένος με το κασκώλ μου στο κεφάλι, το κράνος στο χέρι, το μυαλό άδειο, έτσι απλά.... κάπνιζα...
    Ειχα αποφασίσει να καβαλήσω τη μηχανή και να φύγω για το πρώτο ξενοδοχείο στη λίστα μου, όταν ένοιωσα απο πίσω τα φώτα του σούπερ μάρκετ να σβήνουν.
    Δεν έσβησαν όλα μαζί, αλλά σε τομείς. Απο δεξιά προς τα αριστερά.
    Σε λίγο άνοιξαν οι μεγάλες πόρτες και κάποιοι (υπάλληλοι προφανώς ή τελευταίοι πελάτες) βγήκαν προς τα έξω.
    Ηταν ντυμένοι βαριά, αρματωμένοι με ομπρέλες και κασκωλ και για λίγο βρέθηκα ανάμεσα σε μια βαβούρα απο κόσμο που έφυγε προς το δρόμο χαιρετώντας ο ένας το άλλο.
    Μαζί με τη σιωπή ήρθε και το σκοτάδι.
    Απο πάνω μου είχα αναμμένη μόνο την ταμπέλα του σούπερ μάρκετ και κάτι λίγα φώτα ασφαλείας πίσω μου.
    Έβγαλα απο το κεφάλι μου το κασκώλ, φόρεσα το κράνος καθάρισα τη σέλα και καβάλησα.
    Η μηχανή έβηξε για λίγο και μετά ζωντάνεψε, σημάδι ότι απο το κρύο είχε αρχίσει να ζορίζεται και η μπαταρία.
    Να θυμηθώ να ρίξω ηλεκτρολύτες αύριο, κατέγραψα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
    Ρολάρισα αργά στην χιονισμένη πόλη. Οι αλατιέρες είχαν βγεί σεργιάνι και το τραμ πέρναγε απο δίπλα χτυπώντας το κουδουνάκι του.
    Τα αυτοκίνητα γύριζαν στους δρόμους σαν άσπρα τρουφάκια με τους υαλοκαθαριστήρες να καθαρίζουν το παρμπριζ τους, κάνοντάς τα ακόμα πιό αστεία.
    Αν μπορούσα να βάλω μουσική εκείνη τη στιγμή θα ήθελα να ακούσω μια πόλκα.
    Στα ψαχτά βρήκα το ξενοδοχείο αφού είχα περικυκλώσει το δρόμο του πέντε φορές τουλάχιστον.
    Έβαλα τη μηχανή στο διπλό, ξέζεψα τις πλαϊνές, ζαλώθηκα και την μεγάλη, έκανα για χιλιοστή φορά την ιεροτελεστία με τα λουκέτα και τα πέταλα στις ρόδες και το τιμόνι και μπήκα μέσα σε μια ρεσεψιόν ζεστή, φωτεινή και γεμάτη κόσμο.
    Στα δεξιά μου ήταν το γκισέ με τον υπάλληλο βάρδιας, αριστερά σε ένα σαλονάκι, μια παρέα απο Αμερικάνους έκανε φασαρία γελώντας και χαχανίζοντας, στο βάθος η σκάλα που ανέβαζε στα δωμάτια και πίσω μου το σκοτάδι και το χιόνι.
    Πλησίασα στο γκισέ και ζήτησα δωμάτιο για μια νύχτα, οπωσδήποτε με λουτρό. Διαβατήριο, τα λεφτά μπροστά και σε μια κίνηση αβρότητας, ο φιλικός υπάλληλος μου έδωσε κατάλυμα στον πρώτο όροφο.
    Ανέβηκα, γδύθηκα, άπλωσα τα αδιάβροχα σε κρεμάστρες, έβγαλα τα δέρματα, έβγαλα τα ισοθερμικά, έβγαλα τις διπλές κάλτσες, έβγαλα και τα εσώρουχα και έτρεξα για τη μπανιέρα.
    Σε δέκα λεπτά ήμουν φρέσκος και μυρωδάτος.
    Εβγαλα το τετράδιο απο την βαλίτσα, έκατσα στο κρεβάτι και έγραψα τα βασικά της μέρας για να τα θυμάμαι σήμερα που τα αφηγούμαι και τότε κοίταξα το ρολόι μου.
    Νωρίς για ύπνο, αργά για βόλτα.
    Τζηνάκι, μπότες, μάλλινη μπλούζα και ρεσεψιόν για χάζι.
    Κάτω ήταν μόνο ο υπάλληλος που μίλαγε στο τηλέφωνο.
    Κοίταξα έξω.
    Το χιόνι έπεφτε ακόμα, οι δρόμοι όμως ήταν καθαροί.
    Έβγαλα το φλασκί απ την πίσω τσέπη και τράβηξα μια τζούρα Jack. Την τελευταία που είχε.
    Δουλειές για αύριο: Υγρά μπαταρίας και Jack, σημείωσα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
    Καιρός να το συντομεύουμε φίλε, σκέφτηκα.
    Ανέβηκα πάνω, έκατσα στο κρεβάτι και έβγαλα τους χάρτες.
    Έπρεπε να κανονίσω τη διαδρομή μου, να γυρίσω συνάλλαγμα για την Ιταλία, να βάλω υγρά μπαταρίας, να πάρω ένα νέο μπουκαλάκι με ποτό, όχι Jack αυτή τη φορά, μάλλον κονιάκ πρέπει, να κοιμηθώ, να κοιμηθώ, να κοιμηθώ... και έτσι λοιπόν στη Βιέννη κοιμήθηκα σε ένα μικρό ξενοδοχείο, με το χιόνι να πέφτει έξω, τον υπάλληλο να μιλάει στο τηλέφωνο της ρεσεψιόν, τους χαζοΑμερικάνους να γυρίζουν στην πόλη και πιό μακριά στην Ελλάδα, κάτι βιβλία να σκονίζονται, μια εξεταστική να φεύγει χαμένη και κάτι φίλους να παίζουν τάβλι σε ένα σαλόνι, χτυπώντας τα πούλια, φωνάζοντας εξάρες ρε ******η, εξάρες και σε έσκισα...

  2. The Following 4 Users Say Thank You to Stamatis For This Useful Post:

    Leonidas_E39 (15-03-12), Nino (13-03-12), Ptboul (13-03-12), Stathis (13-03-12)

  3. #2
    Εγγραφή
    24-12-09
    Μηνύματα
    13.123
    Thanked
    23228
    Rides
    0

    Προεπιλογή

    Το επόμενο πρωϊ με βρήκε σε μια Βιέννη σκεπασμένη*απο πυκνό χιόνι.
    Σηκώθηκα απο το κρεβάτι και κοίταξα το ρολόι μου, ήταν 7.30.
    Πυκνές νιφάδες έπεφταν στους δρόμους και ο δρόμος κάτω απο το παράθυρό μου έδειχνε πως δεν είχε πατηθεί ακόμα.
    Τεντώθηκα κοιτάζοντας απο το παράθυρο, χασμουρήθηκα και άρχισα να τακτοποιώ τα πράγματά μου στις βαλίτσες.
    Δεν είχα την πολυτέλεια να περιμένω άλλο.*Ο χειμωνας είχε έρθει σε αυτήν την πλευρά της Ευρώπης και δεν μπορούσα να περιμένω πότε θα ανοίξει "παράθυρο" για να συνεχίσω την επιστροφή μου.
    Μάζεψα τακτικά τα πάντα και τα τοποθέτησα σε σακούλες. Υστερα έβαλα τις σακούλες μέσα στις πλαϊνές βαλίτσες και τις κλείδωσα με τα λουκέτα τους.
    Εβαλα τα ισοθερμικά, τις κάλτσες, δερμάτινα, μπότες και κατέβηκα μέχρι τη ρεσεψιόν. Στο γκισέ ήταν ακόμα ο χθεσινός υπάλληλος.
    Τακτοποίησα το λογαριασμό μου και κατευθύνθηκα μέχρι το σαλονάκι όπου*τρία μεγάλα θερμός είχαν τσάι, νερό*και καφέ.
    Εβαλα ένα ζεστό, καυτό, τσάι, έριξα μέσα τρεις ζάχαρες, ανακάτεψα και με την κούπα στο χέρι βγήκα έξω στο δρόμο.
    Η μηχανή μου ήταν καλυμένη εντελώς με χιόνι.
    Καιρός να την κάνουμε μεγάλε σκέφτηκα.
    Ανέβηκα στο δωμάτιο, άνοιξα το παράθυρο γιατί είχα αρχίσει να βράζω στα ρούχα μου και κατέβασα όλα τα πράγματα στο πεζοδρόμιο.
    Πριν βγώ έξω, πάνω απο τα δέρματα φόρεσα τα πλαστικά αδιάβροχα και τα*έσφιξα καλά για να να μην ανεμίζουν στο δρόμο.
    Καθάρισα τη μηχανή όπως όπως, έλυσα τα λουκέτα, κρέμασα τις βαλίτσες και έβαλα μπρος.
    Η μπαταρία άντεξε και αυτή την εκκίνηση.
    Αφησα τη μηχανή να ζεσταθεί καλά καβάλησα και ξεκίνησα προσεκτικά.
    Η οδήγηση στο χιόνι είναι εύκολη, πιό εύκολη απο το χώμα, αρκεί να μην βρείς πάγο, οπότε και μπλέκεις άσχημα.
    Ευτυχώς το χιόνι της Αυστρίας ήταν μαλακό και είχε συνεχή ροή, οποτε έτσι όπως οδηγούσα είχα την αίσθηση ότι κάνω βόλτες σαν παιχνιδάκι επάνω σε μια τεράστια τούρτα βανίλιας.
    Στο μυαλό μου είχα βάλει να βρώ το Graz, όσο πιό νωρίς γίνεται και εκεί να ανεφοδιαστώ σε κονιακ, και ξηρά τροφή, όπως επίσης να γεμίσω και το ντεπόζιτο.
    Σιγά σιγά το χιόνι καθάριζε απο την κίνηση ώσπου βγήκα στην πεντακάθαρη αλλά βρεγμένη Α23.
    Επιασα την δεξιά λωρίδα, ρύθμισα την ταχύτητά μου στα 70 και άρχισα το ταξίδι.
    Η κίνηση ήταν αραίη ακόμα, η ώρα ήταν μόλις 8.30 και κάπου στο βάθος έβγαινε λίγος ήλιος.
    Ο δρόμος είχε ακόμα αναμένα φώτα, το ίδιο και τα αυτοκίνητα που με πέρναγαν.
    Το ίδιο και εγώ.
    Μερικές φορές τα φώτα ήταν το μόνο που έβλεπα μέσα στο σπρέυ νερού που σήκωναν τα λάστιχά τους.
    Φώτα και τις λωρίδες του δρόμου.
    Η μηχανή ρολάριζε με χαλαρές στροφές, ταξίδευα μέσα στο κουκούλι απο τα πλαστικά και τα δέρματα ζεστός και χορτάτος απο ύπνο.
    Αποφάσισα πως αν με έβγαζε η ώρα θα έφτανα μέχρι τα σύνορα.
    Τα μαγικά μου χαρτάκια είχαν τουλάχιστον πέντε ξενοδοχεία πριν την Ιταλία.
    Ετσι και έγινε.
    Ο καιρός καθάρισε, η ταχύτητα ανέβηκε και εκτός απο δυό στάσεις για καύσιμα και κατούρημα-βασανιστήριο με τόσα ρούχα πάνω μου, όλα κύλησαν ομαλά και αναμενόμενα.
    Προς το τέλος της διαδρομής είχα αρχίσει να κουράζομαι λιγάκι και έριξα το ρυθμό μου,*και σε κάθε εξόδο του Α2 έψαχνα πλέον να*βρώ*τα σημάδια*για τα ξενοδοχεία που είχα στα χαρτάκια μου.
    Ενα καλό φαγητό και ένα χάζεμα σε κάποιο απο τα χωριουδάκια θα μου έδινε νέα δύναμη για τις επόμενες μέρες, που όλα έδειχναν ότι θα είναι και οι πιό δύσκολες.
    Τελικά μέσα στο σκοτάδι βγήκα στην έξοδο 12 και λίγα μέτρα μετά σταμάτησα στο μεγάλο παρκινγκ του Sreger, ενός μοτελ-εστιατορίου που όλοι οι ταξιδιωτικοί οδηγοί έγραφαν πως είναι το πιό αξιοπρεπές σε κόστος και υπηρεσίες.
    Κατέβηκα απο τη μηχανή και τεντώθηκα.
    Κοίταξα το μοτελ.
    Ωραίο, ξύλινο, με μεγάλες τζαμαρίες και γεμάτο κόσμο.
    Πανάκριβο επίσης, ειδικά με τις παρούσες συνθήκες, όπου με τον καιρό σε τόσο άσχημη κατάσταση, το τελευταίο διάστημα δεν είχα πουθενά την ευκαιρία να κατασκηνώσω και να περιορίσω έτσι*κάποια έξοδα.
    Για να ξεμουδιάσω, αρχισα να περπατάω στο παρκινγκ.
    Κοίταγα τα αδιάβροχά μου που ήταν γεμάτα με τη βρωμιά του δρόμου.
    Κοίταγα τη μηχανή που ήταν και αυτή βρώμικη.
    Κοίταγα και μέσα απο τη τζαμαρία του μοτελ τον κόσμο που έτρωγε ή έπινε το ποτό του και αποφάσισα πως έχω αρχίσει να ρουτινιάζω.
    Απο τότε που έπιασε το κρύο, η απόλαυση της οδήγησης είχε περιοριστεί στο ελάχιστο.
    Με τον καιρό να με κυνηγάει, το ταξίδι είχε εξελιχθεί σε αγώνα δρόμου.
    Πρωινό, οδήγηση, στάση, οδήγηση, φαγητό, ύπνος και φτού και απο την αρχή.
    Εμεινα εκεί και κοίταγα τον κόσμο, ώσπου ξανάρχισε να ρίχνει ένα ψιλό χιονάκι και ξεκίνησα την ιεροτελεστία του ξεφορτώματος και ασφάλισης της μοτοσυκλέτας.
    Όταν τελείωσα, η θερμοκρασία είχε πέσει αρκετά, η νύχτα είχε μπεί στο τοπίο δυναμικά και έτσι φορτωμένος ξεκίνησα για τη ρεσεψιόν.
    Η διαδικασία γνωστή, διατυπώσεις, κλειδί, σκάλες, δωμάτιο.
    Το δωμάτιο, σαν όλα τα δωμάτια, το μπάνιο σαν όλα τα μπάνια, η ντουλάπα σαν όλες τις ντουλάπες.
    Εβγαλα τα αδιάβροχα στο μπάνιο, έβγαλα τα δέρματα και έψαξα στο σακίδιο να βρω το φλασκί με το Jack.
    Δυστυχώς ήταν άδειο.
    Είχα ξεχάσει να πάρω κάτι και απο το δρόμο.
    Δε γαμιέται, είπα.
    Ας αρχίσουμε διαδικασίες λοιπόν, ανακοίνωσα στον εαυτό μου.
    Εκανα ένα καυτό μπάμιο και κατόπιν, πήρα τα πλαστικά και τα έβαλα στη ντουζιέρα.
    Εριξα επάνω τους νερό και σαπούνι και έτριψα για να φύγει η βρώμα του δρόμου.
    Οταν καθάρισαν,* άπλωσα το πάνω μέρος ανοιχτό στον νιπτήρα να αγκαλιάζει την κούρμπα του και το παντελόνι το κρέμασα να στραγγίξει στο πάνω μέρος του τζαμιού της ντουζιέρας και στη συνέχεια πήγα στο κυρίως δωμάτιο.
    Ανοιξα τις βαλίτσες έβγαλα ρούχα, ντύθηκα και κατέβηκα για φαγητό.
    Κάθησα σε ένα τραπέζι να βλέπει εξω απο τη τζαμαρία,*έδωσα την παραγγελία μου, μπύρα, σνίτσελ, σαλάτα έβγαλα το χάρτη μου στο τραπέζι και άρχισα να φτιάχνω τη διαδρομή της επόμενης μέρας στο μυαλό μου.
    Το φαγητό μου ήρθε, παραμέρισα το χάρτη και άρχισα να τσιμπολογάω, φροντίζοντας να καθυστερώ τις μπουκιές μου, ώστε να έχω περισότερο χρόνο στη διάθεσή μου να χαζέψω τον κόσμο γύρω μου.
    Είχα ανάγκη να δώ κόσμο.
    Βασικά είχα ανάγκη να επικοινωνήσω με κάποιον.
    Να κουβεντιάσω έστω και βασικά πράγματα, βροχή, χιόνι, κάτι παραπάνω απο μια καλημέρα και μια καλησπέρα.
    Η μοναξιά είναι καλή παρέα, αλλά μερικές φορές γίνεται βάρος, πράγμα που είναι οξύμωρο, καθώς τελικά εσύ ο ίδιος γίνεσαι βάρος στον εαυτό σου.
    Ήπια λίγη απο τη μπύρα μου και χαλάρωσα στο κάθισμά μου.
    Αρχισε να μου βγαίνει η κούραση της μέρας και όσο έτρωγα βάραινα ακόμα περισσότερο.
    Τελείωσα το φαγητό μου και σηκώθηκα για το δωμάτιο.
    Ξάπλωσα στο κρεβάτι και άνοιξα την τηλεόραση απέναντι.
    Τα κανάλια ήταν αχταρμάς, Αυστριακά, Γερμανικά, Ιταλικά και κάποια άλλα σε γλώσσες που έμοιαζαν με Σοβιετικές.
    Ανακάθησα και έμεινα να χαζεύω ένα έργο στα Ιταλικά.
    Κάπου εκεί με πήρε ο ύπνος.
    Ετσι με τα ρούχα και το φως απο την τηλεόραση να αλλάζει τα χρώματα και τις σκιές στο δωμάτιο, ενώ έξω απο το ξενοδοχείο είχε αρχίσει πάλι να χιονίζει και κάπου πιό μακρυά στους πρόποδες των βουνών που με χώριζαν απο την Ιταλία δυνατή βροχή χτύπαγε τα δέντρα, ενώ πιό ψηλά, δυνατές καταιγίδες και κεραυνοί έσκιζαν το σκοτάδι της νύχτας και σε κάθε λάμψη τους το τοπίο έδειχνε να περιμένει απελπισμένο την οργή του καιρού να ξεσπάσει ακόμα πιό έντονη.
    Στις κορυφές των βουνών το χιόνι σηκωνώταν παρασυρμένο απο τον αέρα για να πέσει πιό κάτω στους δρόμους που έτρεχαν σαν γρατζουνιές στις πλαγιές τους.
    Μερικά βράχια ξεκόλησαν και έπεσαν στο οδόστρωμα και το νερό κύλαγε ορμητικό στις άκρες του δρόμου.
    Ενώ εγώ κοιμόμουν στο δωμάτιο, φύση προσπαθούσε να σκεπάσει τα σημάδια του ανθρώπου επάνω της, καλύπτοντας με χιόνι, λάσπη και βράχια, όλες τις πληγές που της ανοίγουμε για τη δική μας ευκολία.
    Ετσι όπως ένας σκύλος γλύφει τις πληγές του, έτσι και η καταιγίδα στα βουνά προσπαθούσε να θεραπεύσει την φύση απο τις πληγές της.
    Συνέχισα να κοιμάμαι, ώσπου κάποια στιγμή ο καιρός έφτασε και στο μικρό μοτελ χτυπώντας το αλύπητα με χιόνι. Χιόνι παχύ και βαρύ, ένα χιόνι που όση χαρά σου φέρνει όταν μπορείς να το χαρείς, τόση ένταση και ταλαιπωρία δημιουργεί όταν δεν μπορείς να το αποφύγεις.
    Μισο-ξύπνησα απο το κρύο και έτσι ντυμένος, σκεπάστηκα με το πάπλωμα.
    Συνέχισα να κοιμάμαι ζεστός και ήρεμος μέχρι πολύ αργά το άλλο πρωί, όπου σηκώθηκα τελικά με μια φοβερή επιθυμία να κατουρήσω, κάτι που έκανα με τα μάτια μισόκλειστα, σκουντουφλώντας στα αδιάβροχά μου που είχαν στεγνώσει στο μπάνιο.
    *
    Βγήκα απο το μπάνιο νυσταγμένος και κοίταξα απο το παράθυρο.
    Τα μάτια μου γούρλωσαν απο το θέαμα.
    Χιόνι, βαθύ χιόνι, σκέπαζε όλο το τοπίο μέχρι εκεί που έβλεπαν τα μάτια μου.
    Στο πάρκινκ κάτω, ροδιές απο αυτοκίνητα έδειχναν πως κάποια στιγμή το πρωί υπήρξε κυκλοφορία αλλά το χιόνι συνέχιζε τόσο δυνατό που είχε καλύψει ακόμα και το καθαρισμένο μέρος.
    Με έπιασε απελπισία.
    Ενστικτωδώς έπιασα το πορτοφόλι μου και έκανα υπολογισμό στα χρήματά μου.
    Αρκετά, αλλά μέχρι πότε;
    Αρχισα να ανυσηχώ.
    Κατέβηκα στο εστιατόριο και προσπάθησα να μάθω για τον καιρό.
    Ενας υπάλληλος μου είπε πως για τις επόμενες μέρες θα συνεχίζε έτσι.
    Κοίταξα απο την τζαμαρία.
    Χιόνι, χιόνι και πάλι χιόνι.
    Πήρα μια ανάσα, κάθησα σε ένα τραπέζι και ζήτησα καφέ και τοστ.
    Εψαξα τα τσιγάρα μου και άναψα ένα κοιτώντας ακόμα έξω.
    Πρέπει να είχε χαρακωθεί το πρόσωπό μου απο την απελπισία, γιατί η σερβιτόρα που έφερε το πρωινο μου με ρώτησε αν είμαι εντάξει.
    Σήκωσα το χέρι μου και της έδειξα απο την τζαμαρία την μηχανή μου, καλυμμένη με χιόνι,*μετά της έδειξα τον εαυτό μου και μετά τον ουρανό και τις νιφάδες που έπεφταν.
    Οχι δεν είμαι εντάξει, της είπα στα αγγλικά, γελώντας, καθόλου εντάξει.
    Αυτή χαμογέλασε, άφησε το πρωινό και έφυγε.
    Σπουδαία βοήθεια, σκέφτηκα απο μέσα μου και ήπια λίγο καφέ.
    Ημουν σίγουρος, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρέψω πίσω χωρίς να τραυματιστώ ή να σκοτωθώ.
    Με αυτόν τον καιρό, τα βουνά μπροστά μου και τα χρήματα να τελειώνουν, έπρεπε να αποφασίσω με τι τρόπο θα αυτοκτονούσα.
    Οικονομικό ή πραγμάτικό.
    Στο μυαλό μου πάλευαν οι εναλλακτικές.
    Να παρατήσω τη μηχανή εκεί και να πάρω ένα λεοφωρείο απο τα σύνορα για Ιταλία.
    Να βρώ μια νταλίκα να καβατζώσω τη μηχανή και να με πάει μέχρι ένα σημείο, με την προϋπόθεση ότι ο οδηγός της θα δεχόταν να παρανομήσει και να με φορτώσει με δικό του ρίσκο.
    Να βάλω φωτιά και κάψω τη μηχανή χορεύοντας βρέχει φωτιά στη στράτα μου;
    Αναψα ένα ακόμα τσιγάρο και έκατσα εκεί σαστισμένος να κοιτάω έξω, όσπου με πλησίασε η σερβιτόρα ξανά.
    Στα χέρια της κράταγε τρία φυλλάδια.
    Κάθησε απέναντί μου και τα άνοιξε.
    Γύρισα και την κοίταξα με απορία.
    Εβαλε το δάχτυλό της πάνω σε ένα απο τα φυλάδια και μου έδειξε μια διαδρομή.
    Με μέτρια Αγγλικά μου εξήγησε πως δίπλα απο το μοτέλ, λίγα χιλιόμετρα μόλις, υπήρχε σταθμός τραίνου.
    Τραίνο που μπορεί να κουβαλήσει τη μοτοσυκλέτα και εμένα μέχρι τη Ρώμη.
    Τραίνο που μπορούσε να σπάσει τα δεσμά του χιονιού και να με απελευθερώσει απο τη φυλακή μου.
    Χάρηκα τόσο πολύ, που σηκώθηκα, έπιασα το πρόσωπό της με τα δυό μου χέρια και έσκυψα και τη φίλησα δυνατά στο στόμα.
    Τη σήκωσα απο το τραπέζι και την έσφιξα στην αγκαλιά μου σηκώντάς την στο αέρα και τη γύρισα μια σβούρα γύρω απο τον εαυτο μου.
    Ο κόσμος στα δίπλα τραπέζια μας κοίταζε μάλλον παραξενεμένος. Μερικοί γέλαγαν, κάποιοι άλλοι ήταν αδιάφοροι.
    Τελικά την άφησα κάτω και αυτή προσπάθησε να φύγει.
    ΩΠΑ είπα στα Ελληνικά, και της τράβηξα το χέρι.
    Πως σε λένε?
    Ερικα*μου είπε.
    Έρικα, είσαι ένας άγγελος της είπα, σε ευχαριστώ.
    Παρακαλώ μου*απάντησε, μην αρχίσεις όμως πάλι να με γυρίζεις γύρω γύρω, ζαλίζεται το κεφάλι μου, απάντησε σε σπαστά αγγλικά πάλι.
    Μπορώ όμως να σε ξαναφιλήσω είπα και της έριξα άλλο ένα ζουμερό στο μάγουλο.
    Ντροπή είπε η Ερικα και έφυγε.
    Ξαφνικά η μέρα μου έγινε θαυμάσια.
    Ηπια τον καφέ μου και άφησα στην Ερικα ένα τεράστιο φιλοδώημα, που δεν ήθελε να πάρει, αλλά επέμεινα και τελικά το πήρε κάνοντας μια υπόκλιση λυγίζοντας τα γόνατά της σαν ετοιμαζόντα να καθήσει.
    Χαιρέτησα για άλλη μια φορά και με τα φυλλάδια στο χέρι, ανέβηκα στο δωμάτιο για να ετοιμαστώ για την επιστροφή μου.
    Σύμφωνα με το πρόγραμμα, είχα μπροστά μου επτά ώρες μέχρι το τραίνο να περάσει απο το σταθμό και να με φορτώσει, αλλά ήθελα σαν τρελός να απαγκιστρωθώ απο αυτό το μέρος, όπου ετοιμάστηκα σε χρόνους ρεκόρ και ξεκίνησα για τη διαδρομή του σταθμού, αρματωμένος και προσεκτικός με όλο αυτό το χιόνι να πέφτει γύρω μου.
    Εφτασα στο σταθμό, έκανα τις διαδικασίες του εισητηρίου και της φόρτωσης, αποθήκευσα τα αδιάβροχα στις βαλίτσες και κάθησα στην αίθουσα αναμονής με ένα περιοδικό στο χέρι περιμένοντας να περάσει η ώρα και να αρχίσει η επιστροφή μου στην πατρίδα.
    Λίγο με ένα περιοδικό, λίγο με χάζεμα, λίγο με ύπνο, η ώρα πέρασε, το τραίνο ήρθε, η μηχανή φορτώθηκε και εγώ καθισμένος αναπαυτικά στο βαγόνι, σαν να είμαι σε μια κάψουλα, ασφαλής, στεγνός και χαρούμενος που γλύτωσα το πιό δύσκολο κομμάτι της διαδρομής και σχεδόν ευτυχισμένος που γυρίζα πίσω.
    Βολεύτηκα καλύτερα και αποφάσισα να την πέσω για ύπνο και*να ξυπνήσω στη Ρώμη.

  4. The Following 5 Users Say Thank You to Stamatis For This Useful Post:

    hades7 (12-03-12), Leonidas_E39 (15-03-12), Nino (13-03-12), Ptboul (13-03-12), Stathis (13-03-12)

  5. #3
    Εγγραφή
    24-12-09
    Μηνύματα
    13.123
    Thanked
    23228
    Rides
    0

    Προεπιλογή

    Στο βαγόνι η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη θαλπωρή.
    Ενα κιτρινωπό απαλό φως έφεγγε στην καμπίνα και έκανε όμορφες αντανακλάσεις στο παράθυρο.
    Προσπάθησα να δώ έξω, αλλά το μόνο που φαινόταν στο τζάμι ήταν το είδωλό μου, σαν σε καθρέφτη.
    Εβαλα τις χούφτες μου επάνω στην κρύα επιφάνεια του παραθύρου και έκλεισα το πρόσωπό μου ανάμεσά τους, σαν να κοιτάζω μέσα απο ένα*τηλεσκόπιο.
    Η νύχτα έξω είχε πέσει και οι νιφάδες απο το χιόνι κόλαγαν για λίγο στο τζάμι, μέχρι να τις λιώσει η ζέστη της καμπίνας.
    Μιας και το κουπέ μου δεν είχε άλλους επιβάτες, κουλουριάστηκα στη δερματίνη του καναπέ και το έριξα στον ύπνο.
    *
    To τραίνο μου έφτασε νωρίς σε μια νυσταγμένη Ρώμη.
    Ξύπνησα απο τον θόρυβο των επιβατών στο διάδρομο και τις φωνές απο την αποβάθρα.
    Αρπαξα το σακίδιό μου και βγήκα έξω με κατεύθυνση τη σκευοφόρο.
    Η μηχανή μου λύθηκε απο τα δεσμά της και την κατέβασα καβάλα, τσουλώντας στην ράμπα.
    Ακολούθησα τα σηματα και βγήκα τσουλώντας στο δρόμο.
    Εξω απο το σταθμό έβαλα τη μηχανή στον ορθοστάτη και κοίταξα γύρω μου.
    Ενας καθαρός ουρανός φώτιζε το δρόμο.
    Στα δεξιά μου μια σειρά απο ταξί περίμεναν επιβάτες.
    Αριστερά ένα κιόσκι πούλαγε πανίνι και καφέδες.
    Κινήθηκα προς το κιόσκι για καφέ.
    Εβαλα το χέρι στην τσέπη και έβρισα.
    Ημουν ακόμα γεμάτος μάρκα.
    Επέστρεψα στο σταθμό και άλλαξα σε μια απίστευτη ισοτιμία όλα μου τα λεφτά σε λιρέττες.
    Ξαφνικά γέμισαν οι τσέπες μου λεφτά.
    Αναγκάστηκα να κρύψω μερικά στο εσωτερικό του μπουφάν μου.
    Γύρισα στο κιόσκι και πήρα ένα διπλό εσπρέσσο, μια ατομική πίτσα και μια πορτοκαλάδα.
    Κάθησα σε ένα παγκάκι και έφαγα το πρωινό μου.
    Αναψα ένα τσιγάρο και κοίταζα γύρω μου την πόλη που ξύπναγε.
    Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για*να γυρίσω*Ρώμη δεν είχα, μιας και την γύρισα ανεβαίνοντας, είχα όμως μια μικρή υποχρέωση να εκπληρώσω.
    Μια ακόμα επίσκεψη στην Ράνια (* σημειωση - την Ράνια, φίλη μου απο την Ελλάδα, φοιτήτρια στην Ιταλία, την είχα συναντήσει ανεβαίνοντας και με είχε φιλοξενήσει για τρείς μέρες στην πόλη. Μου είχε ζητήσει γυρίζοντας*να της*φέρω ένα αντίγραφο του πίνακα -Πρωινό σε καλοκαιρινό τοπίο- του Βέμπερ, απο το μουσείο του Μονάχου).
    Το αντίγραφο του πίνακα ταξίδευε μαζί μου όλο αυτό το διάστημα τυλιγμένο σε έναν κύλινδρο, μέσα στον σάκο της σκηνής μου, έτσι ώστε να μην τσαλακωθεί στο δρόμο.
    Ανέβηκα στη μηχανή και ξεκίνησα για το σπίτι της Ράνιας.
    Εφτασα μισή ώρα αργότερα, αλλά ηταν αργά.
    Τα χτυπήματα στην πόρτα της δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα καθώς ήδη είχε φύγει για τη σχολή της, μάλλον αρκετά νωρίς.
    Καβάλησα τη μηχανή και ξεκίνησα για το Πανεπιστήμιο.
    Πήρα τους έξω δρόμους και έφτασα σε είκοσι λεπτά.
    Αφησα τη μηχανή σχεδόν στο κέντρο μιας αλέας ώστε να με δεί αν περάσει απο εκεί και ακούμπησα επάνω στο τεπόζιτο περιμένοντας τη Ρανια.
    Αναψα ένα τσιγάρο και χάζεψα τον χώρο του Πανεπιστημίου που γέμιζε σιγά σιγά κόσμο.
    Γυρώντας το βλέμα μου στο χώρο, είδα τη Ράνια στο βάθος να έρχεται μαζί με μια φίλη της.
    Φορούσε τα κλασικά της stan smith, ενα ξεβαμμένο τζην, μια μαύρη μπλούζα και ενα δερμάτινο μπουφαν.
    Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα πίσω και για ακόμα μια φορά θαύμασα το κουράγιο της να ξυπνάει τόσο πρωί και να έχει διάθεση να βάψει το περίγραμμα των ματιών της με εκείνο το μαύρο μολύβι, που τα έκανε να δείχνουν ακόμα πιό αμυγδαλωτά απο ότι ήταν.
    Μέσα τους μερικές φορές είχα ψάξει να δώ πόσα χρώματα είναι μπερδεμένα.
    Είχα ως τώρα βρεί το πράσινο, το γκρί, το γαλάζιο και αρκετές φορές ειδικά όταν κάτι δεν της άρεσε το μαύρο.
    Πλησίασε ανέμελη κουβεντιάζοντας και ξαφνικά γύρισε και με είδε.
    Πέταξε κάτω τα βιβλία της και έφτασε κοντά μου τρέχοντας με γαλάζια μάτια.
    Πήδηξε στον αέρα λίγο πριν με φτάσει και κρεμάστηκε στο λαιμό μου τυλίγοντας τα χέρια και το πόδια της στην πλάτη μου.
    Αρχισε να με φιλάει στα μάγουλα τιτιβίζοντας.
    Τα μάτια της ήταν γεμάτα Αιγαίο.
    Οπως τότε που τη γνώρισα χρόνια πριν στην Σκιάθο.
    Την αγκάλιασα και γυρίζοντας την έβαλα να καθίσει στο πλάι επάνω στη μηχανή.
    Λέγε, λέγε, λέγε, λέγε, φώναζε, θέλω όλα να τα μάθω, όλα, όλα, όλα, όλα.
    Της χάιδεψα το πρόσωπο.
    Δώσε μου τα κλειδιά σου θα*τα μάθεις όλα το μεσημέρι της είπα.
    *
    Πέντε λεπτά αργότερα με τα κλειδιά στην τσέπη, έψαχνα να βρώ φωτογραφείο να εμφανίσω πάνω απο δέκα καρούλια φιλμ που είχα μαζί μου.
    Μια υπόθεση που κράτησε τρείς ώρες σε ένα αυτόματο μηχάνημα, καθώς έτσι και αλλιώς τις "καλές" φωτογραφίες θα τις έφτιαχνα μόνος μου όταν θα γύριζα στο σπίτι.
    Με ένα μεγάλο φάκελο στο σακίδιο, πέρασα απο μια κάβα και πήρα δυό μπουκάλια κρασί και απο ένα μπακάλικο για να ψωνίσω τα απαραίτητα για ένα καλό γεύμα.
    Γύρισα στο σπίτι της Ράνιας, ξεφόρτωσα, μαγείρεψα μακαρόνια με κοτόπουλο*και έκανα ένα καυτό μπάνιο.
    Στέγωνσα και βγήκα στην βεράντα να καπνίσω.
    *
    Πόσο μακρυά ήταν το χιόνι και πόσο πίσω ήταν ολο το ταξίδι πλέον.
    Ετσι όπως έκλεινε ο κύκλος, μετά απο τόσα χιλιόμετρα, τόσες εικόνες και τόση περιπέτεια, έφτανε μόνο ένα πρωινό στη Ρώμη για να ξυπνήσει πάλι μέσα μου ο ταξιδιώτης.
    Ενοιωθα έτοιμος να ξαναφύγω για άλλα τόσα και άλλα τόσα χιλιόμετρα.
    Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απο ένα σύννεφο και η θερμοκρασία έπεσε αμέσως.
    Εγκατέλειψα τη βεράντα και γύρισα στο δωμάτιο.
    Διάλεξα ένα βιβλίο απο τα ράφια, έβαλα ένα ποτήρι κρασί και χώθηκα σε μια πολυθρόνα.
    *
    Η Ράνια ήρθε το απόγευμα.
    Φάγαμε, κουβεντιάσαμε και μετά καθίσαμε στο χαλί βλέποντας φωτογραφίες.
    Είχε πιάσει τις εκτυπώσεις στα χέρια της και τις γύρναγε μία-μία.
    Αλλες φορές ρώταγε, άλλες φορές τις στριφογύριζε για να βρεί τη γωνία που της άρεσε, άλλες φορές τις πέρναγε αδιάφορα.
    Ετσι μας πήρε η νύχτα, με αφηγήσεις, ερωτήσεις, σχόλια, αγγίγματα, σκιρτήματα, βλέμματα, ανάσες.
    Ετσι μας*βρήκε το πρωί ξαπλωμένους στο κρεββάτι, η Ράνια να κοιμάται με το κεφάλι στο στήθος μου και εγώ να βλέπω έξω απο τη*μπαλκονόπορτα τη μέρα να σηκώνεται και τον δρόμο να με φωνάζει.
    Εκλεισα τα μάτια μου και αφουγκράστηκα την ανάσα της.
    Βαθύς ύπνος, ήρεμος.
    Απο το μυαλό μου πέρασαν οι τελευταίες εβδομάδες, ο δρόμος, οι άνθρωποι, τα τοπία, το κρύο, η μοναξιά, η παρέα, ο δρόμος, ο δρόμος.
    Ο δρόμος που σε πάει όπου θέλεις και ο δρόμος που σου φέρνει εκπλήξεις και απρόοπτα.
    Ο δρόμος που σε φέρνει μπροστά στον εαυτό σου, σαν να κοιτάξεις έξω απο το τζάμι του τραίνου και να βλέπεις το καθρέφτισμά σου να αποκτά ρυτίδες, να χαμογελάει και*να στεναχωριέται.
    Ο δρόμος που σου θυμίζει ότι κάθε στάση μπορεί να είναι λιμάνι.
    Είτε για να ξεμπαρκάρεις, είτε για να πάρεις δύναμη για το επόμενο ταξίδι.
    Ενας δρόμος για τον καθένα μας, με στάσεις στην αγκαλιά κάποιας Ράνιας, με ανηφόρες που τις λένε απρογραμμάτιστες δυσκολίες και με κάμπους που τους λένε "καλές μέρες".
    Ενας δρόμος που ακόμα και με παρέα να τον ταξιδεύψεις, στο τέλος πάντα μόνος θα τον εγκαταλείψεις.
    Ενας δρόμος που δεν ξέρεις που καταλήγει, αλλά ο μόνος τρόπος να μάθεις είναι να τον περπατήσεις.
    *
    Καλούς δρόμους να έχετε όλοι σας.

  6. The Following 11 Users Say Thank You to Stamatis For This Useful Post:

    chrisgiapz3 (12-03-12), gant (13-03-12), hades7 (12-03-12), Konstantinos E60 (13-03-12), Leonidas_E39 (15-03-12), Nino (13-03-12), Ptboul (13-03-12), S8N (24-04-12), Stathis (13-03-12), strof (13-03-12), Κωνσταντίνος (12-03-12)

  7. #4
    Εγγραφή
    24-12-09
    Περιοχή
    Μαρουσι
    Μηνύματα
    6.857
    Thanked
    15098
    Rides
    1

    Προεπιλογή

    Παράθεση Αρχικό μήνυμα απο Stamatis Εμφάνιση μηνυμάτων
    Στο βαγόνι η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη θαλπωρή.
    Ενα κιτρινωπό απαλό φως έφεγγε στην καμπίνα και έκανε όμορφες αντανακλάσεις στο παράθυρο.
    Προσπάθησα να δώ έξω, αλλά το μόνο που φαινόταν στο τζάμι ήταν το είδωλό μου, σαν σε καθρέφτη.
    Εβαλα τις χούφτες μου επάνω στην κρύα επιφάνεια του παραθύρου και έκλεισα το πρόσωπό μου ανάμεσά τους, σαν να κοιτάζω μέσα απο ένα*τηλεσκόπιο.
    Η νύχτα έξω είχε πέσει και οι νιφάδες απο το χιόνι κόλαγαν για λίγο στο τζάμι, μέχρι να τις λιώσει η ζέστη της καμπίνας.
    Μιας και το κουπέ μου δεν είχε άλλους επιβάτες, κουλουριάστηκα στη δερματίνη του καναπέ και το έριξα στον ύπνο.
    *
    To τραίνο μου έφτασε νωρίς σε μια νυσταγμένη Ρώμη.
    Ξύπνησα απο τον θόρυβο των επιβατών στο διάδρομο και τις φωνές απο την αποβάθρα.
    Αρπαξα το σακίδιό μου και βγήκα έξω με κατεύθυνση τη σκευοφόρο.
    Η μηχανή μου λύθηκε απο τα δεσμά της και την κατέβασα καβάλα, τσουλώντας στην ράμπα.
    Ακολούθησα τα σηματα και βγήκα τσουλώντας στο δρόμο.
    Εξω απο το σταθμό έβαλα τη μηχανή στον ορθοστάτη και κοίταξα γύρω μου.
    Ενας καθαρός ουρανός φώτιζε το δρόμο.
    Στα δεξιά μου μια σειρά απο ταξί περίμεναν επιβάτες.
    Αριστερά ένα κιόσκι πούλαγε πανίνι και καφέδες.
    Κινήθηκα προς το κιόσκι για καφέ.
    Εβαλα το χέρι στην τσέπη και έβρισα.
    Ημουν ακόμα γεμάτος μάρκα.
    Επέστρεψα στο σταθμό και άλλαξα σε μια απίστευτη ισοτιμία όλα μου τα λεφτά σε λιρέττες.
    Ξαφνικά γέμισαν οι τσέπες μου λεφτά.
    Αναγκάστηκα να κρύψω μερικά στο εσωτερικό του μπουφάν μου.
    Γύρισα στο κιόσκι και πήρα ένα διπλό εσπρέσσο, μια ατομική πίτσα και μια πορτοκαλάδα.
    Κάθησα σε ένα παγκάκι και έφαγα το πρωινό μου.
    Αναψα ένα τσιγάρο και κοίταζα γύρω μου την πόλη που ξύπναγε.
    Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για*να γυρίσω*Ρώμη δεν είχα, μιας και την γύρισα ανεβαίνοντας, είχα όμως μια μικρή υποχρέωση να εκπληρώσω.
    Μια ακόμα επίσκεψη στην Ράνια (* σημειωση - την Ράνια, φίλη μου απο την Ελλάδα, φοιτήτρια στην Ιταλία, την είχα συναντήσει ανεβαίνοντας και με είχε φιλοξενήσει για τρείς μέρες στην πόλη. Μου είχε ζητήσει γυρίζοντας*να της*φέρω ένα αντίγραφο του πίνακα -Πρωινό σε καλοκαιρινό τοπίο- του Βέμπερ, απο το μουσείο του Μονάχου).
    Το αντίγραφο του πίνακα ταξίδευε μαζί μου όλο αυτό το διάστημα τυλιγμένο σε έναν κύλινδρο, μέσα στον σάκο της σκηνής μου, έτσι ώστε να μην τσαλακωθεί στο δρόμο.
    Ανέβηκα στη μηχανή και ξεκίνησα για το σπίτι της Ράνιας.
    Εφτασα μισή ώρα αργότερα, αλλά ηταν αργά.
    Τα χτυπήματα στην πόρτα της δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα καθώς ήδη είχε φύγει για τη σχολή της, μάλλον αρκετά νωρίς.
    Καβάλησα τη μηχανή και ξεκίνησα για το Πανεπιστήμιο.
    Πήρα τους έξω δρόμους και έφτασα σε είκοσι λεπτά.
    Αφησα τη μηχανή σχεδόν στο κέντρο μιας αλέας ώστε να με δεί αν περάσει απο εκεί και ακούμπησα επάνω στο τεπόζιτο περιμένοντας τη Ρανια.
    Αναψα ένα τσιγάρο και χάζεψα τον χώρο του Πανεπιστημίου που γέμιζε σιγά σιγά κόσμο.
    Γυρώντας το βλέμα μου στο χώρο, είδα τη Ράνια στο βάθος να έρχεται μαζί με μια φίλη της.
    Φορούσε τα κλασικά της stan smith, ενα ξεβαμμένο τζην, μια μαύρη μπλούζα και ενα δερμάτινο μπουφαν.
    Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα πίσω και για ακόμα μια φορά θαύμασα το κουράγιο της να ξυπνάει τόσο πρωί και να έχει διάθεση να βάψει το περίγραμμα των ματιών της με εκείνο το μαύρο μολύβι, που τα έκανε να δείχνουν ακόμα πιό αμυγδαλωτά απο ότι ήταν.
    Μέσα τους μερικές φορές είχα ψάξει να δώ πόσα χρώματα είναι μπερδεμένα.
    Είχα ως τώρα βρεί το πράσινο, το γκρί, το γαλάζιο και αρκετές φορές ειδικά όταν κάτι δεν της άρεσε το μαύρο.
    Πλησίασε ανέμελη κουβεντιάζοντας και ξαφνικά γύρισε και με είδε.
    Πέταξε κάτω τα βιβλία της και έφτασε κοντά μου τρέχοντας με γαλάζια μάτια.
    Πήδηξε στον αέρα λίγο πριν με φτάσει και κρεμάστηκε στο λαιμό μου τυλίγοντας τα χέρια και το πόδια της στην πλάτη μου.
    Αρχισε να με φιλάει στα μάγουλα τιτιβίζοντας.
    Τα μάτια της ήταν γεμάτα Αιγαίο.
    Οπως τότε που τη γνώρισα χρόνια πριν στην Σκιάθο.
    Την αγκάλιασα και γυρίζοντας την έβαλα να καθίσει στο πλάι επάνω στη μηχανή.
    Λέγε, λέγε, λέγε, λέγε, φώναζε, θέλω όλα να τα μάθω, όλα, όλα, όλα, όλα.
    Της χάιδεψα το πρόσωπο.
    Δώσε μου τα κλειδιά σου θα*τα μάθεις όλα το μεσημέρι της είπα.
    *
    Πέντε λεπτά αργότερα με τα κλειδιά στην τσέπη, έψαχνα να βρώ φωτογραφείο να εμφανίσω πάνω απο δέκα καρούλια φιλμ που είχα μαζί μου.
    Μια υπόθεση που κράτησε τρείς ώρες σε ένα αυτόματο μηχάνημα, καθώς έτσι και αλλιώς τις "καλές" φωτογραφίες θα τις έφτιαχνα μόνος μου όταν θα γύριζα στο σπίτι.
    Με ένα μεγάλο φάκελο στο σακίδιο, πέρασα απο μια κάβα και πήρα δυό μπουκάλια κρασί και απο ένα μπακάλικο για να ψωνίσω τα απαραίτητα για ένα καλό γεύμα.
    Γύρισα στο σπίτι της Ράνιας, ξεφόρτωσα, μαγείρεψα μακαρόνια με κοτόπουλο*και έκανα ένα καυτό μπάνιο.
    Στέγωνσα και βγήκα στην βεράντα να καπνίσω.
    *
    Πόσο μακρυά ήταν το χιόνι και πόσο πίσω ήταν ολο το ταξίδι πλέον.
    Ετσι όπως έκλεινε ο κύκλος, μετά απο τόσα χιλιόμετρα, τόσες εικόνες και τόση περιπέτεια, έφτανε μόνο ένα πρωινό στη Ρώμη για να ξυπνήσει πάλι μέσα μου ο ταξιδιώτης.
    Ενοιωθα έτοιμος να ξαναφύγω για άλλα τόσα και άλλα τόσα χιλιόμετρα.
    Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απο ένα σύννεφο και η θερμοκρασία έπεσε αμέσως.
    Εγκατέλειψα τη βεράντα και γύρισα στο δωμάτιο.
    Διάλεξα ένα βιβλίο απο τα ράφια, έβαλα ένα ποτήρι κρασί και χώθηκα σε μια πολυθρόνα.
    *
    Η Ράνια ήρθε το απόγευμα.
    Φάγαμε, κουβεντιάσαμε και μετά καθίσαμε στο χαλί βλέποντας φωτογραφίες.
    Είχε πιάσει τις εκτυπώσεις στα χέρια της και τις γύρναγε μία-μία.
    Αλλες φορές ρώταγε, άλλες φορές τις στριφογύριζε για να βρεί τη γωνία που της άρεσε, άλλες φορές τις πέρναγε αδιάφορα.
    Ετσι μας πήρε η νύχτα, με αφηγήσεις, ερωτήσεις, σχόλια, αγγίγματα, σκιρτήματα, βλέμματα, ανάσες.
    Ετσι μας*βρήκε το πρωί ξαπλωμένους στο κρεββάτι, η Ράνια να κοιμάται με το κεφάλι στο στήθος μου και εγώ να βλέπω έξω απο τη*μπαλκονόπορτα τη μέρα να σηκώνεται και τον δρόμο να με φωνάζει.
    Εκλεισα τα μάτια μου και αφουγκράστηκα την ανάσα της.
    Βαθύς ύπνος, ήρεμος.
    Απο το μυαλό μου πέρασαν οι τελευταίες εβδομάδες, ο δρόμος, οι άνθρωποι, τα τοπία, το κρύο, η μοναξιά, η παρέα, ο δρόμος, ο δρόμος.
    Ο δρόμος που σε πάει όπου θέλεις και ο δρόμος που σου φέρνει εκπλήξεις και απρόοπτα.
    Ο δρόμος που σε φέρνει μπροστά στον εαυτό σου, σαν να κοιτάξεις έξω απο το τζάμι του τραίνου και να βλέπεις το καθρέφτισμά σου να αποκτά ρυτίδες, να χαμογελάει και*να στεναχωριέται.
    Ο δρόμος που σου θυμίζει ότι κάθε στάση μπορεί να είναι λιμάνι.
    Είτε για να ξεμπαρκάρεις, είτε για να πάρεις δύναμη για το επόμενο ταξίδι.
    Ενας δρόμος για τον καθένα μας, με στάσεις στην αγκαλιά κάποιας Ράνιας, με ανηφόρες που τις λένε απρογραμμάτιστες δυσκολίες και με κάμπους που τους λένε "καλές μέρες".
    Ενας δρόμος που ακόμα και με παρέα να τον ταξιδεύψεις, στο τέλος πάντα μόνος θα τον εγκαταλείψεις.
    Ενας δρόμος που δεν ξέρεις που καταλήγει, αλλά ο μόνος τρόπος να μάθεις είναι να τον περπατήσεις.
    *
    Καλούς δρόμους να έχετε όλοι σας.
    Ενα τηλεφωνο βρε μπαγλαμα τοσες μερες στη μανα σου δεν εκανες?
    χχαχαχαχααχ συνεχιζω το διαβασμα...

  8. #5
    Εγγραφή
    28-12-09
    Ηλικία
    53
    Μηνύματα
    3.201
    Thanked
    4060
    Rides
    5

    Προεπιλογή

    σεξ δεν εχει...

  9. The Following User Says Thank You to gnx For This Useful Post:

    joseph (13-03-12)

  10. #6
    Εγγραφή
    24-12-09
    Μηνύματα
    13.123
    Thanked
    23228
    Rides
    0

    Προεπιλογή

    Παράθεση Αρχικό μήνυμα απο gnx Εμφάνιση μηνυμάτων
    σεξ δεν εχει...
    ΕΧΕΙ


  11. #7
    Εγγραφή
    22-02-10
    Περιοχή
    ΛΑΡΙΣΑ
    Ηλικία
    58
    Μηνύματα
    12.860
    Thanked
    25860
    Rides
    1

    Προεπιλογή

    με κατεστρεψες,τυφλωθηκα......τ σο διαβασμα ουτε στις πανελληνιες δεν εκανα!!!

  12. The Following User Says Thank You to aristent For This Useful Post:

    Ptboul (13-03-12)

  13. #8
    Εγγραφή
    28-12-09
    Περιοχή
    Πάτρα
    Ηλικία
    52
    Μηνύματα
    3.147
    Thanked
    4325
    Rides
    1

    Προεπιλογή

    Παράθεση Αρχικό μήνυμα απο gnx Εμφάνιση μηνυμάτων
    σεξ δεν εχει...
    Με την Ράνια δεν έγλεπαν όλη νύχτα φωτογραφίες


    Εγώ πάντως περίμενα να κουτουπωθεί η Έρρικα. Πάντα με σάχνανε οι επαρχιώτισσες ροδοκόκκινες φρόιλάιν .
    Γουστάρω τρελά Αλπικό βουκολικό.

  14. #9
    Εγγραφή
    29-11-10
    Περιοχή
    Θεσσαλονικη
    Ηλικία
    47
    Μηνύματα
    4.075
    Thanked
    7447
    Rides
    1

    Προεπιλογή


  15. #10

    Προεπιλογή

    Πρόεδρε από ποιο βιβλίο τα αντιγράφεις?

  16. The Following 3 Users Say Thank You to m-power_01 For This Useful Post:

    hades7 (13-03-12), Ptboul (13-03-12), Stathis (13-03-12)

Σελίδα 1 από 3 123 ΤελευταίαΤελευταία

Δικαιώματα - Επιλογές

  • Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε νέα θέματα
  • Δεν μπορείτε να απαντάτε σε θέματα
  • Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε συνημμένα
  • Δεν μπορείτε να επεξεργάζεστε τις δημοσιεύσεις σας
  •  
BACK TO TOP