Επιστροφή στο Forum : ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΛΩΡΙΔΑ
η αριστερη λωριδα ηταν η στηλη του Γιωργου Ν. Πολιτη στη τελευταια σελιδα του περιοδικου drive.
Στηλη η οποια ειχε χιλιαδες αναγνωστες και εκανε πολλους απο εμας να ξεκιναμε το διαβασμα παντα απο τη τελευταια σελιδα.
Τα κειμενα παντα απολαυστικα και με σωστη αισθηση του χιουμορ που μεσα τους ζωντανευουν στιγμες απο την ιστορια του αυτοκινητου και της μοτοσυκλετας..
Σε αυτο το νημα και μιας και ξυπνησαν διαφορες αναμηνησεις της δεκαετιας του 90 οταν τυχαια "επεσα" πανω σε μια αναδημοσιευση της στηλης, θα προσπαθησω να μαζεψουμε εδω οσα περισσοτερα μπορουμε και εχουν σωθει απο την καταπληκτικη γραφιδα του Γιωργου Πολιτη.
Να επισημανω οτι για την αντιγραφη χρησιμοποιηθηκαν διαφορα site οπως
https://www.4tforum.gr/phpBB3/ και ειδικα το https://www.purediy.gr
Για οσους δεν γνωριζουν τον Γιωργο Πολιτη λιγα λογια για το βιογραφικο του
Ο Γιώργος Ν. Πολίτης γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε δημοσιογραφία και φιλοσοφία στην Ελλάδα και τη Βρετανία. Έχει συνεργασθεί με περιοδικά, εφημερίδες και τηλεοπτικές εκπομπές, ενώ από το 1996 διατηρεί τη στήλη «Αριστερή λωρίδα» στο περιοδικό DRIVE. Από το 2004 διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνων.
Καθε βοηθεια στην αναδημοσιευση ευπροσδεκτη!
ακολουθει φωτο του συγγραφεα της αριστερης λωριδας
η ενοτητα "telling stories" αφορα μονο κειμενα της ομωνυμης στηλης του νικολα ζαλμα, οποτε θα παρακαλουσα να μην μπαινουν αλλα θεματα.
οσον αφορα τη στηλη του Ν. Πολιτη, με χαρα θα τη φιλοξενουσαμε κανοντας και αναλογη ενοτητα.
πρεπει ομως ο φιλος γιαννης να ζητησει την αδεια του συγγραφεα.
οταν εχουμε θετικη απαντηση ας μας ειδοποιησει να ανοιξει η ενοτητα.
ΟΚ, εγινε η μεταφορα, ισχυει βεβαια η επισημανση του Σταθη
Κάποτε ο συγχωρεμένος ο Μουράτογλου σε μία από τις συζητήσεις μας, με είχε ρωτήσει να του πω τη γνώμη μου για τον Πολίτη. Περισσότερο τον απασχολούσε αν είχε 'κουράσει' το κοινό.
https://i.imgur.com/YQIby.jpg
Του είχα απαντήσει χωρίς κανένα δισταγμό, ότι ο Γιώργος είναι απλά RESPECT και να μη πειράξει ποτέ τη συγκεκριμένη στήλη.
Κωνσταντίνος
28-05-12, 17:45
.......η αριστερη λωριδα ηταν η στηλη του Γιωργου Ν. Πολιτη στη τελευταια σελιδα του περιοδικου drive.
Στηλη η οποια ειχε χιλιαδες αναγνωστες και εκανε πολλους απο εμας να ξεκιναμε το διαβασμα παντα απο τη τελευταια σελιδα.....
Aκριβώς έτσι ξεκίναγα την ανάγνωση του drive. Ανάποδα.
Όπως επίσης και οι γελιογραφίες του Ιωάννου και ένα κόμικ στην προτελευταία (αν θυμάμαι καλά) σελίδα, μου διαφεύγει όμως ο τίτλος του.
ηρθε η ωρα να ξεκινησουμε την αριστερη λωριδα και τι πιο καλο ενα κειμενο για τον ελικα...
η αριστερη λωριδα ηταν η στηλη του Γιωργου Ν. Πολιτη στη τελευταια σελιδα του περιοδικου drive.
Φαινομένων απάτες
Ο άνθρωπος έδειχνε ότι είχε περάσει ωραία στη ζωή του. Έμενε στο Καβούρι, πρώτη σειρά πάνω στη θάλασσα, και η 635 CSi που οδηγούσα ήταν δική του. Είναι το ωραιότερο coupe της BMW, με το σπόιλερ της Μ6 και δεκαεξάρες BBS αράχνες γίνεται ένα από τα ωραιότερα coupe του σύμπαντος. Στο φανάρι της Λίμνης στάθηκε δίπλα μας μια μαύρη 116.
-Καλό αυτοκίνητο. Πήρε ένα στην κόρη μου, μα δεν έχει το πάτημα της Εξάρας, είπε.
Συμφώνησα, χωρίς να το πολυσκεφτώ. Η 635 δίνει τη βαπορίσια αίσθηση των παλιών Jaguar και Mercedes. Όσο για την 116, δεν την είχα οδηγήσει, πάντως ως πισωκίνητο hatchback θα είχε κι αυτή τα προβλήματα της. Το αναγκαστικά κοντό μεταξόνιο και οι γενικώς μικρές διαστάσεις είναι καλά στοιχεία για drift challenge, όχι για σταθερότητα και νεκρική ακαμψία στις στροφές. Το τελευταίο hatchback που δεν σπινάριζε τους μπροστινούς τροχούς λεγόταν Talbot Sunbeam και πριν από 25 χρόνια ήταν η χαρά της πάντας. Σίγουρα η 116 θα ήταν πολύ πιο ζυγισμένη, μου γεννήθηκε όμως η επιθυμία να αποκτήσω προσωπική γνώμη. Έτσι ζήτησα μια για δοκιμή.
Τα πρώτα χιλιόμετρα έγιναν στην πόλη. Εκεί διαπίστωσα ότι η ορατότητα πάσχει, το αυτοκίνητο είναι μεγαλύτερο απ' όσο νομίζεις και το μοτέρ δεν ακούει. Που σημαίνει ότι δεν μπορώ να κάνω σφήνες. Άρα έχω πρόβλημα. Υπάρχει μια άσκηση, η οποία δεν κάνει καλό στην υγεία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, αλλά δείχνει τι ψάρια πιάνουν στον τομέα της απόκρισης στο γκάζι: είσαι στο φανάρι με νεκρά. Τερματίζεις το γκάζι όσο πιο γρήγορα μπορείς και όταν φτάσει στο στοπ σηκώνεις μονομιάς το πόδι σου. Ο σκοπός είναι να δείς πόσες στροφές σήκωσε το μοτέρ. Ο εικοσάχρονος 1500άρης boxer που οδηγώ κάθε μέρα, αγγίζει τις 3000. Επανέλαβα το ίδιο τρικ στην ολοκαίνουρια BMW. Πατούσα το γκάζι, εγκατέλειπα το πεντάλ, προλάβαινα να πατήσω τέρμα φρένο κι ακόμη δεν είχε κουνηθεί η βελόνα του στροφομέτρου. Άμα λέω ότι τα καινούρια είναι ψόφια...
Βέβαια, ο boxer θέλει να παίζεις πιάνο με το πόδι για να μη σβήσει όταν είναι κρύος. Απεναντίας, η ηλεκτρονική διαχείριση του καυσίμου και της ανάφλεξης επιτρέπουν στους καινούριους κινητήρες να εργάζονται άκοπα σε κάθε περίπτωση σε όλες τις στροφές. Δουλεύουν λοιπόν από χαμηλά, χωρίς σκόρτσα και μπερδέματα, αλλά δεν ακούνε, ούτε χαμηλά, ούτε ψηλά, ούτε πουθενά. Για να το πω κομψά, το μοτέρ της 116 δεν ευνοεί αυτό που λέμε "σπορ οδήγηση". Παρ' όλα αυτά, κάτι με έψηνε ότι το αυτοκίνητο έκρυβε δυνατό χαρτί στο μανίκι. Η πρώτη βόλτα στα βουνά ήταν αποκάλυψη. Το τιμόνι της 116 επιβεβαιώνει την αρχή που λέει ότι μόνο όσα τιμόνια δεν κουβαλάνε ημιαξόνια μπορούν να προσφέρουν κορυφαία αίσθηση. Και να ήταν μόνο αυτό. Το πλαίσιο του αυτοκινήτου είναι μπετόν. Για να δώσεις τέτοια ακαμψία σε μια BMW E30, πρέπει να τη ράψεις και να της κολλήσεις cage 36 σημείων. Και η ουρά; Η ουρά δεν πάει πουθενά μόνη της. Ασφαλώς, ο 1600 δεν έχει δύναμη να την κουνήσει, αλλά ακόμη κι ύστερα από χυδαίες υπερβολές, η υπερστροφή έρχεται γλυκά και σε δόσεις. Κρίμα που η βασική έκδοση δεν φοράει τον 1800 της παλιάς Compact Ti. Θα ήταν δύο σκάλες πιο πάνω. Όσο περισσότερο πίεζα, τόσο περισσότερο εκτιμούσα την 116. Και τόσο περισσότερο ήθελα να ελέγξω μερικά χαρακτηριστικά του πλαισίου της για να μάθω πώς ένα πισωκίνητο hatchback κρατάει τόσο καλά. Σε τι διαφέρει από το καημένο το Sunbeam που σβούριζε από μακριά μόλις έβλεπε φουρκέτα;
Γύρισα στο γραφείο και βούτηξα στο αρχείο. Η απάντηση κρύβεται στις διαστάσεις. Το Sunbeam έχει μεταξόνιο 2413 mm, ενώ αυτό της BMW φτάνει τα 2660 mm! Η διαφορά είναι τεράστια. Εντείνεται περισσότερο συγκρίνοντας τα μετατρόχια. Για το Sunbeam οι αριθμοί είναι 1341 και 1328, για την BMW 1484 και 1497! Το σιδηροδρομικό μεταξόνιο της 116 υπερβαίνει κατά πολύ τα 2560 της πρώτης Μ3.
Διαθέτοντας ελάχιστους προβόλους, η 116 των 4220 mm συνολικού μήκους είναι μισό μέτρο κοντύτερη από τα 4755 mm της 635. Το εντυπωσιακό είναι πως σε κάθε άλλη διάσταση είναι μεγαλύτερη από αυτή, με μεταξόνιο 2630, μετατρόχια 1430 και 1460 αντίστοιχα!
Ερώτηση: θα έβαζε ποτέ κανείς 1600άρι μοτέρ σε παλιά Εξάρα; Ξαφνικά, οι τρομεροί κάποτε, 260 ίπποι της Μ635 CSi δεν ξενίζουν κάτω απ' το καπό ενός "μικρού" hatchback. Μάλιστα ο 3λιτρος της 130 γίνεται εντελώς φυσιολογικός. Και μην κάνετε κουβέντα για το βάρος. Η εξακύλινδρη 130 ζυγίζει 1450 κιλά, 20 περισσότερα από την 635 CSi.
Η διαπίστωση είναι πως το μέγεθος των αυτοκινήτων δεν μετριέται με τις εξωτερικές διαστάσεις. Αυτές ενδιαφέρουν μόνο στο παρκάρισμα. Οι ουσιαστικές διαστάσεις είναι το μεταξόνιο και τα μετατρόχια. Αυτές κάνουν ένα αυτοκίνητο μικρό ή μεγάλο. Και η 116 είναι πιο μεγάλη από την 635. Επειδή φαινόταν πιο μικρή, ο κύριος στο Καβούρι επηρεάστηκε και πίστεψε ότι δεν πατάει καλά.
Βέβαια, αν η 635 που πουλούσε δεν ήταν πράσινη και αυτόματη, θα την είχα αγοράσει επί τόπου και τώρα δεν θα συζητούσαμε για την καινούρια.
Στιγμές από την ζωή ενός Fulda
Όταν βγαίνουν από τη γραμμή παραγωγής, μαύρα γυαλιστερά με μυρωδιά φρέσκου καουτσούκ, τα λάστιχα των αυτοκινήτων δεν έχουν ιδέα για το πώς θα περάσουν τη ζωή τους. Πολλά από αυτά μπαίνουν σε γιαπωνέζικα sedan μπαρμπάδων με τραγιάσκα, ή σε γαλλικά hatchback δεσποινίδων που παρκάρουν με το αυτί. Έτσι η ζωή τους περνάει εντελώς βαρετά, δίχως ένα σπινάρισμα, ένα γλίστρημα, μία μπούκα. Στον παράδεισο των πεταμένων ελαστικών, εκεί που στοιβάζονται για αναγόμωση, στέκουν άφθαρτα, ξεκούραστο, δεν έχουν καμιά ιστορία να διηγηθούν. Ανάμεοά τους όμως υπάρχει κι ένα ξεχειλωμένο Fulda 205/50-15, που θα έχει βαρεθεί να λέει τις εμπειρίες του.
Ήταν μέρος μιας τετράδας, όχι βεβαίως της «τετράδος της ξακουστής του Πειραιώς», της ρεμπέτικης κομπανίας που μεγαλούργησε το μακρινό 1932 στην Ανάσταση Πειραιώς, αλλά αυτής των ελαστικών που φορέθηκαν εξήντα χρόνια αργότερα σε μια Lanca Delta Integrale 16V οε βουλκανιζατέρ του Σαουθάμπτον. Ο κάτοχος της, ο Γιώργος, έκανε μαζί τους ντουζίνες γύρων σε ένα από τα πρώτα track-days που γίνονταν τότε στο Γκούντγουντ. Το κυνήγι διαφόρων 911 και TVR ήταν γεμάτο ρίσκα που ταλαιπώρησαν όλα τα λάστιχα, όμως το περί ου ο λόγος είχε την ατυχία να βρίσκεται μπροστά αριστερά και να φάει όλο το ζόρι του απαιτητικού δεξιόστροφου σιρκουί.
Στη συνέχεια η ίδια τετράδα έκανε μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα στους τραχείς σαν γυαλόχαρτο δρόμους της Νότιας Αγγλίας, ώσπου ο Γιώργος ετοιμάστηκε για τη θερινή επιστροφή στην Ελλάδα.'Εβαλε τα λάστιχα μπρος-πίσω και, σε μια μνημειώδη νυχτερινή κατάβαση όπου λίγο έλειψε να ανατινάξει το μοτέρ, έκανε Καλαί-Ανκόνα σε 12 ώρες και γύρισε στα πάτρια. Εκεί, στις ανηφοριές των γαλλικών Άλπεων, το λάστιχο μας άφησε το τελευταία χιλιοστά του πέλματός του.
Λίγες ημέρες αργότερα, η Deltona απογειώθηκε σε μια κλειστή δεξιά στην Επίδαυρο, έσκασε πάνω σε κάτι πεύκα, το μουαγιέ του πίσω αριστερού τροχού κόπηκε στεγνά και η ζάντα μαζί με το Fulda εγκατέλειψαν το χώρο του δράματος. Τα βρήκαμε σε κάτι πουρνάρια δυο γκρεμούς παρακάτω μαζί με κάτι άλλα συντρίμμια και τα περιμαζέψαμε. Η ζάντα είχε ραγίσει, το λαστιχάκι όμως δεν έδειχνε να έχει καταλάβει τίποτα.
Οταν ύστερα από μήνες η Alfetta GTV , που ήταν το επόμενο αυτοκίνητο του φίλου, έμεινε από λάστιχο, βρήκαμε το ίδιο Fulda
στο γκαράζ και το ζαντάραμε στην αλουμινένια Campagnolo. Στον ένα χρόνο που έμεινε φορεμένο στη GTV, μόνο στο παρκάρισμα κύλησε ευθύγραμμα.
Η τελευταία φορά που το είδα εν δράσει ήταν το χειμώνα του '93 στα Σπάτα. Πριν γίνει το αεροδρόμιο, ο χώρος ήταν μια αχανής φλαταδούρα με καλό πατημένο χώμα. Είχαμε χαράξει μια πιστούλα, δύο οχτάρια γύρω από κάτι μισογκρεμισμένες παράγκες. Ατέλειωτες πάντες, φλικαρίσματα και ανεξέλεγκτα ντριφτ, ήταν η παιδική χαρά του εικοσάχρονου.
Κάποια φορά, ύστερα από ώρες λιωσίματος της Τζιτίβας, το λινά του Fulda παρέδωσαν το πνεύμα. Πετάχτηκαν έξω κι άρχισαν να κοπανάνε κάνοντας τούκου-τούκου στο θόλο. Ο Γιώργος συνέχισε για λίγο ακόμη τα σβουρίδια έως ότου τελικά αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην Αθήνα, χωρίς να περάσουμε τα 100 km/h για λόγους ασφαλείας.
Μια εβδομάδα αργότερα το αλλάξαμε με ένα Pirelli που βρήκαμε πεταμένο έξω από ένα λαστιχάδικο στην Αμφιθέας. Το παλιό θα το δίναμε ο' ένα φίλο που είχε ένα 124. Αυτός είχε μόλις μπιελάρει το δίλιτρο μοτέρ του και ο διάδοχος 1.500άρης Lada δεν πάντιαζε με τίποτα, οπότε το τιμημένο Fulda θα τον βοηθούσε. Μόλις το έβαζε θα ήταν σαν να είχε πάρει τριάντα άλογα
Δυστυχώς το Fiat δεν εμφανίστηκε στο καθορισμένο ραντεβού, η GTV τράκαρε με τρόλεϊ την επομένη, παροπλίστηκε, και το φυτιλιασμένο 15άρι ξεχάστηκε στο σκουριασμένο της πορτμπαγκάζ.
Από τότε πέρασαν κοντά δέκα χρόνια, και άλλα τόσα ιταλικά ερείπια απ' τα απαλά χεράκια του φίλου, μέχρι να επισκευαστεί προχείρως, με την καλλιτεχνική μέθοδο σφυρί-καλέμι-στόκος-εφημερίδα, η GTV. Τότε ξαναείδαμε και το Fulda. Σε μια κρίση ρομαντισμού πρότεινα να το περιθάλπαμε, να το πλέναμε, να το καθαρίζαμε και να το κρεμάγαμε ψηλά στο γκαράζ ως φόρο τιμής στις ημέρες που έφυγαν σπινάρονιας, όμως ο άκρατος υλισμός του Γιώργου επικράτησε.
Πήρε λοιπόν ό,τι απέμενε από το πάλαι ποτέ γυαλιστερό καουτσούκ και το έδεσε στην κουπαστή της βάρκας του για να μην τρίβεται το ξύλο στους ντόκους. Ώσπου κάποια στιγμή, λύθηκε το σκοινί που το κρατούσε, μια καντηλίτσα που δεν έγινε σωστή, και το ένδοξο Fulda χάθηκε για πάντα, μια νύχτα καλοκαιριού στις θάλασσες του Ιονίου.
για την αντιγραφη χρησιμοποιηθηκαν διαφορα site οπως
https://www.4tforum.gr/phpBB3/ και ειδικα το https://www.purediy.gr
Barbie
Γνώρισα την barbie ένα φεγγάρι που δούλευα στο ραδιόφωνο. Ξανθιά, στα είκοσι, με διαστάσεις 90-60-90 και πρόσωπο εξώφυλλο της vogue, ήταν η φαντασίωση του σταθμού.
Οταν με ρώτησε αν τα ψευδοεντούρο είναι κάτι σαν το ψευδοκράτος του Ντεκτάς, νόμισα ότι είχε χιούμορ. Σύντομα κατάλαβα ότι το εννοούσε. Δεν είχε χιούμορ. Δεν είχε εγκέφαλο.
Μαθαίνοντας ότι είχα σχέση με τα αυτοκίνητα άρχισε να με ζαλίζει για κάποιον Μάκη με ένα Saxo. To είχε χαμηλώσει με ελατήρια Eibach, είχε βάλει μπούκα, έκανε χειρόφρενα με 200, ήταν γενικώς ατρόμητος τύπος. Δεν εντυπωσιάστηκα . Ολοι οι εικοσάχρονοι είναι ατρόμητοι κι ο τύπος που έχει μάθει στην γκόμενα του τι ελατήρια φοράει το Saxo του, είναι για τα μπάζα.
Μια μέρα που έβρεχε ζήτησε μετά την δουλειά, να την πάω σπίτι της στη Γλυφάδα. Θα έκανα κύκλο για να γυρίσω στο δικό μου στην Πλάκα, δέχτηκα όμως πιστεύυοντας ότι μια βόλτα με τη Veloce στη βροχή θα αρκούσε για να μην ξανακούσω λέξη για τον Μάκη, το Saxo και τους εφτά νάνους. Ετσι κι έγινε. Την έσφιξα με τις τεσσάρες ζώνες, της είπα να μη φωνάζει γιατί το μοτέρ έκανε θόρυβο και ούτως ή άλλως δεν την άκουγα και πήγαμε ως την μπιφτεκούπολη με τις πόρτες.
Κάποια στιγμή με ερωτεύτηκε και οι βόλτες με τη Veloce-που ποτέ δεν έμαθε να την λέει σωστά λέγοντάς την πάντα Βελότσα όπως γαλότσα-έγιναν συχνές. Δεν μπόρεσε να μάθει να μην φοβάται, λίγο-λίγο όμως σταμάτησε να ουρλιάζει.
Μια φορά άκουσε το Satisfaction στο ράδιο και φώναξε χαρούμενη:
-Το ξέρω αυτό, ποιός το τραγουδάει?
-Ο Mick Jagger, είπα.
-Και αυτόν τον ξέρω, συνέχισε.
Ηταν ίσως η πρώτη φορά που ήξερε κάτι που δεν είχε να κάνει με κραγιόν ή εσώρουχα, έτσι εντυπωσιασμένος ρώτησα πώς τον ήξερε, για να πάρω την δολοφονική απάντηση:
-Τον έχω δει στο Beverly, είχε έρθει σαν γκεστ.
Με κάτι τέτοια παρα το εκθαμβωτικό περιτύλιγμα, άρχισα να βαριέμαι. Εψαχνα δικαιολογίες για να μη βγούμε, έχω δουλειά ψαροντούφεκο, ιλαρά, τα είχα πει όλα. Ενα βράδυ Σαββάτου επέμενε, δεν είχα τι να πω, έτσι είπα αυθόρμητα,φεύγω, πάω στην Καλαμάτα. Συνέχισε την κουβέντα.
Υστερα από δέκα λεπτά, ρώτησε τι ώρα θα βγαίναμε.
-Δεν σου είπα ότι θα πάω στην Καλαμάτα?
-Εντάξει, να βρεθούμε στη μέση, που είναι η Καλαμάτα προς τη Γλυφάδα ή προς την Πλάκα?
Αποσβολώθηκα.
-Κορίτσι μου, είπα, ξέρεις πού είναι η Κόρινθος?
-Ναι, έκανε εκείνη.
-Το Ναύπλιο. η Τρίπολη? Συνέχισα εγώ.
-Ναι, ναι, ξαναείπε.
-Ε, η Καλαμάτα είναι ποιό μακριά, έκανα.
-Δηλαδή θα γυρίσεις αργά το βράδυ? Ξαναρώτησε η Barbie.
Κάπου εκεί το ειδύλλιο έληξε. Εγώ γύρισα στην ηρεμία μου και η Barbie στον Μάκη. Μου κράταγε μούτρα ώσπου κάποια στιγμή μου ζήτησε να την γυρίσω σπίτι. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο άρχισε η εξομολόγηση.
-Μου ζήτησε ο Μάκης να βγούμε, είπε, βγήκαμε και δεν φοβήθηκα καθόλου. Γέλαγα. Με ρώτησε γιατί γελάω και του είπα ότι έβγενα με ένα παιδί με μια Bελότσε(το παιδί με σκότωσε, τουλάχιστον είπε το όνομα σωστά), που είχε 200 άλογα(αυτό το πρόσθεσε μόνη της) κι έκανε κανονικές πάντες χωρίς χειρόφρενο(απίστευτη επισήμανση), οπότε κάνε ό,τι θες, δεν φοβάμαι πια, και συνέχισα τα γέλια.
Σκέφτηκα τον απεγνωσμένο Μάκη να δοκιμάζει τα πάντα και το μωρό να χαχανίζει, ιδανική συνταγή για πολύνεκρο: ένας μεγαλύτερος που τα έχει κάνει όλα καλύτερακαι πριν από εσένα. Θυμάμαι το συναίσθημα.
Στο Λύκειο έιχα ένα πενηντάρι Beta μοτοκρός και πέτυχα τον Αντώνη, τον πρώην της καλής μου, πάνω σε ένα αστραφτερό εξακοσάρι Tenere. Εδειξε το μηχανάκι μου και με ρώτησε από πού πέρνει καφέ, εννοώντας προφανώς, ότι ήταν καβουρδιστήρι. Του απάντησα φυσικότατα ότι ένα καθαρόαιμο ιταλικό πενηντάρι είναι χίλιες φορές καλύτερο από ένα γιαπωνέζικο υποκατάστατο και ότι προτιμούσα να περπατήσω παρά να καβαλήσω ένα μηχανάκι που λέγεται ψευδοεντούρο(να το πάλι αυτό).
Του τσάκισα τα νεύρα, η ψυχή μου ήξερε ότι κατά βάθος ήθελα να του τσακίσω τα μούτρα.
Φτάσαμε στο σπίτι της Barbie, κατέβηκε, ήρθε στη μεριά μου, έσκυψε και με φίλησε. Ξαφνιάστηκα με την απρόσμενη κίνηση. Τότε πρόσεξα ένα Saxo παρκαρισμένο απέναντι, και μια ντουζίνα γόπες κάτω απ'το παράθυρο, σημάδι ότι ο Μάκης περίμενε εκεί για ώρες.
Είχα πέσει θύμα σεναρίου για σπάσιμο στον Μάκη. Ο μάκης η Barbie και εγώ. Εγώ, η Σοφία και ο Αντώνης. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Η Barbie με το αγαλματένιο κορμί και τη ελλειματική νοημοσύνη μας είχε τυλίξει στον ιστό της. Σκέφτηκα να του μιλήσω, να τον καθησυχάσω,
κι ύστερα θυμήθηκα ένα άλλο περιστατικό και πείστηκα ότι δεν χρειάζονται παρεμβάσεις, τα πράγματα παίρνουν νομοτελικά το δρόμο τους.
Λίγους μήνες μετά το συμβάν με το καβουρδιστήρι, είχα δει τον Αντώνη σε ένα φανάρι. Είχε ακόμη το ίδιο Tenere, μόνο που εγώ είχα ένα Guzzi Le mans 1000.
Mε γνώρισε, έγνεψε, γεια, '' να χαίρεσαι το κίτρινο μπρίκι σου'', απάντησα. Το φανάρι άναψε, άφησα το συμπλέκτη στις 7000 και χάθηκα σ'ένα σύννεφο λιωμένου Pirelli Phantom που τρυπούσαν οι φλόγες από τις ανοικτές Lafranconi στροβιλισμού.
Αν λοιπόν κάποιο βράδυ με περάσει διπλωμένο κανένα Evo ξερνώντας φλόγες με 300, θα ξέρω πώς ίσως να είναι ο Μάκης που ενηλικιώθηκε.
Samurai
Η πρώτη φορά που άκουσα αυτό τον παράξενο ήχο ήταν πριν από δέκα-δώδεκα χρόνια, στο συνεργείο μοτοσικλετών που έπινα καφέ τα πρωινά πριν από το σχολείο. Ο μάστορας άφησε την κούπα στο τραπέζι και γύρισε το βλέμμα προς το δρόμο: Ένας πρωτόγνωρος θόρυβος, σαν μια ντουζίνα κατσαρόλες γεμάτες καρφιά να κατρακυλάνεμια μεγάλη λαμαρινένια κατηφόρα, ερχόταν από την πλατεία. Σε λίγο μια πράσινη μοτοσικλέτα τυλιγμένη σε πυκνό δίχρονο καπνό σταματούσε μπροστά μας. Ένα τρικύλινδρο Kawasaki Mach III 500, από αυτά που πέρασαν -λανθασμένα- στην ιστορία ως Samurai.
Ο οδηγός ήταν ένας νεαρός με μακριά λαδωμένα μαλλιά και εργατική φόρμα. Άρχισε να μας λέει ότι η μηχανή ήταν του αδερφού του και την είχε παρατημένη χρόνια σε μια αποθήκη. Ζούσε πια μόνιμα κάπου στη Θράκη, είχε παντρευτεί, δεν σκόπευε να επιστρέψει στην Αθήνα κι έτσι αποφάσισε να τη χαρίσει στο μικρό του αδερφό. Εκείνος την έβαλε μπροστά με τη βοήθεια ενός φίλου του και τώρα την έφερνε στο συνεργείο για ένα γενικότερο μάζεμα.
"Είναι πολύ ζόρικη αυτή μηχανή: έως τις 7000 σέρνεται και στις 7500 σου πετάει όλη τη δύναμη στο κεφάλι, ξέρεις να οδηγείς καλά;", τον ρώτησε ο μηχανικός.
"Ξέρω, πώς δεν ξέρω", έκανε ενοχλημένα ο νεαρός, την άφησε για service και έφυγε.
Έφυγα κι εγώ για το σχολείο. Τον ξαναείδα λίγες μέρες αργότερα, στην πλατεία, με το ίδιο λαδωμένο μαλλί, την ίδια εργατική φόρμα κι ένα φρέσκο γύψο στο αριστερό χέρι.
Ξαναπήγε τη μηχανή στο συνεργείο, τη φτιάξανε, της έβαλαν καινούρια λάστιχα και του είπαν πάλι να προσέχει.
Ύστερα από μερικές εβδομάδες, ένα τρίκυκλο ξεφόρτωσε στο συνεργείο τα υπολείμματα του παλιού Kawasaki. O στραβός σκελετός, τα κομμένα καλάμια, η ζάντα που είχε γίνει οχτάρι, μαρτυρούσαν ότι η τούμπα ήταν γερή.
"Είναι καλά ο μικρός;", ρώτησε ο μάστορας.
"Μια λάμα στο πόδι, αλλά είναι εντάξει, θέλει να του φτιάξεις το Samurai", είπε ο φίλος του, που είχε έρθει συνοδεία για τη μεραφορά.
"Όχι αγόρι μου", απάντησε τότε ο μάστορας. "Δεν το φτιάχνω, και αν είσαι φίλος του παιδιού να πας να το πετάξεις", συνέχισε και ξανάριξε τη μοτοσικλέτα στο τρίκυκλο.
Έκανα πολλά χρόνια να ξαναδώ Mach III και να ακούσω τον αλλόκοτο ήχο του αερόψυκτου τρικύλινδρου δίχρονου κινητήρα.
Ένα από τα τελευταία κυριακάτικα μεσημέρια του καλοκαιριού, έπινα καφέ σε μια επαρχιακή καφετέρια δίπλα στο κύμα, όταν πήρε το αυτί μου μια συζήτηση από ένα διπλανό τραπέζι. Μια παρέα έλεγε κάτι για μηχανάκια και λεφτά, ή κόντρα στήνανε ή κάτι πουλάγανε. Τον ένα από αυτούς τον ήξερα, ο Λάρυ με τη σκαμμένη μούρη και το δολοφονικό ύφος κρυμμένο κάτω από τα νταβατζιλίδικα Rayban με το κοκκαλάκι, εμπορία λευκής σαρκός και κόνεως ήταν οι συνηθισμένες του ασχολίες.
Απ' ότι κατάλαβα, είχε μόλις βγεί από το κελί και έψαχνε για μοτοσικλέτα. Ο τύπος που την προξένευε, χοντρός, τεράστιος, είχε μια φάτσα χαρακωμένη και μια αλυσοδεμένη καρδιά τατουάζ, χτυπημένο στο μπράτσο. Σαν να τους είχες βγάλει από ταινία του Ταραντίνο οι δυο τους, και από δίπλα ένας κοντός και αδύνατος, αυτός ήταν μάλλον ο ιδιοκτήτης της μοτοσικλέτας, τον είχαν εκεί στην άκρη και δεν μίλαγε.
"Το έχεις δει το μηχανάκι, το ξέρεις", έλεγε ο χοντρός στον Λάρυ, "θα στο φέρω αύριο στις πέντε από εδώ, αλλά παντού το ξέρουν, είναι το Samurai με τους εφτά σταυρούς".
Τότε κατάλαβα ότι μιλούσαν για τον τοπικό θρύλο της δεκαετίας του '70, με τις εφτά χαρακιές στο ρεζερβουάρ, μια για κάθε αναβάτη που είχε στείλει στον άλλο κόσμο. Έτσι την άλλη μέρα, όλη η παρέα στήσαμε κερκίδα από νωρίς στην καφετέρια, περιμένοντας το Samurai με τους εφτά σταυρούς.
Έφτασε ο Λάρυ με ένα φίλο του, με μια παλιά τριάρα BMW. Φορούσε σαγιονάρες και σορτσάκι, ότι πρέπει για να οδηγήσεις την πιο ανατριχιαστική μοτοσικλέτα του πλανήτη, σκέφτηκα. Ήταν παρέα με δυο ξανθιές δίμετρες, έκατσαν στο διπλανό μας τραπέζι και παρήγγειλαν ουίσκι με φυστίκια. Σε λίγο ακούστηκε το καβούρδισμα του δίχρονου αερόψυκτου κινητήρα, όλοι γυρίσαμε προς τα εκεί και αμέσως μετά εμφανίστηκε η ίδια η κόλαση.
Μοτοσικλέτα μαύρη, με εφτά κόκκινους σταυρούς χαραγμένους στο ρεζερβουάρ, δίχως σέλα, κοκκοβιό, φώτα, όργανα και φτερά, έμοιαζε βγαλμένη από εξώφυλο του Ozzy, ο Τρόμος ο ίδιος. Ο κοντός ξεκαβάλησε και από ένα αγροτικό που ερχόταν από πίσω βγήκε ο χοντρός και δυο άλλοι. Ο Λάρυ άφησε τις γυναίκες στο τραπέζι και περπάτησε αργά-αργά προς τη μοτοσικλέτα.
"Τέσσερα κατοστάρικα", έκανε ο χοντρός.
"Τα κλειδιά", έγνεψε ο Λάρυ.
Ο κοντός του τα έδωσε με ένα δισταγμό, "ξέρεις να οδηγείς;", ρώτησε με αφέλεια -"ή βιάζεσαι να πεθάνεις;" μουρμούρισα εγώ.
Ο Λάρυ κατέβασε τη μανιβέλα και μικρά σύννεφα καπνού άρχισαν να βγαίνουν από τις εξατμίσεις.
"Θα πάω μια ως το λιμάνι. Αν έχει γκάζι, πάει καλά, τετρακόσια. Αν δεν έχει έλα από εκεί να το πάρεις, δε γουστάρω τα μηχανάκια που δεν πάνε, κατάλαβες;" είπε στον κοντό.
Ο χοντρός κάτι μούγκρισε, ο Λάρυ έβαλε πρώτη, άφησε το συμπλέκτη και ξεκίνησε. Έβαλε δευτέρα πολύ νωρίς, ο καπνός πύκνωσε, το μοτέρ άρχισε να μπερδεύει και να μπουκώνει, κι εκείνος γύρισε προς το μέρος μας και έκανε μια κίνηση με το αριστερό του χέρι σαν να έλεγε "δεν πάει το ρημάδι". Ο χοντρός κοίταζε απορημένος τον κοντό και εκείνος με όλη του τη δύναμη ούρλιαξε:
"Γκάζι, γκάζι".
Τότε ο Λάρυ άνοιξε όλο το γκάζι, το μοτέρ πνίγηκε στη στιγμή, σαν να έσβησε, και αμέσως μετά ακούστηκε να καθαρίζει. Στο επόμενο καρέ, το Samurai με τους εφτά σταυρούς τινάχτηκε στον αέρα, μια σούζα κάθετη, λαμπάδα όρθια, και ύστερα το καπάκι, η μηχανή να σέρνεται σε ένα χαμό από σπίθες και ο Λάρυ να φέρνει τούμπες, αλλού αυτός, αλλού οι σαγιονάρες, αλλού τα Rayban με το κοκκαλάκι.
Όταν όλα σώπασαν, ο κοντός άρχισε να τρέχει προς τη μηχανή, ο χοντρός και οι δικοί του πλάκωσαν στις κλωτσιές τον Λάρυ, όπως σηκώθηκε μεσ' στα αίματα από τον δρόμο, ο φίλος του πάλευε να τον βοηθήσει, έφαγε μερικές γερές και αυτός. Στο τέλος, τους τσουβαλιάσανε στην τριάρα και αυτοί έφυγαν, αφήνοντας τις ξανθιές αμανάτι στην καφετέρια με τα ουίσκι και τα φυστίκια. Είχα μείνει στην πόρτα, μην ξέροντας τι να πρωτοκοιτάξω, όταν από τη μεριά του λιμανιού ακούστηκε και πάλι ο χαρακτηριστικός τσίγκινος ήχος του Samurai με τους εφτά σταυρούς. Στάθηκε για μια ακόμη φορά ανίκητο, πήρε μπρος, ξεκίνησε με τις πάντες και χάθηκε στο βάθος του δρόμου, τυλιγμένο στους γαλάζιους καπνούς του.
:drive:
Γ. Πολίτης
Cheers!
Στα αμερικάνικα φιλμ του 70, έβλεπα συχνά κάτι παρακμιακές μάντρες αυτοκινήτων. Αλάνες με χαλίκι ανάμεσα σε ψηλά κτίρια, σαραβαλιασμένα ερείπια στοιβαγμένα με ένα ταμπελάκι με την τιμή στο ταμπλό τους. Μπροστά, εκείνοι οι ψηλοί συρμαπόπλεκτοι φράκτες, πou στις τανίες ο καλός σκαρφαλώνει για να σωθεί από τους κακούς που τον καταδιώκουν πυροβολώντας. Μια τέτοια μάντρα είχε στήσει και ο Τζεφ σε μια φτωχογειτονιά του Κάρντιφ. Το γραφεία του ήταν ένα τροχόσπιτο, που όρθιος δεν χώραγες αν ήσουν πάνω από ένα ογδόντα. Είχε ένα μικρό τραπέζι, δυο καρέκλες και μια σόμπα. Εκτός από εμπόριο φτηνών αυτοκινήτων, ο Τζεφ είχε και δυο παλιές άσπρες Rolls-Royce, που τις νοίκιαζε για γάμους. Νοίκιαζε και, κανονικά αυτοκίνητα, κάτι ρημάδια Montego και Maestro. Το καθένα από δαύτα ήταν μια ιστορία από μόνο του. Είχα πάρει μια φορά ένα Maestro με πρόβλημα στο κιβώτιο, δεν κούμπωνε πρώτη και δευτέρα. Παλεύοντας να ξεκινήσω με τρίτη πατιναριστή στο φανάρι μιας μεγάλης ανηφόρας, τα τίναξε ο δίσκος. Δημιούργηθηκε κυκλοφοριακό κομφούζιο, είχα κόψει την κίνηση της πόλης στα δύο. Πολύ όμορφη εμπειρία, που ωχριά βεβαίως μπροστά οε εκείνη που είχα με ένα αυτόματο Montego. Το κλειδί δεν εφάρμοζε καλά στο διοκόπτη. Στις αριστερές στροφές έβγαινε από τη θέση του και έπρεπε να το σπρώχνεις με το πόδι να μην πέσει. Πώς πήγαμε, χωρίς να κλειδώσω το τιμόνι, έως το Μπρίστολ, ένας θεός το ξέρει.
Μια άλλη φορά ψάχναμε μέ για να πάμε στο σαλόνι αυτοκινήτου του Μπέρμιγχαμ. Ο Τζεφ μας έδωσε ένα κόκκινο Escort, συμπαθητικό, μόνο που στην πρώτη γρήγορη καμπή της εθνικής ξεκούμπωσε η μπροστά ζανφόρ. Δεν πείραζε που κούναγε ίσο-ίσα έδινε ενδιαφέρον στην οδήγηση, αλλά κάπου κοπάναγε και έκανε σπαστικό θόρυβο, κουφοί φτάσαμε στην έκθεση.
Επιμέναμε να νοικιάζουμε από τον Τζεφ, και γιατί με δέκα λίρες την ημέρα ήταν η φτηνότερη μάντρα του Νησιού, αλλά και γιατί ο ίδιος ήταν απίστευτα γραφικός. Πήγαινα κάτι μεσημέρια του χειμώνα, καθόμασταν στο τροχόσπιτο και πίναμε τσάι με κονιάκ. Τα χέρια κοντά στη σόμπα, τα τζάμια θολά και ο Τζεφ, με την καρό τραγιάσκα και το κλασικό του τραύλισμα, να λέει ιστορίες για αυτοκίνητα. Για το καμάρι της Rover του 70, το SD1. Αυτά είχαν ένα πρωτόλειο check panel, που όταν κάτι χαλούσε, μια μαγνητοφωνημένη φωνή ανακοίνωνε τη βλάβη. Μόνο που επειδή το μοτέρ τους, ο αλουμινένιος V-8, προοριζόταν για την Αμερική, η φωνή είχε τεξανή προφορά. Τα SD1 σκούριαζαν με μοναδική ευκολία, κι έτσι, λίγο-λίγο, η υγρασία γέμιζε το χώρο γύρω από κεντρική μονάδα αυτού του πράγματος. Το αποτέλεσμα ήταν να χαλάει και να μπαίνει σε λειτουργία η κασέτα χωρίς να προηγηθεί βλάβη. Και μάλιστα, εξ αιτίας -προφανώς- κάποιου ηλίθιου αμερικανικού κανονισμού ασφαλείας, δεν υπήρχε τρόπος να σταματήσει η εκφώνηση.Έτσι, στα περισσότερα SD1, μετά τον δεύτερο χρόνο κυκλοφορίας τους, στα καλά καθούμενα, μια γυναικεία φωνή με τεξανή προφορά, πληροφορούσε τον κάτοχο ότι πρέπει να πάει για service, ότι τα τακάκια θέλουν άλλαγμα ή ότι έχουν λιγοστέψει επικίνδυνα τα λάδια στο κάρτερ. Ο μόνος τρόπος να σταματήσει το μαρτύριο ήταν να αποσυνδεθεί η μπαταρία.
Εκείνη την εποχή είχα βγάλει πολλά λεφτά, πουλώντας πόλους ταχείας απασφαλίσεως για μπαταρίες, έλεγε τραυλίζοντας
ο Τζεφ, εάν δεις κανένα Rover, άνοιξε και δες, όλα τέτοιον έχουν.
Όποτε δεν μίλαγε για αυτοκίνητα, έλεγε γκομενοιστορίες. Ξεκίναγε οπό το καλοκαίρια στην Κρήτη πριν από τριάντα
χρόνια «που με άλλη κοιμόσουν και με άλλην ξύπναγες το πρωί», και κατέληγε σε πρόσφατα περιστατικά με μεθυσμένες σερβιτόρες σε συνοικιακές pub. Βέβαια, στη ζωή του υπήρχε και σύζυγος, η Σούζυ. Έμοιαζε ότι θα ήταν θεά στον καιρό της, όμως τα σημάδια από τις καταχρήσεις ήταν έκδηλα πάνω της. Ενώ ο ίδιος κυκλοφορούσε με τα διάφορα άθλια νοικιάρικα, εκείνη βολτάριζε με μια παλιά Esprit, ένα αυτοκίνητο που στην Αγγλία οδηγούν πια μόνο νταβατζήδες και προπονητές ποδοσφαιρικών ομάδων τρίτης εθνικής.
«Δεν με αφήνει να πάρω τη Lotus, γιατί λέει θα κυνηγάω γυναίκες. Δεν έχει κι άδικο, άμα πιω ένα ποτήρι τις θέλω όλες, μέχρι και τον καναπέ που είχα στο γραφείο μου τον πέταξε για να μην τις φέρνω εδώ. Είδες τα δαχτυλίδια που της έχω πάρει; Κάθε κέρατο που μάθαινε, της έπαιρνα και από ένα για να καλμάρει», μουρμούριζε ο Τζεφ.
«Τόσα πολλά», του απαντούσα, γιατί ήταν φορτωμένη σαν λατέρνα η Σούζυ. «Έχει και αλλά, πολλά, αλλά δεν έχει άλλα δάχτυλα για να τα βάλει», τραύλιζε πάλι εκείνος.
Γυρνώντας με ένα φίλο από ξενύχτι, πέντε ή ώρα το πρωί, περάσαμε από τη μάντρα να δούμε εάν είχε τίποτα καλό ο Τζεφ. Για κάποιο λόγο, η συρματένια πόρτα ήταν ανοικτή. Την είχαν παραβιάσει ουκ ολίγες φορές, και μάλλον κάτι τέτοιο συνέβαινε και τώρα. Πλησιάσαμε πιο κοντά, και τότε άνοιξε η πίσω πόρτα της μιας από τις δύο Rolls, που ήταν παρκαρισμένες πρώτη μούρη στην αυλή. Βγήκε μια χοντρή, ταλαιπωρημένη ύπαρξη με λαμέ φούστα και κάτι πούλιες σε ένα κόκκινο μπουστάκι, που κράταγε ένα μικροσκοπικό λιλά τσαντάκι, σε τάχαμου απομίμηση δέρματος φιδιού. Είχε την κλασική διάπλαση και τα χοντροκομμένα χαρακτηριστικά που έδωσαν στις γυναίκες της κοιλάδας της Rhonda το όνομα valley commando. Άναψε τσιγάρο με ένα γυαλιστερό χρυσό αναπτήρα, μας πέταξε ένα "Hi boys", μπήκε σε ένα τρακαρισμένο Fiesta και έφυγε με σηκωμένο το took και το ηίαω καζανάκι της εξάτμισης να σέρνεται στο δρόμο.
Την ίδια στιγμή, από την πόρτα της Rolls ξεπρόβαλε ο Τζεφ με ένα μπουκάλι τζιν στο χέρι.
«Ω, οι Ελληνες φίλοι μου», φώναξε, «ελάτε, να πιούμε κάτι».
«Δεν έμοιαζε με τη Σούζι η κυρία», του είπα.
«Ευτυχώς», έκανε γελώντας εκείνος.
«Τι ευτυχώς», συνέχισα, «μαύρα χάλια ήτανε, πού τις πετυχαίνεις;»
Και τότε ο Τζεφ, δείχνοντάς μου το μπουκάλι με το τζιν, τραύλισε χαμογελώντας με νόημα: "I've never been to bed with an ugly chick, but I've woken up with one several times". Δεν έχω πάει ποτέ με άσχημη γκόμενα, αλλά έχω ξυπνήσει πολλές φορές δίπλα σε μία.
Simply Red
Ένα Σεπτέμβριο, στην Αγγλία, έψαχνα για αυτοκίνητο χωρίς να βρίσκω τίποτα φτηνό και αξιόλογο. Είχα φρίξει με ένα άθλιο νοικιάρικο Austin Maestro και, απεγνωσμένος πια, πήγα σε μια μάντρα και δοκίμασα ένα Rover 216 Vitesse του '87. Ύστερα από λίγο, στο τροχόσπιτο που αποτελούσε έδρα της επιχείρησης, βάλαμε τις απαραίτητες υπογραφές και το πήρα.
Το Rover ήταν το πιο καινούριο αυτοκίνητο που είχα ποτέ και το πρώτο μπροστοκίνητο που αγόραζα. Δούλευε ρολόι, κάθε μέρα με μισή μιζιά έπαιρνε μπροστά, ξύλα, δέρματα, ηλεκτρικά παράθυρα και οροφές, και όλα αυτά με ασφαλές κράτημα και οικονομία. Σε δέκα ημέρες το είχα βαρεθεί πλήρως, το μοσχοπούλησα και όλοι με βρίζανε, "είχες και συ ένα αμάξι της προκοπής, το έδωσες, να δούμε τι μαυσωλείο θα μας φέρεις πάλι".
Δυο εικοσιτετράωρα αργότερα, αγόραζα μια Alfa Junior του '69. Από παιδί το ήθελα αυτό το αυτοκίνητο. Γούσταρα το σχήμα, τον ήχο, τον τρόπο που μια Junior γυρίζει την ουρά της. Την έβαζα εμπρός το πρωί και την έσβηνα τη νύχτα. Δεν χόρταινα να την οδηγάω, δεν βαρέθηκα ποτέ το διαλυμένο της κάθισμα, τον αέρα που έμπαινε από παντού. Μου έφτανε να τη βλέπω, να την ακούω και να την αισθάνομαι.
Όμως, από τη μια τα συνεχή ακουμπήματα, (ήταν ελαφρώς χαμηλωμένη -τι ελαφρώς δηλαδή, που βάζαμε στοίχημα αν μπορεί να περάσει πάνω από πακέτο τσιγάρα. Τσίμα τσίμα πέρναγε, εκτός από τα κατοστάρια King size που τα πέταγε κάτω), από την άλλη ο παλιόκαιρος, η βάρβαρη χρήση και η έλλειψη κεφαλαίου για συντήρηση, λίγο-λίγο άρχιζε να κάνει νάζια η ντίβα.
Τυπική για Junior ζημιά είναι οι πόρτες που δεν κλείνουν. Χειρότερη ζημιά είναι να κλείνουν, αλλά να ανοίγουν μετά από λίγο μόνες τους. Ένα βράδυ, στη μέση μιας μεγάλης πλατείας, τόσο μεγάλης που μπαίνεις με τετάρτη, η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε διάπλατα την ώρα που ο Γιάννης δίπλα άναβε τσιγάρο. Εάν ήμουν πέντε εκατοστά κοντύτερος, ίσως να γινόμουν κατά ένα φίλο φτωχότερος, ευτυχώς απλώθηκα και πρόλαβα την πόρτα με το αριστερό χέρι, την ώρα που με το δεξί προσπαθούσα να κρατήσω το τιμόνι στα ίσια του.
Μια άλλη φορά, μέρα μεσημέρι στο κέντρο, η ίδια πόρτα τινάχτηκε με δύναμη προς τα έξω. Με το που την άκουσε να ξεκουμπώνει, η φίλη μου η Λίνα άφησε τη θέση του συνοδηγού και όρμηξε πάνω μου φωνάζοντας. Έτσι δεν μπόρεσα να απλώσω το χέρι μου για να την κλείσω. Ένας δυστυχισμένος ποδηλάτης, που ερχόταν αμέριμνος από απέναντι, είδε ξαφνικά μια πόρτα να του σημαδεύει τα μούτρα. Τελικά το σώσαμε και αυτό οριακά. Εκείνη τη μέρα κατάλαβα ότι έπρεπε να φτιάξω την πόρτα, η Λίνα έμαθε να βάζει πάντα ασφάλεια και ο ποδηλάτης να μην αφαιρείται.
Με τον καιρό είχαν πέσει οι αναρτήσεις και είχε παραχαμηλώσει η Alfa και έτσι πρόσεχα πιο πολύ στα σαμαράκια και δεν έβαζα πια κανέναν να καθήσει πίσω. Εκτός από μια φορά. Καλοκαίρι, έχουμε ξενυχτήσει σε ένα κουρδικό μπαρ που έπαιζε ελληνικά, και, ξημέρωμα την ώρα που φεύγουμε παρέα με ένα φίλο, ο μπάρμαν μου ζητάει να παω δυο μινοφορούσες κοπέλες σπίτι. Στριμώχτηκαν στο πίσω κάθισμα, ήταν στο τρίτο μεθύσι και χαχανίζανε. Την ώρα που έβαζα μπροστά και ετοιμαζόμουν για διάλογο γυρίζει η πιο όμορφη από τις δυο και συστήνεται. Με λένε Λέγκω, εσένα; Τώρα εγώ δεν άκουσα καλά, έφταιγε το ξενύχτι, πώς μας φάνηκε σαν Ρέγκω το Λέγκω, δεν ξέρω, αλλά οι λίμπιντο πήγανε για ψάρεμα και εμείς πιάσαμε ένα ακατάσχετο νευρικό γέλιο με τον Αντώνη, που δάκρυσαν τα μάτια μας.
Το αυτοκίνητο έβρισκε κάτω συνέχεια, βρόνταγε η εξάτμιση, οι πόρτες όμως παρέμειναν στη θέση τους, οπότε ουδέν πρόβλημα. Σχετικό βέβαια είναι αυτό, γιατί μας σταματούσαν κάτι Τροχαίοι, που δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι μας ακολουθούσαν. Πώς να τους δεις αφού τα πίσω παρμπριζ των Junior του '69 δεν διέθεταν αντίσταση και είχε θολώσει το σύμπαν. Ωραίο σκηνικό, δυο μαλλιάδες μπροστά και δυο χαχανίζουσες γυναίκες πίσω, που καλημέρα τους έλεγες, Jack Daniels απαντούσαν. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, αναγκάστηκα να μιλάω στον Τροχαίο με το τσιγάρο στο χέρι, αφού ως γνωστόν τα Junior του '69 δεν είχαν τασάκι. Πέρασε και αυτό.
Την επόμενη, η ταλαίπωρη εξάτμιση βαρέθηκε πια τα κοπανήματα και έπεσε στο δρόμο. Δανείστηκα κι εγώ ένα σχοινί από μια παρακείμενη μπουγάδα και την έπιασα στον προφυλακτήρα. Έτσι έμεινε μέχρι που έφτασε η ώρα να πουλήσω την Alfa, πριν σαπίσει εντελώς.
Πήρε τότε τηλέφωνο ένας συλλέκτης, από μια πόλη 200 μίλια μακριά. Ήρθε, μου άφησε μια προκαταβολή και δώσαμε τα χέρια. Θα έρθω να την πάρω το Σάββατο, μου λέει, θα με βγάλει ως το σπίτι; Αστειεύεσαι, απαντάω, στην Ελλάδα σε πάει άμα θέλεις. Δεν ήμουν πολύ πειστικός φαίνεται. Και αυτό, γιατί ήρθε μεν το Σάββατο, έφερε τα λεφτά, αλλά έφερε και ένα τρέιλερ μαζί του. Τη φόρτωσε σε αυτό και έτσι έφυγε.
Εκεί τελείωσε η συμβίωση με την Junior. Ένα αυτοκίνητο με άλφα κεφαλαίο. Ένα αυτοκίνητο φτιαγμένο για να το απολαμβάνεις. Που μοιάζει με εκείνη τη γυναίκα, την οποία από τη στιγμή που γνωρίζεις, ξέρεις ότι δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτή. Και μόλις χωρίσεις, ψάχνεις να βρείς μια ακριβώς ίδια. Παρ' όλο που ξέρεις ότι δεν υπάρχει καμία ακριβώς ίδια. Και εγώ ξέρω ότι δεν υπάρχει καμμιά Junior του '69 που περάσαμε δυο χρόνια μαζί. Αυτό, ακόμη και σήμερα, δεν με εμποδίζει να ψάχνω.
Γ Ν. Πολιτης
Θα μπορουσαμε να μαζεψουμε οσα περισσοτυερα απο τα κειμενα της αριστερης λωριδας εδω, αρα καθε βοηθεια ευπροσδεκτη.
Οποιος εχει τευχη του drive και εχει χρονο ας σκαναρει την τελευταια σελιδα που ειναι η αριστερη λωριδα και ας τα ποσταρει!!!
:thanks:
Του κ. Γιώργου Ν. Πολίτη
Κάθε μικρή κοινωνία έχει τους ήρωές της. Στο χωριό που πέρασα τα σχολικά καλοκαίρια μου,ήρωας ήταν ο Λευτέρης,που έπαιζε την καλύτερη μπάλα,είχε τα ωραιότερα κορίτσια και τα καλύτερα γκάζια απ'όλους. Εμενε κοντά στο σπίτι μου και κάναμε παρέα,παρότι ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος. Οταν μάλιστα αγόρασε μια καθαρόεμη Μontesa βγάλαμε ένα καλοκαίρι στη σέλα. Τη μέρα ανακαλύπταμε την υπερστροφή στα γύρω βουνα, ενώ τη νύχτα γυρνάγαμε στο παραλιακό νυφοπάζαρο στις ντίσκο, με τα strobo των '80s.
To επόμενο καλοκαίρι τη θέση της Montesa πήρε ένα NSU TT. Με γαιδουρινά Weber, χταπόδι γαργαντούα, εκκεντροφόρο τόσο άγριο που αν πήγαινες κοντά θα σε δάγκωνε, πλαστικά καπό και φτερά , σκέτο πυραυλάκι. Οπου πετύχαινε Gti ο Λευτέρης , άναβε μισή ντουζίνα κίτρινα Carello και προσπέρναγε ντριφτάροντας.
Τα βράδια πηγαίναμε στα μπιλιαρδάδικα της περιοχής.
Εριχνε δυο σβούρες απ'έξω, μαζευόταν διάφοροι, 'πώς πάει το γκάζι', 'πάμε να σου δείξω' και έβγαινε όλο το μαγαζί στο δρόμο, παπιά και αγροτικά στο κατόπι του ΤΤ που πήγαινε στον πόλεμο με Corolla SR,μπιάλμπερα 124 και escort MKII.
Τόσες και τόσες φορές στήνονταν στην ευθεία, το Ενεσουδάκι πεταγόταν μπροστά και έμενε εκεί ως το τέρμα. Αλλοτε πάλι παίζαμε bowling δικής μας επινόησης. Στήναμε κορύνες αριστερά και δεξιά στα πεζοδρόμια, έπερνε φόρα δίπλωνε το ΤΤ, και με το κάρτερ να ξυρίζει το κράσπεδο, μια δεξιά, μια αριστερά, τις πέταγε κάτω.
Για πραγματικό όμως οδήγημα πηγαίναμε στη Βροντού. Μια έρημη ανηφορική διαδρομή, που στις κορδέλες της είχαν βροντήξει άπειροι τοπικοί και εκδρομικοί γρήγοροι. Σχεδόν κάθε φορά χρονομετρούσαμε το ανέβασμα, όχι με ρολόι, αλλά με μια κασέτα που ξεκίναγε με το Seeker, συνέχιζε με το Ghost Story και τελείωνε με την αρχή του Paranoid.
Την επόμενη χρονιά πήγα και γω στο χωριό με μοτοσυκλέτα, ο Λευτέρης όμως πήγε φαντάρος. Το καλό ήταν ότι μπορούσα να κάνω τον Ταρζάν εκ του ασφαλούς, το κακό ήταν ότι δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ και οι αλητείες κόπηκαν. Μάθαινα που και που νέα του, έμπλεξε με δουλειές, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά. Ευχόμουν να συναντιόμαστε πάλι κάποτε, έτσι για να κουτρουβαλήσουμε πάλι ξανά στη βροντού εις μνήμη της παρατεταμένης εφηβείας.
Εκλειναν έντεκα χρόνια από τότε, φέτος τον Ιούλιο, όταν είδα τον Λευτέρη, όχι με την κόκκινη 75 turbo των ονείρων του, αλλά με κόκκινο Hyundai Accent. 'Πού είναι τα γκάζια σου?' φώναξα. Γύρισε και με ένα πικρό χαμόγελο μου είπε, 'πάνε αυτά, παντρεύτηκα, λεφτά, ευθύνες αλλάζουν όλα Γιώργο'. 'Ναι αλλά από τις πάντες, στο οικογενειακό 1300 με καθισματάκι μωρού πίσω έχει διαφορά', τον πρόγκηξα εγώ'. 'Ε, και εσύ κάπνιζες Σέρτικα και τώρα σε βλέπω με Silk Cut' , με αποστόμωσε εκείνος.
'Πάμε μια μέρα στη βροντού?' του πέταξα'. ' Ασε πρέπει να πάω να πάρω ψωμί, περιμένει και η γυναίκα μου', είπε κάπως ενοχλημένα. 'Ελα μια μέρα σπίτι να φάμε'.
Τον χαιρέτησα και μαζί χαιρέτησα τις ρέμπελες αναμνήσεις του 80. Είναι δυνατόν ο ήρωας με τη Montesa και το ΤΤ να φέρεται σα μεσήλικας της συμφοράς? Εντάξει, όλα αλλάζουν, αλλά όχι και ο Λευτέρης να έχει βουλιάξει στο μαγκανοπήγαδο. Δεν ήθελα να πάω να τον δω, για να μη χαλάσω εκείνες τις εικόνες που φύλαγα στο μυαλό μου.
Μια μέρα ενώ συμάζευα την αποθήκη μου, ανάμεσα σε ψαροντούφεκα, ρακέτες και Βίπερ του Ζεράρ ντε Βιλιέ, βρήκα την παλιά κασέτα που ακούγαμε στη Βροντού. Θα πάω να του τη δώσω σκέφτηκα με πείσμα, έτσι για την τιμή των όπλων.
Πήγα στο σπίτι του-έπαιζε με δυο πιτσιρίκια στην αυλή-ενώ μια γυναίκα που φαινόταν ότι ήταν όμορφη πριν από πέντε χρόνια, καθόταν στην πόρτα. 'Καλησπέρα'. λέω... Ο Λευτέρης πετάχτηκε όρθιος μέσ' τη χαρά. 'Καλώς τον , από δω η γυναίκα μου η Βούλα'. απαντάει. 'Εχεις ένα μαύρο αυτοκίνητο?' με ρωτάει εκείνη. 'Ναι' της λέω, και αυτή με ύφος χωροφύλακα, μου κάνει : ' Να πηγαίνεις πιο σιγά, τρομάζετε τον κόσμο κοτζάμ μαντράχαλοι'. Πάγωσα από την ευγένεια της υποδοχής. 'Εφερα μια παλιά κασέτα του Λευτέρη' μπόρεσα αμήχανα να ψελλίσω. Σηκώθηκε τότε ο Λευτέρης με δύναμη σαν ελατήριο που είχε μαζεμένη ενέργεια από καιρό , λες και η γυναίκα αυτή τον αγάπησε για όλα εκείνα που τον χαρακτήριζαν και τώρα προσπαθούσε με μανία να του τα ξεριζώσει.
Ορμησε με δύναμη στο αυτοκίνητο. 'Που πάτε Λευτέρη' στρίγγλισε η Βούλα.
Εβαλε πρώτη, εγκατέλειψε το συμπλέκτη, φύτεψε το γκάζι στο πάτωμα και το Hyundai τινάχτηκε σε ένα burn out που ούτε κατά διάνοια δεν είχε περάσει από το μυαλό του Κορεάτη που το σχεδίαζε. Αρχισα να γελάω, όπως τότε, που τα σαββατόβραδα η ντίσκο με την πισίνα ήταν γεμάτη και το ΤΤ έκανε σβούρες στο διπλανό χωράφι, σκεπάζοντας τον ήχο από το La Isla Bonita, γεμίζοντας χώμα από το γιαπομάνι με τα λευκά κουστούμια, τις ημίγυμνες σταρλετίτσες και το νερό της πισίνας.
Πήγαμε ως τη διασταύρωση για την Βροντού στον κόφτη. Ο Λευτέρης σταμάτησε στην ελιά της εκκίνησης, έβαλε την κασέτα και πάτησε το play. Το Hyundai δίπλωνε και ξεδίπλωνε ανάμεσα στα πλατάνια, λίγο πιο αργά, αλλά με την ίδια αίσθηση ισορροπίας , όπως παλιά. Στην τελευταία αριστερή στροφή φλικάρισε απότομα, το Accent τα'χασε, σηκώθηκε στις δυο ρόδες και έβγαλε όλη την στροφή στον αέρα.
'Κόλα το φίλε', φώναξε όταν σταματήσαμε, και την ώρα που του χτύπαγα το χέρι και αρχίζαμε τα γέλια, ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το Wishing Well. Αργήσαμε λίγο, αλλά τελικά οι ευχές έπιασαν.
Το πηγάδι μπορει να περιμένει. Καιρός να γυρίσω στα παλιά μου τσιγάρα.
Τα Σύκα
Ο παππούς μου ήταν πολύ υπομονετικός άνθρωπος· Πριν οπό σαράντα χρόνια οδηγούσε διάφορα Opel Olympia, στα οποία φόρτωνε γυναίκα, παιδια, πεθερά, γέμιζε το πορτ-μπαγκάζ και ταξίδευε όλη την Ελλάδα. Όταν ογόρασε ένα μεγαλύτερο αυτοκίνητο, ένα πράσινο Princess Skyway, άρχισε τις πραγματικα μακρινές αποστολές. Την εποχή που η διαδρομή Αθήνα-Καμένα Βούρλα ήταν είδηση, ο υπομονετικός αυτός άνθρωπος, με πλήρωμα γυναίκα, πεθερά, θεία και παιδιά, που στο δρόμο τραγουδούσαν, ζαλίζονταν κλπ., γύρισε, αγόγγυστα, όλη την Ευρώπη. Από τη Νάπολη έως το Λονδίνο, σε τρία μεγάλα _ ταξίδια, πάντα τίγκα στον κόσμο και με το χώρο αποσκευών γεμάτο βαλίτσες και τρόφιμα.
Την αγάπη για τα ταξίδια την κληρονόμησα κι εγώ, την υπομονή όμως όχι. Ιδίως στο θέμα του φορτωμένου οχήματος είχα πάντα μια απέχθεια. Από την εποχή που είχα ποδήλατο, ούτε εφημερίδα δεν κουβάλαγα, γιατί δεν είχα λέει πού να τη βάλω. Μου πήραν καλαθάκι για το τιμόνι, βεβαίως το πέταξα, σιγά μην έβαζα καλάθι στο κροσάκι μου. Όταν πήρα μοτοσυκλέτα, πάλι κουβαλούσα μόνο τα εντελώς απαραίτητα, σχολείο πήγαινα με ένα στυλό στην τσέπη του μπουφάν και ένα τετράδιο στο στήθος Στο πρώτο μου μάλιοτα ταξίδι, δεν ήθελα να φορτώσω το Guzzi μου για να μη χάσω κανένα χιλιόμετρο τελικής, πήρα ένα ελάχιστο παιδικό σακιδιάκι, κάτι ανάμεσα σε μεγάλη κασετίνα και μικρό τσαντάκι μέσης, το έπιασα με ένα χταπόδι στη σέλα και πάλι αισθανόμουν ότι το είχα παραφορτώσει.
Το χειρότερό μου, όμως, ήταν η μεταφορά τροφίμων. Και αυτό σχετίζεται με τον παππού. Στην επιστροφή από κάποιο ταξίδι, οι γυναίκες του σπιτιού ξέχασαν ένα πεπόνι στο πορτμπαγκάζ. Στη συνέχεια ο παππούς έλειψε δύο εβδομάδες για δουλειές και όταν γύρισε, και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο, η μυρωδιά από το σαπισμένο, πλέον, πεπόνι είχε ποτίσει το σύμπαν. Αυτά συνέβησαν γύρω στο 1970.Έως το 1993, που ο Δήμος μας στέρησε από το αγαπημένο μας Princess, όποτε καθόσουν στα κόκκινα χνουδωτά του καθίσματα, η ίδια μυρωδιά ήταν παρούσα.
Το πρώτο μου αυτοκίνητο ήταν τετράπορτο, αλλά διθέσιο, επιβάτες πίσω δεν έβαζα, με την -αληθινή- δικαιολογία, ότι λόγω χαμηλωμένων ελατηρίων, έβρισκαν τα λάστιχα στους θόλους. Απέφευγα έτσι και την πολυλογία που σπάει τα νεύρα, αλλά και τα πολλά φορτώματα που χαλάνε το κράτημα. Εδώ είχα πετάξει γρύλο και ρεζέρβα για ελάφρωμα, σιγά μην το φόρτωνα έρμα.
Και βέβαια, η σκέψη ότι το αγαπημένο μου αυτοκίνητο μπορεί να άρχιζε να μυρίζει φέτα και ντομάτα, με είχε πείσει ότι δεν θα μετέφερα ποτέ τέτοια πράγματα. Άσε που με το δικό μου οδήγημα όλο το φορτίο θα γινόταν πελτές και θα βρωμούσε χειρότερα. Αυτό ευτυχώς ήταν γνωστό σε όλους στο σπίτι, και έτσι, όταν ήμουν στο χωριό και ερχόταν καμιά γειτόνισσα να μου δώσει αυγά ημέρας να τα πάρα στην Αθήνα, η μάνα μου γέλαγε: " αυγά να τα πάει ο Γιώργος στην Αθήνα ομελέτα θα γίνουν ώσπου να φτάσει ".
Στα επόμενα αυτοκίνητα, συνήθως έβγαζα το πίσω κάθισμα, για ελάφρωμα και αυτό, έβαζα και τεσσάρες ζώνες ασφαλείας οπότε δεν χώραγε κανείς πίσω. Είχα το κεφάλι μου ήσυχο, ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκα με μια τρίλιτρη τετράπορτη μπερλίνα. Και εκεί τι να πω; δεν χωράει ή θα βαρύνει και θα σέρνεται; Αναγκάστηκα, μία φορά, να μεταφέρω ένα δέμα. Ένα δέμα, που έχει και αυτό να κάνει με τον παππού.
Προ αμνημονεύτων ετών, ο πάππους είχε ένα φίλο κηπουρό στα ανάκτορα. Από μια ανακτορική συκιά, που έκανε κόκκινα σύκα,πήρε μπόλικα, φύτεψε ένα δένδρο στο εξοχικό μας στην Εύβοια. Πέρασε καιρός ο βασιλιάς εφυγε, η συκιά θέριεψε, τα σύκα της -λένε, γιατί εγω δεν τρωω σύκα- πως είναι πεντανόστιμα.
Γυρνώντας από την Εύβοια, ο γυναικείος πληθυσμός, διάδοχος κατάσταση εκείνων που ξέχασαν το πεπόνι στο Princess, με έπεισε να πάρω λίγα σύκα να τα πάω στην Αθήνα. Τα έβαλε η καλή μου σε ένα μπολάκι, τα τύλιξε με διπλή σακούλα και μου τα έδωσε. Σίγουρα δεν θα ανοίξουνε; ρωτούσα και ξαναρωτούσα. Σίγουρα, ήταν η επωδός. Τα έβαλα κι εγώ στο πιο απομακρυσμένο σημείο από τη θέση του οδηγού, στο πάτωμα πίσω από το κάθισμα του συνοδηγού, και έφυγα.
Η διαδρομή περιλαμβάνει 125 χιλιόμετρα απίστευτο στροφιλίκι, που το ξέρω απ' έξω, και όποτε περνάω, πηγαίνω τέζα. Κόντευα στο σπίτι ώσπου πέτυχα ένα κομβόι με γιαπωνέζικα σεντάν, κορεάτικα κουπέ, κολλημένο πίαω από ένα πράσινο λεωφορείο τσούκου-τσούκου στις φουρκέτες, σύρσιμο στην ανηφόρα όλοι μαζί αγκαλιασμένοι, η υπομονή μου, αυτή που δεν κληρονόμησα από τον παππού, εξαντλήθηκε και βγήκα σε ένα ευθειάκι για χαροντικό προσπέρασμα-σουβλάκι.Υποστρέφοντας-φρενάροντας μετά το λεωφορείο και με ένα κατέβασμα, πάω να στρίψω μια χαρά στην κλειστή δεξιά που ακολουθούσε. Τους έχω λοιπόν περάσει όλους, ευλογάω τα κυβικά μου και τη ροπάρα μου και όπως πάω να φρενάρω, αισθάνομαι το πόδι μου να γλιστρά, σαν να έχει σαπίοει το πάτωμα και να με ρουφούσε, φαινόμενο που απαντά οε παλιές Lancia Beta, αλλά εγώ δεν οδηγούσα Lancia Beta. Εχω χάσει προ πολλού το σημάδι για τα φρένα, το πόδι γλιστρά κι άλλο και | έρχεται και μπαίνει κάτω από το πεντάλ του φρένου με κατεύθυνση προς το συμπλέκτη. Με μια απέλπιδα προσπάθεια, το πόδι ξεκολλάει, πάει για το φρένο, αλλά μόλις το ακουμπάει, ξαναγλιστράει και σκάει πάλι στο πάτωμα. Η στροφή είναι μπροστά, έχω γύρω στα 40 χιλιόμετρα παραπάνω από όσα μπορώ να στρίψω, πιστεύω ότι το δεξί μου πόδι έχει παραλύσει, τραβάω χειρόφρενο, και την ίδια στιγμή βλέπω κάτι να γυαλίζει οτο χαλάκι κάτω από τα πεντάλ. Στα millisecond πριν από την είσοδο τραβάω το πόδι μου πίσω, οκουπίζοντάς το αστραπιαία στο χαλάκι, λύνω χειρόφρενο, δίνω γκάζι, και στρίβω στα όρια του μπλοκέ και της κρεμαγιέρας.
Αναρωτώμενος πότε θα πάρει καμιά μέρα ρεπό ο φύλακας άγγελος και θα τελειώσει το γλέντι κοίταξα στο πάτωμα. Μισή ντουζίνα σύκα από τη συκιά των ανακτόρων είχαν βγει από το μπολ και τις δύο σακούλες, είχαν κάνει το γύρω του αυτοκινήτου και είχαν γίνει μαρμελάδα κάτω από τα πόδια μου.
Σταμάτησα για να πετάξω το γλιστερό χαλάκι και σκεφτόμουν το μπινελίκι που είχα να ακούσω από το κομβόι όταν θα έβλεπε σταματημένο τον τύπο που του έκοψε τη χολή προσπερνώντας και στρίβοντας σαν κυνηγημένος. Τότε εν μέσω ύβρεων, κορναρισμάτων, φάσκελων και σταυροκοπημάτων, αντιδράσεων που μόνο ο υπομονετικός παππούς δεν θα είχε εάν ήταν μάρτυς στην ίδια σκηνή, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μη μεταφέρω ποτέ ξανά τρόφιμα με το αυτοκίνητο.
του Γιώργου Ν. Πολίτη
Ηφαίστειο
Λένε πως ο δολοφόνος επιστρέφει πάντοτε στον τόπο του εγκλήματος. Στην περίπτωση μου ο τόπος ήταν ο ίδιος, το ίδιο δάσος με τις πηγές, τα πλατάνια και τα πεύκα. Φόνο δεν είχα διαπράξει αλλά είχα στα χέρια μου το ίδιο όπλο. Δεκατρία χρόνια μετά ήμουν στο ίδιο βουνό, με μια παλιά καθαρόαιμη μοτοσικλέτα an' to Rignano sull Arno της Φλωρεντίας.
Αυτές τις μηχανές τις πρόλαβα όταν οι ημέρες της δόξας τους είχαν πια παρέλθει. Κυριαρχούσαν ήδη οι εύκολες ιαπωνικές κοτάσκευές με μονοσόκ, υδρόψυξή και δισκόφρενα.Όμως στην επαρχία έβλεπες, αραιά και πού, καμιά Beta στηριγμένη στους τοίχους των συνεργείων ή αφημένη στα χωράφια.
Για μένα αυτή είναι η αρχέτυπη μοτοσυκλέτα χώματος. Η δωρική της λιτότητα είναι σχεδόν μεταφυσική, δεν υπάρχει τίποτα το περιττό επάνω της, δεν της λείπει τίποτα που είναι πράγματι αναγκαίο. Και είναι ψηλή, με αλουμινένιο ρεζερβουάρ, διπλό πίσω αμορτισέρ, και έχει κι ένα αερόψυκτο μοτέρ που τρελαίνεσαι να το βλέπεις, κουφαίνεσαι να το ακούς και σου φεύγουν τα χέρια για να το δαμάσεις.
Αυτές οι μηχανές, οι τόσο μα τόσο όμορφες και ψυχωμένες, έγιναν το μηχανοκίνητο όνειρο μιας παρατεταμένης εφηβείας, που πήρε σάρκα και αίμα στο πενηντάρι Beta που μπόρεσα τότε να αποκτήσω. Την ανάμνηση εκείνης της ηλικίας ήθελα να κρατήσω στο σχήμα και στον τσαμπουκά του ατόφιου ιταλικού εντούρο-μότοκρος, όταν πριν από λίγο καιρό έκανα δική μου τη μεγάλη αδελφή της πρώτης μου μοτοσυκλέιας, την εκρηκτική Beta 250 του 79.
Κυριακή του Πάσχα σήκωσα το τσοκ στο Dell' Orto, μανιβέλα και το γνώριμο μεταλλόφωνο πήρε μπροστά. Έκανα μια σύντομη βόλτα να ζεσταθούν τα σίδερα κι ύστερα δικάβαλα μ' ένα ζευγάρι γυναικεία πόδια να κρέμονται πίσω μου, ανηφορίσαμε στα βουνά.
Πρέπει να είχε βρέξει πολύ τον περασμένο χειμώνα. Το δάσος ήταν καταπράσινο, έλαμπαν τα χρώματα του. Οι καλοκαιρινοί ξεροχειμαροι είχαν γίνει αδιάβατοι, μικρά ρυάκια σχηματίζονταν παντού. Ήθελα να πάω οε ένα λιβάδι που κρυβόταν σε ένα
οροπέδιο πιο ψηλά, απο τους τελευταίους οικισμούς της περιοχής. Πήγαινα συχνό εκεί με τα πενηντάρι μου πριν από 13 χρόνια.
Ψάχνοντας τα περάσματα και προσπαθώντας να προσανατολιστώ μέσα στο δάσος, μου φάνηκε πως βρήκα το μονοπάτι που πήγαινε στη σωστη κατεύθυνση. Το ακολούθησα, ώσπου σύντομα ανάμεσα στις πέτρες και τα πλατάνια άρχισε να διακρίνεται το άλμα που απο τα πυκνά φυλλώματα του δάσους σε έφερνε πετώντας στο ξέφωτο. Ανέβηκα με δευτέρα, μια καλή γκαζιά λίγο πριν ο μπροστινός τροχός σηκωθεί από το έδαφος και η Beta τινάχτηκε ψηλά, για να μας βγάλει απ' τα πλατάνια στο μικρό, έρημο ξέφωτο. Μόνο που από το δυο επίθετα που θυμόμουν για το ξέφωτο, το δεύτερο ηταν εντελώς λανθασμένο.
Στο πλάτωμα ήταν μαζεμένος κόσμος απο τα γυρω χωριά, φαίνεται πως κάποιος δρόμος είχε ανοιχτεί εν αγνοία μου από την άλλη μεριά του βουνού. Αγροτικά, ντουζίνες από σουβλες, φωτιές, αρνιά, κοκορέτσια και κοντοσουβλια, και ολο το εορτάζον πλήθος να κοιτάζει το ουφο που εμφανίστηκε από το πουθενά, έκανε πολύ, μα πάρα πολυ Θόρυβο κοι πετούσε μπροστά στα σαστισμένα μάτια τους. Αν ξαφνιάστηκαν αυτοί μια φορα εγώ ξαφνιάοτηκα δέκα. Με δυσκολια πρόλαβα να φρενάρω και να προσγειώσω τη Beta χωρίς να πατήσω κανέναν ή να πέσω στις θράκες με τα κάρβουνα.
Φορέσαμε και οι δύο τα ευγενέστερά μας χαμόγελα, έσβησα το μοτέρ κι έριξα όλες τις ευχές με τη μία:
-Καλό Πάσχα, Χρόνια Πολλά, Χριστός Ανέστη. Ξέρετε ερχόμουνα εδώ παλιά και δεν υπήρχε ψυχή, τώρα περνούσα, δεν ήξερα ότι ανεβαίνει δρόμος, ουγνώμη αν σας τρομάξαμε, συνέχισα.
Κα βέβαια, επειδή η Ελλάδα παραμένει ακόμη Ελλαδα, οχι μόνο δεν έγινε επεισόδιο και παρεξήγηση, αλλά μας κάλεσαν στη γιορτή τους. Στήριξα τη Beta σε ένα πεύκο κοι κάναμε έφοδο οτα κοκορέτσια και τα κοντοσούβλια. Γελάσαμε, φάγαμε, ήπιαμε, στο τέλος δεν μας άφηναν να φύγουμε.
Στο γυρισμό είπα να πάρω το νέο δρόμο, πιο ξεκούραστος, έφτανε σύντομα στην άσφαλτο. Όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου σε μια στιγμή, λίγο πριν φτάσουμε στο σπίτι, το μοτέρ σώπασε,το πίσω λάστιχο στρίγγλιξε και η ουρά άρχισε να σέρνεται βίαια αριστερά-δεξιά. Επιασα το συμπλέκτη, η μοτοσυκλέτα ήρθε στα ίσια της και άρχισε νσ ρολλάρει με όση φόρα της είχε απομείνει. Ηταν προφανές ότι είχε κολλήσει. Όταν κολλούσαν τα πενηντάρια Beta, απλά ξεπέζευες, κάπνιζες ένα τσιγάρο και ξεκολλούσαν. Όμως αυτό εδώ δεν ήταν πενηντάρι, ήταν δυόμισι και εγώ ήμουν σίγουρος πως μόλις άφηνα το συμπλέκτη θα έπαιρνε μπροστά με τη μίο.
Έτσι, τη στιγμή που άκουσα στο αυτί μου την ερώτηση -τι έγινε, μείναμε;- άφηνα χαμογελώντας τα δάκτυλα από τη μανέτα: Αμέσως μετά, σίδερα, το μεταλλόφωνο απ' το Rignano sull' Arno έπαιζε και πάλι το δικό του τραγούδι.
Ο θρύλος του Ντορή Χουντίνι
Ήμασταν στη μέση της μεγάλης ευθείας ανάμεσα στο δάσος με τα πλατάνια, τρία χιλιόμετρα ασφάλτου, μιας σκοτεινής, στενής, αλλά μεγάλης ευθείας, όταν μια ανήσυχη φωνή ακούστηκε από το πίσω κάθισμα:
-Πόσο τρέχουμε;
-Τρέχουμε πολύ, με 120, απάντησε μια άλλη φωνή.
Ο συνοδηγός έβαλε τα γέλια:
-Ναι κορίτσια, 120, αλλά μίλια.
Η παρατήρηση του δεν έκανε εντύπωση στις δυο φίλες. Μάλλον δεν ήξεραν ότι για να βρουν την ταχύτητα σε χιλιόμετρα έπρεπε να πολλαπλασιάσουν επί 1,6, αλλά και να το γνώριζαν, στην κατάσταση που βρίσκονταν δεν θα μπορούσαν να κάνουν την πράξη. Η μία μάλιστα ήταν σε ηλικία τέτοια, που δύσκολα θα είχε μάθει πολλαπλασιασμό, καθΆ ότι το αισθησιακό πρότυπο του φίλου και συνοδηγού παραπέμπει στις ηρωίδες του Νομπούκοφ.
Τυπικό βράδυ καλοκαιριού. Η παρέα μαζευόταν στην πλατεία και ξεκινούσαμε με ανοιχτά παράθυρα, δυνατή μουσική και γελαστά κορίτσια, τέζα ως την ντίσκο, 12 χιλιόμετρα στροφιλίκι πιο πέρα. Εκεί οι πιο νέοι χτυπιόντουσαν στις πίστες, οι πιο γενναίοι κατέβαζαν τις μπόμπες του μπαρ και οι ομιλητικοί έχαχναν νέες συντροφιές στις ξαπλώστρες δίπλα στη θάλασσα. Λίγο πριν από το ξημέρωμα άρχισε ο γυρισμός. Ένα τρελό κομβόι αυτοκινήτων, που έκαναν πάντες ξυστά από τις γλάστρες στα ασβεστωμένα πεζοδρόμια των χωριών, με τουρμπίνες να σκάνε και φλόγες να βγαίνουν από τις εξατμίσεις, συνήθως έτσι γυρίζαμε πίσω.
Στη μέση της διαδρομής βρισκόταν η μεγάλη ευθεία, ένα μαγικό κομμάτι δρόμου, σκοτεινή, τρομακτική ώρες ώρες. Άλλοτε περνάγαμε σιγά, με 40-50 χιλιόμετρα την ώρα και τα χέρια έξω από τα παράθυρα για να νιώθουμε την ψύχρα και να χαζεύουμε τις καρυδιές και τα πλατάνια. Άλλοτε πάλι με το γκάζι στο τέρμα, και τα δέντρα να στενεύουν, να σκύβουν σχεδόν από πάνω μας και τον ήχο του μοτέρ και του αέρα –δαιμονικό, άγριο- να μπερδεύεται με τις φωνές και τις μουσικές μας.
Εκείνο το Σάββατο, που οι κοπέλες ρωτούσαν με πόσα πάμε, πηγαίναμε όντως γρήγορα, 200 παρά κάτι, όταν φάνηκε στο βάθος μια περίεργη σκιά. Άφησα στιγμιαία το γκάζι και αμέσως μετά δυο μικρές φωτεινές κουκίδες βρέθηκαν απέναντι μου. Ήταν δυο μάτια, τα μάτια ενός γαϊδάρου, που με κοιτούσαν αδιάφορα καθώς τον σημάδευα με 180 καθαρά στη μέση της ευθείας. Τίναξε την ουρά του όπως κάνουν οι γάιδαροι για να διώξουν τις μύγες όταν λιάζονται το μεσημέρι, αλλά δεν έδειχνε πρόθυμος να απομακρυνθεί. Στεκόταν πάντα κάθετα στο δρόμο, με το κεφάλι του γυρισμένο προς το μέρος μου.
Έκανα την πιο απαλή τιμονιά που μπορούσα και πέρασα από πίσω του, ελπίζοντας να μη δοκιμάσει να με κλωτσήσει τελευταία στιγμή. Προσπαθώντας να αποφύγω την ταλάντωση, που σε αυτά τα χιλιόμετρα θα με έστελνε ανάσκελα, γύρισα το τιμόνι από την άλλη και το αυτοκίνητο μαζεύτηκε τελικά στην ευθεία, ένα μέτρο πριν έρθει αγκαλιά με το τεράστιο πλατάνι.
Την άλλη μέρα, στο στέκι που μαζευόμασταν για καφέ, φλίπερ και κουβέντα, ο γάιδαρος έγινε talk of town: «Τον είδες κι εσύ;», «με πόσα πήγαινες;».
Βέβαια ο γάιδαρος ήταν ήδη γνωστός στην περιοχή. Τον βλέπαμε συχνά στην άκρη της μεγάλης ευθείας, να αγναντεύει τη διερχόμενη κίνηση. Είπαμε κάποτε του ιδιοκτήτη του να τον δέσει πιο μέσα να μη φτάνει στην άσφαλτο, και μας απάντησε ότι δεν έφταιγε αυτός, τον έδενε τον Ντορή, αλλά όλο λυνόταν. Από τότε, τον Ντορή των φωνάζαμε Χουντίνι. Βέβαια, ο φουκαράς ο γάιδαρος δεν λυνόταν, απλά ο κάτοχος του είχε λιγότερο μυαλό από τον ίδιο, και ή τον ξέχναγε λυτό ή του έβαζε μακρύ σχοινί, χωρίς ποτέ να καταφέρει να υπολογίσει ότι το μήκος του σχοινιού επέτρεπε στο ζώο να κόβει βόλτες στον κεντρικό δρόμο.
Τον ξέραμε τον γάιδαρο, όμως ποτέ άλλοτε δεν τον είχαμε συναντήσει καταμεσίς στο δρόμο, δέκα-δεκαπέντε αυτοκίνητα, όλα πηγαίνοντας τέζα. Έτσι η βραδιά του γάιδαρου έμεινε ιστορική στην παρέα και στην περιοχή: Κανείς δεν έχει ξεχάσει το τεστ αποφυγής γαιδάρου, ακόμη και σήμερα μιλάνε για εκείνο το βράδυ, ενώ έγινε αφορμή και για νέες λαϊκές παροιμίες, όπως το κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουροστούκερνε. Ο ίδιος ο Ντορής, έγινε ο θρύλος της ευθείας και κάθε καλοκαίρι μαθαίναμε νέες ιστορίες για τα κατορθώματα του.
Έλεγαν πως βρέθηκε στο διάβα μιας Mercedes 190, που του έσπασε ένα πόδι και κάτι πλευρά. Έτσι για λίγους μήνες χάθηκε από την πιάτσα. Όταν συνήλθε, πήγε πάλι στο πόστο του και από διαβολική τύχη (έχουν τα προβλήματα τους με τα τεστ αποφυγής ζώων οι Mercedes), ξαναέκανε μετωπική με το ίδιο αυτοκίνητο, ρημάζοντας μετώπη, καπό, προφυλακτήρα, φανάρια, ψυγείο, βάψιμο –κοντά στο εκατομμύριο το σύνολο- κάνοντας το Ντορής-Mercedes 1-1.
Ο ίδιος, λίγο πιο κουτσός από πριν, συνέχισε για χρόνια να τρομοκρατεί τους περαστικούς. Φέτος, το καλοκαίρι δεν τον είδα, λένε πως έφυγε σε βαθιά γεράματα για τον παράδεισο των γαϊδάρων, όμως πολλοί ορκίζονται ότι τα βράδια του καλοκαιριού, στη μεγάλη ευθεία με τα πλατάνια, δυο μικρά μάτια φέγγουν στη μέση του δρόμου. Άλλοι μιλάνε για τα αυτιά, τα εξαιρετικά μεγάλα, ακόμα και για γαϊδουρινά δεδομένα, αυτιά του Ντορή-Χουντίνι, που η σκιά τους απλώνεται πάνω από τα δέντρα. Και άλλοι πάλι λένε πως ακούν τη φωνή του, ένα πνιχτό απορημένο γκάρισμα, από το γέρο-γάιδαρο που στοίχειωσε τη μεγάλη ευθεία στο δάσος με τα πλατάνια.
Ο Ολλανδέζος
Πριν να μπαρκάρει, όλοι στο χωριό ήξεραν το αχτένιστο παιδί με τα γαλάζια μάτια και το χαμογελαστό πρόσωπο ως Μανόλη. Στο πρώτο του μπάρκο βρέθηκε στο Άμστερνταμ. Εκεί άρχισε τα μακροβούτια στους τεκέδες και στα βρωμόμπαρα του λιμανιού. Παράτησε το βαπόρι κι έπιασε δουλειά σε κάτι ρυμουλκά της συμφοράς. Έμεινε δέκα χρόνια εκεί κι όταν γύρισε είχε μακριά μαλλιά και γενειάδα. Κάποιος τον είπε Ολλανδέζο . Από τότε, όλοι τον φώναζαν έτσι.
Γύριζε με τη Φλορέτα τού πατέρα του κι έκανε μεροκάματα, στις οικοδομές, στις ελιές, στα καΐκια. Το καλοκαίρι φόρτωνε δυο κοφίνια σταφύλια σε μια γαϊδούρα και γύρναγε στις αμμουδιές πουλώντας τα φρούτα στις γυμνόστηθες Νορβηγίδες τουρίστριες. Δούλευε δυο-τρεις μέρες και μετά ξεκουραζόταν. Ερχόταν τότε στην παραλία πάντα χωρίς μπλούζα, ξυπόλητος, με ένα βιετναμέζικο καπέλο Χο Τσι Μινχ στο κεφάλι. Άραζε στην άμμο κι έφευγε αφότου είχε δύσει πια ο ήλιος.
Λέγανε πως είχε φάει ξύλο στο στρατό και του σάλεψε. Άλλοι μιλούσαν για διαδηλώσεις και φυλακή στην Ολλανδία, άλλοι πάλι διαβεβαίωναν πως είχε φύγει από κακιά φούντα. Το σίγουρο είναι πως, παρά το γεγονός ότι έπινε τρία κιλά κρασί στην καθισιά του, δεν πείραζε ποτέ κανέναν. Ήταν μονίμως χαμογελαστός και πρόθυμος, και μόλο που στα χωριά δεν χωνεύουν τους διαφορετικούς, εκείνον τον συμπαθούσαν.
Τον συνάντησα ένα βράδυ έξω από το τοπικό μπουζουξίδικο, ήταν ίδιος και απαράλλαχτος όπως πάντα.
Μιλήσαμε λίγο, τον ρώτησα τι έκανε εκεί.
- Δουλεύω παρκαδόρος, είπε με χαρά.
Ξαφνιάστηκα γιατί ασφαλώς ο Ολλανδέζος δεν θα μπορούσε να γίνει κανονικός παρκαδόρος. Όχι μόνο επειδή κανείς δεν θα του έδινε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, μα γιατί δεν ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο. Διαπίστωσα λοιπόν ότι καθόταν σε μια καρέκλα, είχε κι ένα παλιό κράνος τροχονόμου, για τη βροχή όπως έλεγε, φαίνεται πως θα είχε λιώσει το ψάθινο Χο Τσι Μινχ του, κι απλώς έδειχνε στους πελάτες πού να παρκάρουν.
Μια νύχτα, κλιμάκιο από την πρωτεύουσα του νομού έστησε μπλόκο για αλκοτέστ λίγο μετά το κέντρο. Το όργανο της τάξης είχε βγει στη μέση του δρόμου και σταμάταγε όποιον περνούσε. Οι κυρίες με τα λαμέ δυσφορούσαν στα Μερκέντια, ενώ στα αγροτικά και στις Καρίνες, οι κύριοι με τις λυμένες γραβάτες σχημάτιζαν ουρά για να φυσήξουν στό λευκό πλαστικό σωληνάκι. Στήθηκε κι ο Ολλανδέζος από πίσω τους, ξυπόλητος με το κρανάκι υπό μάλης. Ήρθε η σειρά του, το όργανο ζήτησε άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια. Εκείνος έβγαλε από την τσέπη κάτι διαλυμένα πατσαβούρια, την άδεια της Φλορέτας, το δίπλωμα κι ένα υπόλειμμα ααφαλειόχαρτου ληγμένου από αιώνες. Ο αστυνομικός τον κοίταξε με αηδία, σίγουρος πως ο ξυπόλητος τύπος απέναντι του ήταν στουπί. Του έδωσε να φυσήξει, κι όταν φάνηκε η ένδειξη 2,80, γύρισε με λαχτάρα στο αφεντικό του και φώναξε :
- Κύριε Διοικητά, αυτός εδώ δεν έχει ασφάλεια, και είναι πιωμένος, 2,80 κύριε Διοικητά, να τον πάμε μέσα.
Ο Διοικητής μάζεψε την κοιλιά του και το πηλίκιο και ήρθε προς τον Ολλανδέζο. Αυτός κοιτούσε χαμογελαστός, έμοιαζε να μην καταλαβαίνει, Ο Διοικητής τον μέτρησε με το μάτι.
- Χα, μούγκρισε, ξέρεις τι θα πει 2,80; Αυτόφωρο και, δείχνοντας το άθλιο κράνος, πάει το μηχανάκι, κατάσχεση. Ο Ολλανδέζος εξακολουθούσε να χαμογελά.
- Τι γελάς ρε, παλαβός είσαι; είπε ο Διοικητής, πού είναι η μηχανή;
Ο Ολλανδέζος τον κοίταξε, και με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου απάντησε:
- Σπίτι.
Ο άλλος νόμισε ότι δεν άκουσε καλά. Επανέλαβε την ερώτηση, κι ο Ολλανδέζος με τη σειρά του επανέλαβε την απάντηση.
Οι κύριοι και οι κυρίες άρχισαν να γελάνε.
Τότε ο Διοικητής κοκκίνισε και φώναξε:
- Σπίτι, τι σπίτι ρε, μας δουλεύεις;
-Όχι, είπε ήσυχα ο Ολλανδέζος, σπίτι είναι, έχει κολλήσει, δεν παίρνει μπρος.
- Και με τι έχεις έρθει; Ξαναρώτησε ο Διοικητής.
- Με τα πόδια, είπε εκείνος. Τα νεύρα του Διοικητού έφταναν στα όρια της θραύσης.
- Και το κράνος; συνέχισε απελπισμένος.
- Για τη βροχή το έχω, άμα πιάσει καμιά μπόρα, τσακ, το φοράω, έκανε ο Ολλανδέζος κλείνοντας το μάτι την ώρα που έλεγε τσακ.
- Και γιατί ρε σταμάτησες εδώ πεζός, για να μας κάνεις πλάκα, νύχτα-νύχτα; ούρλιαξε ο Διοικητής.
- Όχι , είπε ήρεμα ο Ολλανδέζος. Είδα αστυνομία, έλεγχο, και σταμάτησα. Πάντα σταματάω εγώ στην αστυνομία. Ξέρεις, μια φορά στην Αθήνα, ένα παιδάκι δεν σταμάτησε κι ο αστυνομικός του έριξε με το όπλο μια σφαίρα στην πλάτη, πάει το παιδάκι. Γι' αυτό κι εγώ σταματάω στα μπλόκα, με τη μηχανή, με τα πόδια, με όλα. Αμ τι, να περάσω κι ύστερα να με μπιστολίσεις και να λες πως δεν σταμάτησα;
Ο Διοικητής κέρωσε, τα χάχανα κοπήκανε. Κανείς δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει.
- Χάσου από εδώ, εξαφανίσου αμέσως, μπόρεσε μετά από λίγο να ψελλίσει.
Ο Ολλανδέζος μάζεψε τα χαρτιά του, είπε καληνύχτα, γύρισε την πλάτη και πήρε τον ανήφορο προς το σπίτι του.
Rubirosa
Δεν μπορείς να έχεις τα κορίτσια, τα λεφτά και τη δόξα την ίδια στιγμή, έλεγε ο μέγας Τσαρλς Μπουκόφσκι. Εκτός βέβαια αν λέγεσαι Πορφίριο Ρουμπιρόζα. Ήταν το 1932, όταν ο 23χρονος Δομινικανός γοήτευσε τη Φλορ Ντ' Όρο, κόρη του δικτάτορα της χώρας, Τρουχίγιο, του αυτοαπο καλούμενου Καίσαρα της Καραϊβικής Για προίκα ζήτησε και πήρε τη θέση του πρεσβευτή στη Γαλλία. Σύντομα ο νέος με το εξωτικό όνομα έγινε το επίκεντρο της νυχτερινής ζωής στο Παρίσι του μεσοπολέμου. Περιστοιχιζόταν διαρκώς από τις πιο όμορφες γυναίκες της χώρας. Το διαζύγιο δεν άργησε να βγει. Όμως η αγάπη της Φλορ Ντ' Ορο δεν έπαυσε. Έπεισε μάλιστα τον πατέρα της ν' αφήσει τον Ρουμπιρόζα στη θέση του και να συνεχίσει να καλύπτει τις υψηλές απαιτήσεις της διπλωματικής του αντιπροσωπείας. Ήταν κι αυτό ένα από τα ισχυρά δείγματα της γοητείας του Ρουμπιρόζα. Καμιά από τις πρωην αγαπημένες του δεν του κράτησε κακία όταν εκείνος την εγκατέλειπε για μια άλλη. Ο επόμενος γόμος του ήταν με την Ντανιέλ Νταριέ. Οι εφημερίδες έγραφαν επί μήνες για τον κεραυνοβόλο έρωτα της πρώτης σταρ της Γαλλίας. Για να περιγράφουν τότε τον Ρουμπιρόζα, Ρούμπι για τους φίλους, οι δημοσιογράφοι έπλασαν τη λέξη "playboy" . Οι playboys ήταν ωραίοι και ευφυείς, με αποπλανητική γοητεία, τυλιγμένοι σε μια αχλύ μυστηρίου. Ζούσαν για τους τρεις στόχους που ο γέρο-Τσαρλς δεν μπόρεσε ποτέ να γευτεί ταυτόχρονα. Ο Ρούμπι συνιστούσε το αρχέτυπο του είδους. Η κατεχόμενη Ευρώπη δεν ήταν γι' αυτόν. Μετά το δεύτερο διαζύγιο βρέθηκε στην Αμερική. Ο μύθος του μέγιστου εραστή των Παρισίων έστειλε τη νεαρή Ντόρις Ντιουκ στα δίχτυα του. Ήταν η μοναδική κληρονόμος της καπνοβιομηχανίας Camel και της βιομηχανίας Ντιουκ, που θησαύρισε παράγοντας κονσέρβες για τους στρατούς που πολεμούσαν στην άλλη ακτή του Ατλαντικού. Ο τρίτος γάμος ήρθε πολύ γρήγορα. Με το τέλος του πολέμου, ο Ρουμπιρόζα γύρισε στο Παρίσι. Η Ντιουκ του αγόρασε μια έπαυλη στο Σεν Ζερμέν, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι ο καλός της είχε βάλει πλώρη γι' αλλού. Χώρισαν αγαπημένοι, του άφησε τη βίλα κι όρισε μια ετήσια αποζημίωση 25.000 δολαρίων για τα έξοδα του. Για μικρό διάστημα, ο Ρούμπι έγινε πρεσβευτής στο Μπουένος Άιρες. θέση που κράτησε μέχρις ότου έγιναν γνωστές οι συχνές επισκέψεις του στο σπίτι του Χουάν Περόν, όταν ο δικτάτορας έλειπε. Η Εβίτα έκλαψε πικρά όταν έμαθε πως ο Δομινικανός διπλωμάτης επέστρεψε στην Ευρώπη. Εκεί, περνούσε τις ημέρες του παίζοντας πόλο κι οδηγώντας σε αγώνες -είχε πολλές συμμετοχές σε 24ωρα Λε Μαν με Ferrari-, ενώ τις νύχτες γνώριζε τις ωραιότερες κοντέσες και βαρονέσες των Παρισίων, που έκαναν ουρά για ένα ραντεβού μαζί του. ΑπΆ αυτές πήρε το χαρακτηρισμό "toujours pret", πάντα έτοιμος, το πιο κολακευτικό γυναικείο σχόλιο. Και ήταν όντως έτσι, αφού ο Ρούμπι έπασχε από πριαπισμό. Τι πιο ταιριαστό;
Μετά την Ντιουκ παντρεύτηκε την Μπάρμπαρα Χάτον -εγγονή του ιδρυτή της αλυσίδας καταστημάτων Woolworth-, την πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου, για χάρη της οποίας γκρεμίστηκαν οι πύλες της Κάσμπα στην Ταγγέρη αφού αλλιώς δεν χωρούσε να περάσει η πράσινη Rolls της. Ο Ρούμπι διέκοψε το μήνα του μέλιτος για να τρέξει στο Σίμπρινγκ με τη Lancia D23 που του είχε εν τω μεταξύ αγοράσει η Χάτον. Λίγες ημέρες αργότερα πέταξε με το -επίσης δωρισμένο- αεροπλάνο του στο Φοίνιξ, για μια νύχτα με την παλιά του ερωμένη Ζαζά Γκαμπόρ. Εκείνη τον ρώτησε αν σκόαευε ποτέ ν' αρχίσει να δουλεύει ή επιτέλους να της πει γιατί δεν δουλεύει. Η αφοπλιστική απάντηση του Ρούμπι ήταν: «Δεν προλαβαίνω·» Ο γάμος με τη Χάτον κράτησε συνολικά 43 ήμερες Στο διάστημα αυτό. εκείνη ξόδεψε για χάρη του 3.5 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά και δώρα. Όμως. ο «ιθαγενής» από την Καραϊβική, που είχε κάνει τους συζυγούς της υψηλής κοινωνίας να διστάζουν να περάσουν κάτω από πόρτες, έπρεπε νομοτελειακά να τιμωρηθεί. Ύστερα από ένα σύντομο ειδύλλιο με την Άβα Γκάρντνερ, ερωτεύεται, το 1956, την άγνωστη 19χρονη Οντίλ Ροντέν. Παντρεύονται, και σύντομα η στάρλετ -θαμπωμένη που κατάφερε να σαγηνέψει τον μεγαλύτερο καρδιοκατακτητή της ιστορίας- αποκτά ύφος κι αναίδεια. Το 1960 ο Τρουχίγιο δολοφονείται, ο Ρούμπι χάνει τη θέση του και τα εισοδήματα του. Στα 51 του βλέπει τον κόσμο να έρχεται ανάποδα, η αγαπημένη του τον απατά, ο ίδιος μοιάζει για πρώτη φορά ανίκανος ν' αντιδράσει.
Σε ένα καλοκαιρινό πάρτι, 5 Ιουλίου του 1965 στο Παρίσι, η Οντίλ φλερτάρει προκλητικά, μπροστά στα μάτια του, με τον καζανόβα Τζιάνι Καρατσιόλο. Λίγες ημέρες πριν. στο καμπαρέ Ελεφάν Μπλαν, ο Ρούμπι την έχει πιάσει στις τουαλέτες με ένα σερβιτόρο. Άντεχε πολλά, όχι όμως τη γελοιοποίηση. Μεθυσμένος, παίρνει την ασημένια Ferrari 250 GΤ για να γυρίσει στο σπίτι, μόνος. Στην Avenue de la Reine Marguerite, η άσφαλτος ήταν νοτισμένη από την πρωινή υγρασία και τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. Προσπαθώντας ν αποφύγει έναν ποδηλάτη, ο Ρουμπιρόζα έριξε τη Ferrari του με 140 χιλιόμετρα την ώρα πάνω σε μια καστανιά. Τον περιμάζεψαν οι γυναίκες που έκαναν πεζοδρόμιο στο Δάσος της Βουλώνης. Η γιορτή είχε τελειώσει. Ο Ρούμπι. "el ultimo utf8 lover, el campeon de los amores". όπως λέει και μια σάλσα της Καραϊβικής γραμμένη για εκείνον, ξεψύχησε στα χέρια μιας άσημης πόρνης του Παρισιού.
Η αρπαγή της Ελένης
Στα 19 του εκείνο το Μάη, ο Γιάννης είχε όλη του την άνεση νΆ αγοράσει καινούριο αυτοκίνητο. Δυο εκατομμύρια εκατον εβδομήντα οχτώ χιλιάδες δραχμές του μέτρησε ο πατέρας του για να τον πείσει να πάρει ένα άσπρο AX GT. Για μεταχειρισμένο, ούτε λόγος: δεν του έδινε δεκάρα. Άδικος κόπος, το μόνο που ζητούσε ο Γιάννης ήταν μια Lancia Fulvia. Πούλησε τη μηχανή του, τσόνταρε και κάμποσα η μάνα του –στα κλεφτά- κι αγόραση μια κόκκινη Coupe Rallye με το σπάνιο 1600άρι μοτέρ. Ο τελευταίος της ιδιοκτήτης την είχε ανακατασκευάσει με φροντίδα και γνώση κι έτσι το αυτοκίνητο ήταν σαν καινούριο παρότι κόντευε ήδη τα 20 χρόνια του το καλοκαίριο του Ά91.
Τη λάτρεψε τη Fulvia o Γιάννης. Την πρόσεχε, τη ζέσταινε, τη σκέπαζε˙ πάνω απΆ όλα την οδηγούσε. Και τι δεν έκανε με αυτό το αυτοκίνητο: κόντρες στις νυχτερινές λεωφόρους, αναβάσεις σε όλα τα βουνά της Αττικής, ταξίδια, έρωτες.
Μήνες και μήνες, έκανε κάθε βράδυ τη διαδρομή απΆ τη Νέα Σμύρνη στο Λουτράκι και πίσω, για μια Νίνα που δούλευε στην καλύτερη ντίσκο της περιοχής. Και στρίγκλιζαν τα Ρ600 στα εσάκια της αλήθειας στην Κακιά Σκάλα. Κι όποτε γρατζουνιζόταν η Lancia, μια μικρή γρατζουνιά, ένα τόσο δα σημαδάκι που ήθελες μεγεθυντικό φακό για να το προσέξεις, την πήγαινε στον μπογιατζή και την ξανάβαφε. Ύστερα την έβγαζε φωτογραφίες: η Fulvia στο Ναύπλιο, η Fulvia στα χιόνια, η Fulvia να γλιστρά στους χωματόδρομους στα χωριά του Κάβο Ντόρο.
Αφού τάισε τους παλιατζήδες και συνεργειατζήδες της Αθήνας, έψαξε και βρήκε άκρες στην Ιταλία, αγόρασε ό,τι χρειαζόταν από εκεί. Κάθε επισκευή την έκανε μόνος του. Της άλλαγε το μπροστινό καπό με πλαστικό, για ελάφρωμα, το έβαψε μαύρο, όπως στις αγωνιστικές. Της έβαλε και μεγάλα DellΆ Orto, η Lancia πήγαινε σαν τον άνεμο. Δεν υπήρχε Gti να κάτσει κοντά της στα φανάρια της Κηφισίας και του Καρέα. Στα Λιμανάκια, που μόνο μοτοσυκλέτες σύχναζαν τότε, είχαν να λένε για τη Fulvia. ΝΆανεβαίνουν τα FZR με τα γόνατα στα τσιμέντα στο πέταλο πριν απ΄ την καντίνα κι αυτή να μην πλησιάζεται.
Πέρασαν η Νίνα κι άλλες πολλές από το δερμάτινο σαλόνι της Lancia. «Το μόνο αυτοκίνητο που τα δυο μπροστινά καθίσματα ακουμπάνε μεταξύ τους», έλεγε, γελώντας ο Γιάννης. Δεν είχε σκοπό να τη δώσει, αλλά γύρισαν τα πράγματα, πήγε στην Αμερική για σπουδές, γκαράζ δεν είχε να τη βάλει, ήθελε και κάποια χρήματα για νΆ αγοράσει εκεί αυτοκίνητο, την έδωσε. Ο αγοραστής –ας τον πούμε κύριο Χ- έμπορος εκ Θεσσαλίας, ήταν τύπος που πιάστηκε με πολλά λεφτά, καβάλησε το καλάμι αλλά παρέμεινε σπαγκοραμμένος. Είχε ένα σπίτι στον Πειραιά, κατέβαινε Σαββατοκύριακα στην πρωτεύουσα –με το τραίνο για να μην πληρώνει τις βενζίνες- αλλά ήθελε ένα αυτοκίνητο για να κάνει το κομμάτι του. Δεν έδινε λεφτά για καινούριο, η Fulvia τον βόλευε για να το παίζει χαΐστας στους όμοιούς του.
Ένας κοινός γνωστός έκανε το συμπεθεριό. Τον έπρηξε όσο να την πάρει τον Γιάννη. Παζάρια στην τιμή, και «τόσα λεφτά για παλιό αμάξι είναι πολλά». Μέχρι που τον έβαλε να της αλλάξει λάστιχα και να του τη φέρει ο ίδιος στον Πειραιά, γιατί αυτός ήταν δήθεν πολυάσχολος και δεν προλάβαινε να έρθει στην Αθήνα για να την πάρει. Ο Γιάννης τα έκανε όλα με κρύα καρδιά, μόνο σε μια έξαρση θυμού την παραμονή το βράδυ πριν του την πάει, έκατσε και της έβγαλε τα καρμπυρατέρ, έβαλε στη θέση τους κάτι μικρότερα και τα άλλα τα έπλυνε, τα καθάρισε και τα έβαλε στην αποθήκη μαζί με το πλαστικό καπό.
Χρόνια αργότερα, αφού γύρισε απΆ τη Βοστόνη, πήγε στρατό κι άλλαξε μισή ντουζίνα αυτοκίνητα, έμαθε ότι ο κύριος Χ πουλούσε τη Lancia. Τηλεφωνήθηκαν, πήγε πάλι στον Πειραιά και την είδε. Ξαναβαμμένη πρόχειρα, με θαμπωμένο πωλητήριο στο πίσω τζάμι, λάστιχα φόραγε κάτι στενά, κορεάτικα του πεταμού, είχε κι ένα τράκο εμπρός δεξιά. Στο πορτ μπαγκάζ, φαρδιά πλατιά, ήταν στερεωμένη μια μπουκάλα υγραερίου.
-Ρουφάνε πολύ τα άτιμα, έκανε ο Σάιλοκ ενώ ο Γιάννης δάγκωνε τα χείλια του.
Την πήγε βόλτα, το τιμόνι δεν άκουγε, το μοτέρ έμοιαζε να έχει χάσει τη μισή του ψυχή.
-Και πόσο την πουλάς; ρώτησε.
-Κοίτα να δεις, έχω βάλει καινούριο ραδιόφωνο, τα υγραέρια... να πούμε όσο μου την έδωσες;
Ο τύπος ήταν πέρα ως πέρα ελεεινός. Ο Γιάννης έφυγε χωρίς να καταδεχτεί νΆ απαντήσει.
Κυριακή μεσημέρι περπατούσε με κοστούμι και γραβάτα, καλεσμένος σε βαφτίσια. Οι «κοινωνικές υποχρεώσεις του έγγαμου βίου». Η γυναίκα του έλειπε, όφειλε να πάει εκείνος. Λίγο πριν την εκκλησία, σε μια γωνιά δίπλα σΆ ένα γιαπί, αναγνώρισε τη μισοδιαλυμμένη Lancia. Βρισκόταν έξω απΆ το ίδιο σπίτι που την είχε συναντήσει πριν από μερικά χρόνια. Μόνο που ήταν πιο βρόμικη και σκουριασμένη. Κοντοστάθηκε. Ύστερα περπάτησε προς το μέρος της, έκοψε ένα σύρμα απΆ την οικοδομή, το έσπρωξε στην κλειδαριά και με δυο απότομα τραβήγματα πάνω κάτω, άνοιξε την πόρτα. Έψαξε τα καλώδια κάτω απΆ το τιμόνι. Πάντρεψε το καφέ με το πράσινο, έφερε το κόκκινο κοντά κι έδωσε γκάζι. Η μίζα γύρισε κουρασμένα, τα Weber υπάκουσαν, το μοτέρ αργοδούλεψε. Προχώρησε σιγά σιγά ως το στενό. Έστριψε στον κεντρικό, έβαλε 2η, έδωσε στροφές, το μοτέρ πήρε να καθαρίζει. Άναψε τσιγάρο και κατέβασε το παράθυρο. Ήξερε καλά τι έπρεπε να κάνει.
Άτιμη μαστοράντζα
Ήταν μια φράση που επαναλάμβανε συχνά ο παππούς μου. Τις πιο πολλές φορές δεν αναφερόταν σε συνεργεία αυτοκινήτων, αλλά σε μαραγκούς, υδραυλικούς και λοιπούς τεχνίτες οι οποίοι του ανέβαζαν την πίεση. Η αιτιολόγηση της διαπίστωσης ήταν απλή. Αυτό που τελικώς σου παρέχει ο μάστορας είναι κατά κανόνα ακριβότερο, χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για να τελειώσει, και κάνει λιγότερο καλά τη δουλειά του απ' ό,τι εκείνος σε είχε προηγουμένως διαβεβαιώσει.
Πολλά επί πλέον στοιχεία μπορούν να προστεθούν σε αυτά τα τρία δεδομένα. Όπως ότι κατά τη διάρκεια της επισκευής παρουσιάζονται κι άλλες βλάβες, οι μισές από τις οποίες προκαλούνται λόγω απροσεξίας ή κακής χρήσης των εργαλείων του μάστορα. Και βέβαια έχει παρατηρηθεί ότι αυτές οι προϋπάρχουσες βλάβες τις οποίες δεν είχες πάρει είδηση προηγουμένως -άρα δεν σε ενοχλούσαν- είναι πιο σοβαρές από τη μικρή που αποφάσισες να επισκευάσεις. Πάντοτε δε εμπίπτουν στην αρμοδιότητα άλλου τεχνίτη ο οποίος πρέπει να εντοπιστεί, να ειδοποιηθεί, να εξετάσει, να κάνει προσφορά και δεν συμμαζεύεται.
Όλα τούτα είναι γνωστά σε κάθε άνθρωπο που έχει αυτοκίνητο και το πηγαίνει για σέρβις. Για όσους όμως έχουν χτίσει, παντρέψει ή ασχοληθεί με σοβαρές επισκευές και restoring, αποτελούν μελανές σελίδες της ζωής, τις οποίες οι ίδιοι παλεύουν να ξεχάσουν και οι οικείοι τους αποφεύγουν να θυμίζουν καθώς συνιστούν πρώτης τάξεως απειλή για την ήδη βεβαρημένη ψυχική υγεία των προσφιλών τους προσώπων.
Με τα συνεργεία αυτοκινήτων ο παππούς δεν είχε πολλά πάρε-δώσε. Φρόντιζε ν' αλλάζει τα αυτοκίνητα αρκετά νωρίς, πριν προλάβουν ν' αρχίσουν τις βλάβες. Παρ' όλα αυτά, και επειδή ορισμένες φορές οι βλάβες έρχονται χωρίς να έχει βάλει το χεράκι του ο μηχανικός, του τύχαιναν κι εκείνου καμιά φορά. Γνωρίστηκε λοιπόν με το σινάφι και, ορθολογιστής καθώς ήταν, απηύδησε εξαρχής. Ύστερα από μισό αιώνα οδήγησης, έναν μόνο μηχανικό είχε παραδεχθεί και θυμόταν πάντα με θαυμασμό.
Ήταν καλοκαίρι του '65 στην Ντομοντόσολα της βορείου Ιταλίας. Το μοτέρ του πράσινου Princess Skyway είχε κάψει φλάντζα. Για ανταλλακτικό ούτε λόγος. Ο τοπικός μάστορας κατασκεύασε -επί τόπου- μία χειροποίητη σε φλαντζόχαρτο, την τοποθέτησε και διαβεβαίωσε τον παππού ότι θα άντεχε μέχρι να γυρίσει το αυτοκίνητο στην Ελλάδα. Όταν, τριάντα χρόνια αργότερα, ο δήμος μάς το έκλεψε, η ίδια χειροποίητη φλάντζα ήταν στη θέση της, χωρίς ποτέ να δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα.
Αντιθέτως με τον παππού, σ' εμένα τα συνεργεία ασκούσαν πολύ ισχυρή έλξη. Πίστευα ότι οι άνθρωποι εκεί επιτελούν σοβαρό έργο, είναι κοινωνοί της ιδέας της αυτοκίνησης. Γι' αυτό και σε πιο νεαρές ηλικίες έμπαινα με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια στα συνεργεία, ιδίως σε όσα ασχολούνταν με βελτιώσεις και αγώνες.
Από τότε πέρασε καιρός. Ώρες και ώρες πεταμένες στα σκουπίδια, περιμένοντας τη διάγνωση, το ανταλλακτικό, την αναγκαία για την επισκευή επιφοίτηση. Τόσα χρήματα, ν' αλλάζουν χέρια, τιμόνι και κάθισμα μες στα λάδια, η μαυρίλα που ποτίζει τα ρούχα. Ώρες και ώρες παραμύθια, όλοι οι μάστοροι των Alfa έλεγαν πως ήταν οι καλύτεροι στο αγωνιστικό τμήμα της Μότορ Ελλάς. Όλοι οι μηχανικοί των BMW της χώρας είχαν βάλει χέρι στις 2002 των Ραγκούζα και Μοσχού και στην 323 του Λεωνίδα.
Χρειάστηκαν χρόνια για να καταλάβω το λάθος μου. Να αντιληφθώ ότι παραδοσιακές κατηγορίες ψευτών, όπως οι ψαράδες και οι κυνηγοί, δεν πιάνουν χαρτωσιά εμπρός στους μαστόρους. Να καταλάβω ότι ο μάστορας δεν είναι συναγωνι¬στής, ο οποίος αναγκαστικά πληρώνεται ενώ κατά βάθος δεν θα ήθελε, αλλά απλώς ένας άνθρωπος που κάνει τη δουλίτσα του. Δεν είναι διόλου κακό, πολλοί άνθρωποι κάνουν τις δουλίτσες τους, κάποιοι όμως τις κάνουν ταπεινά και ειλικρινά. Λίγες κατηγορίες επαγγελματιών έχουν το ύφος ξέρω-τα-πάντα-και-ακόμη-πιο-πολλά που έχουν οι μηχανικοί αυτοκινήτων.
Έτσι λοιπόν πίσω από το παραμύθι, την κλάψα, τη δουλοπρέπεια και τα άλλα
τερτίπια που μετέρχεται η «συμπαθής τάξη» για να γεμίζει ταμείο, αναγνωρίζω πια το βλέμμα του γύπα. Έτοιμου να κατασπαράξει ό,τι βρει μπροστά του, έτοιμου να μετρήσει την αξιοπρέπεια σε χιλιάρικα, ευρώ τώρα πια.
Τα πράγματα είναι χειρότερα σήμερα, τώρα που ο Τζόνι Servis έγινε κάθετη μονάδα και ο μαστροχαλαστής της γωνίας αυτοαποκαλείται Xatziavatis Motorsport. Και στενοχωριέμαι στ' αλήθεια όταν βλέπω παιδάκια στο συνεργείο του μάστρο- Μήτσου του Γρήγορου να έχουν βρει στο πρόσωπο του τον θεό τους, τον Έναν που θα κάνει το δικό τους αυτοκίνητο γρηγορότερο απ' όλα. Δεν έχουν καταλάβει ότι όλο αυτό το νταραβέρι γίνεται επειδή έτσι νομίζουν πως θα βγάλουν καλύτερες , γκόμενες. Δεν ξέρουν πόσο ευτυχισμένα θα είναι εάν πάρουν τη μισή μόνο από την ενέργεια που σπαταλούν στα ρημάδια και τη δώσουν στα κορίτσια ή στους φίλους τους. Δεν μπορούν να ξέρουν, γιατί η εμπειρία είναι μια χτένα που μας χαρίζει η ζωή όταν έχουμε πια χάσει όλα μας τα μαλλιά. Η όπως έλεγε και στα γεράματα ο παππούς, κοιτάζοντας τα κορίτσια να τιτιβίζουν στη στάση του λεωφορείου μπρος στο σπίτι μας, «τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι δεν έχουμε κουτάλια».
Ο Αμπντούλ και οι κρέπες
<< Παιδική κούκλα , σε πολύ καλή κατάσταση , πωλείται 2 λίρες>> .Ξεφύλλιζα με τις αγγελίες και για μαι ακόμα φορά δεν πίστευα στα μάτια μου . Καλά ,2 λίρες , 800 δραχμές , έβαλε αγγελία μια κούκλα για 800 δραχμές ; Τι μιζέρια απίστευτη σε αυτή τη χώρα ! Δεν μπορούσε να την κρατήσει ή να την χαρίσει σε ένα κοριτσάκι ; Την πουλάει δυό λίρες για να πάρει τί ; Τρείς σοκολάτες και μιά τσιχλοφουσκα ; Όταν δεν πουλίεται κανένα καλό αυτοκίνητο γυρίζω στις άλλες σελίδες << Πρώην καπνιστής πουλάει δύο αναπτήρες μεταλλικούς 5 λίρες και οι δύο μαζί .>> <<Πωλείται παντελόνι τζίν 5 λίρες με χαλασμένο φερμουάρ >> Πές μου τώρα εσύ , τι θα το κάνει το τζίν χωρίς φερμουάρ ; Αλλά τα πιό τρελά τα βρίσκεις στη σελίδα με τις ανταλλαγές . << Ανταλλάσω τηλεόραση 21'' με καναπέ που γίνεται κρεβάτι >>
Είχα απηυδήσει πια και εκεί που πήγαινα να πετάξω την εφημερίδα στα σκουπίδια εντόπισα το κελεπούρι : << Ανταλάσσω Alfa Romeo τύπου σπόρ με μηχανή για κρέπες >> Είμαστε σοβαροί τώρα μηχανή για κρέπες ; Τηλεφωνώ , το σηκώνει μια φωνή από το υπερπέραν , με κάτι περίεργα σπαστά αγγλικά , ψιλοπακιστανικά :
-Παίρνω για την αγγελία .
Όλο χαρά μου απαντάει <<έχεις κρεπετζίδικο >> ;
- Όχι απλά θέλω να αγοράσω το αμάξι .
<< Κρίμα >> , απαντάει στενοχωριμένος , << έλεγα ότι θα είχες μηχανή που ψήνει κρέπες , έχω μπακάλικο αλλά θέλω να ανοίξω καντίνα και χρειάζομαι μια μηχανή που να ψήνει κρέπες >>.
Μανία με τις κρέπες , τι ναι τούτος
-Πόσο τι δίνεις την Alfa και τι μοντέλο είναι
-Δεν ξέρω
-Έλα ;
-Δεν ξέρω , εγώ θέλω να πάρω μηχανή για κρέπες , ξέρεις πόσο κάνει μια μηχανή για κρέπες
-Τώρα για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω , ιδέα δεν έχω , αλλά πές μου το αυτοκίνητο είναι sprint , gtv , 33 τι πουλάς ;
-Δεν ξέρω έχει δύο πόρτες και είναι μοντέλο του 82 , αλλά η μηχανή που ψήνει κρέπες έχει πολλά λεφτά 1000 λίρες . Εγώ δεν θέλω τα λεφτά θέλω την μηχανή .
-Καλά άμα αγοράσω το αυτοκίνητο μπορείς με τα λεφτά να αγοράσεις ότι θέλεις . Φαίνεται ότι δεν είχε κάνει μόνος του αυτή την πολύπλοκη σκέψη γιατί άργησε λίγο να μου απαντήσει . Εν τέλει κατάλαβε και είπαμε να συναντηθούμε σε καμιά ώρα .
Για να έχει αυτός ο άνθρωπος τόση πρεμούρα να ανταλλάξει το αυτοκίνητό του με μηχανή για κρέπες και να μην προτιμά να το πουλήσει και να την πάρει μετά , δύο τινά μπορεί να συνεβαιναν : Ή ήταν σκαστός από το τρελάδικο , ή το αυτοκίνητο θα ήταν καμιά sprint μετασκευασμένη σε καντίνα με αυτοκόλλητα << Ντονέρ κεμπάπ >> στις πόρτες . Όμως η τιμή ήταν χαμηλή , οπότε άξιζε τον κόπο να το ελέγξουμε . Πήρα λοιπόν μαζί δύο φίλους για παρέα και πήγαμε να βρούμε την Alfa στις αποθήκες του Newport .
Ανάμεσα σε κάτι κοντέινερ , γερανούς και αποθήκες , εντοπίσαμε εν τέλει το μπακάλικο του Αμπντούλ , πατημένα τα 50 αλλά αίλουρος , ακολουθήστε με , λέει να σας δείξω το αυτοκίνητο . Μας πήγε σε κάτι στενοσόκακα άνοιξε μια άθλια γκαραζόπορτα , σήκωσε ένα σκονισμένο πανί και αποκάλυψε μια μια αστραφτερή δίλιτρη Alfetta GTV . Φρεσκοβαμένη , με βελούδινα μπάκετ , με διχτάκι στο προσκέφαλο , δεκαπεντάρες Campagnolo μούρλια .Μια πιο προσεκτική ματιά ότι κάτω από την μπογιά ο στόκος έδινε και έπαιρνε , μέχρι και στις κολόνες της οροφής είχε στόκο , αλλά ήταν τόσο όμορφη , έλαμπε , που να ήξερα πως στο τέλος δεν θα μπορούσα να αντισταθώ .
Συμφωνήσαμε να την κάνω μια βόλτα για να δούμε τι γίνεται . Στο μεταξυ ο τύπος μας είχε τρελάνει στο παραμύθι . Μέχρι ότι κάθε καλοκαίρι πήγαινε οδικώς με την οικογένια στο πακιστάν με την Τζιτίβα .
-Ναι και γω παλιά τα είχα με τη Μπεναζίρ Μπούτο .
-Τι ;
-Τίποτα για τον καιρό λέω θα ψιχαλίσει
Αφήσαμε τον Πάνο , τον ένα εκ των τριών της παρέας , ενέχυρο να κάνει παρέα στον Αμπντούλ και πήγαμε με τον Αντώνη μια σύντομη βόλτα εκεί γύρω .
Όλα εντάξυ με τις τελευταίες πισωκίνητες Alfa . Κράτημα γκάζι , μια χαρά ατελείωτες πάντες μόνο που όταν αλλάζεις ταχύτητα είναι σαν να ανακατεύεις τσιμέντο με την καρδιά ενός μαρουλιού . Δεν βαριέσαι , η συγκεκριμένη δεν ήταν και η χειρότερη που είχα οδηγήσει , αποφάσισα να την πάρω . Γυρίσαμε πίσω και αρχίσαμε τα παζάρια για την τιμή .
-Όχι δεν κατεβαίνω άλλο , ξέρεις η μηχανή για τις κρέπες ...
-Ρε μπελά που έβαλα στο κεφάλι μου με τις κρέπες σου , 700 μετρητά έχω τα θέλεις ;
-Α τι λες με προσβάλεις δεν είναι δυνατόν , τόσα λίγα το αυτοκίνητο είναι αστέρι και χρειάζομε λεφτά για να...
-Ξέρω ξέρω , μην το πεις για τις κρέπες , 750 τελευταία τιμή
-Όχι όχι θα μου δώσεις 950 παρακάτω με κλέβεις . Βγάζω μάτσο τσαλακωμένες λίρες από το πορτοφόλι , γυαλίζει το μάτι του 800 είναι τις θές ;
Ναι , ναι , ναι !
Πάλι καλά με γειά μας και καλορίζικο , είμαστε έτοιμοι να μπούμε στην Alfa και να φύγουμε , αλλά κάτι μουρμούραγε πάλι ο τύπος .
-Είπες τίποτα ;
-Από που είστε ;
-Έλληνες
Άστραψε το μουστάκι του Αμπντούλ , έδωσε ένα σάλτο πάνω από κάτι κούτες , πέταξε κάτω ένα σκαμνί , άνοιξε ένα μπαούλο , χώθηκε ο μισός μέσα και άρχισε να ανακατεύει μανιασμένα ψάχνοντας προφανός για κάτι .
Βαστάτε τούρκοι τ' άλογα , αγχωνόμαστε εμείς , έχει γούστο να μας λιανίσει τώρα ο μουντζαχεντίν , θα βγάλει κανένα kalasnikov , πιάστε τοίχο μάγκες , κάντε κύκλο . Και κει που έχουμε ακροβολιστεί σε θέσεις μάχης , ξαφνικά ο Αμπντούλ , Αμπντάλα πως τον λέγανε παίρνει ένα παραπονεμένο ύφος και αρχίζει :
-Α τότε αφού είστε Έλληνες θα ξέρεται σίγουρα κάποιον που να πουλάει μηχανή για κρέπες , βρείτε μου μία , να πάρτε δώρο από μένα , απλά βρείτε μου μια μηχανή για κρέπες και μέσα από ένα βουνό σκόνης και ερειπίων βγάζει ένα ξύλινο ΜΟΜΟ ένα ζευγάρι xοάνες Κ&Ν και δύο ολοκαίνουργια Michelin MVX 195/50/15 .
Πως το έλεγε εκείνος ο χοντρός Γαλάτης με τη ριγέ πυτζάμα , στο άλλον τον κοντό τον ξανθό με το σπαθάκι ; << Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι >> ; Οι Αμπντούλ να δείς !
Απόσπασμα απ' το "Μπαρούτι και Μέλι"
Δεν αγαπώ ιδιαίτερα τα ανοιχτά αυτοκίνητα.Κατά κανόνα δεν χωράω μέσα τους και εάν θέλω αέρα στο πρόσωπο οδηγώ μοτοσυκλέτα.Με τη βροντερή εξαίρεση της AC Cobra 427,δεν υπάρχει θεση για cabrio στο ονειρικό μου πάνθεον.Όμως,όπως συμβαίνει με κάθε τύπο αυτοκινήτου,υπάρχουν ορισμένες συνθήκες κάτω απο τις οποίες οι αρετές τους ξεδιπλώνονται,σαν τις υφασμάτινες οροφές των παλιών roadster.Η νυχτερινή βόλτα στην παραλιακή (μετά τα μεσάνυχτα-ποτέ Σάββατο) αποκτά άλλο νόημα όταν βλέπεις τΆαστέρια πάνω απΆ το κεφάλι σου σου και μυρίζεις την αύρα.Μετά τις ζέστες και τις πυρκαγιές του Ιουνίου, βρέθηκε στο γκαράζ μου ενα ανοιχτό διθέσιο.Όσο ο ήλιος ηταν ψηλά δεν το πλησίαζα,οταν έδινε την θέση του στο φεγγάρι –κι έτυχε ναΆναι ο καιρός της πανσελήνου- δεν έβγαινα απο τα δερμάτινα Momo. Ακολουθώ την ίδια διαδρομή: κατηφορίζω την Συγγρού, την ταχύτερη λεωφόρο της πόλης, τη μόνη που δεν φρακάρει ποτέ από κίνηση.Δεξιά και αριστερά, εκθέσεις με αυτοκίνητα και φωτεινές επιγραφές νυχτερινών μαγαζιών: μπουζούκια,κλαμπ ,στριπτιζάδικα, ό,τι ζητήσεις το βρίσκεις στις δύο όχθες του πολύχρωμου ποταμού που ενώνει την Ακρόπολη με το Φάληρο. Στο Δέλτα συναντάω την αψυχολόγητη μετατροπή που έφεραν τα ολυμπιακά έργα: για να πας στην Γλυφάδα μένεις δεξιά, για να πας στον Πειραιά βγαίνεις αριστερά. Ανοίγομαι λοιπόν για την κλασσική αριστερή του Ιπποδρόμου.Είναι τυφλή ,δύσκολη αν την κυνηγήσεις κι έχει το καταραμένο σαμαράκι στη μέση. Η κεκλιμένη δεξιά που ακολουθεί είναι πιο εύκολη παρότι τα χιλιόμετρα ανεβαίνουν. Η τριπλέτα Τροκαντερό-Φλοίσβος-Μπάτης με φέρνει δίπλα στην θάλασσα.Κόβω ταχύτητα.Τη βλέπω. Με ανοιχτή την οροφή, τη μυρίζω κιόλας. Σίγουρα δεν έχει το άρωμα του πελάγους στο Αγαθονήσι ή το Αντικέρι, αλλά η Ψυττάλεια κάνει δουλειά.Όλο και κάποιο φανάρι με πιάνει εδώ,αποκαλύπτωντας ακόμη μια ιδιοτυπία των cabrio : όποτε σταματάς πρέπει να χαμηλώνεις τη μουσική.Μου θύμισε μια παλιά βόλτα με Harley Electra Glide. Πάλι στην παραλιακή οδηγούσα, το κασετόφωνο της έπαιζε Motorhead, όταν καταλαβα οτι ακούγεται πολύ δυνατά.Τώρα το ραδιόφωνο έπαιζε U2. Εντάξει κοντά είμαστε. Ο παραλληλισμός μοτοσυκλέτας και ανοιχτού αυτοκινήτου είναι εύλογος όπως αποδεικνύεται στην επόμενη τριάδα της διαδρομής,Καλαμάκι,Άλιμο,Ε ληνικό.Εδώ δεν βλέπεις θάλασσα, σε ένα κλιματιζόμενο σαλόνι μπορεί να μην καταλάβεις καν οτι βρίσκεσαι κοντά της. Όπως διδάσκει το “Zen and The Art of Motorcycle MaintenanceΆΆ , αντίθετα με το αυτοκίνητο με τη μοτοσυκλέτα δεν είσαι θεατής,γίνεσαι μέρος του σκηνικού. Πάνω στη σέλα ,ή με ανοιχτή οροφή προσθέτω εγώ, αισθάνεσαι τη θάλασσα, νιώθεις την υγρασία της τα ζεστά βράδια και τη δροσιά της στα ψυχρότερα. Το κομμάτι απΆ την Γλυφάδα έως τη Βούλα είναι από τα πιο επικίνδυνα. Κάθε καλοκαιρι μεθυσμένοι οδηγοί παρασύρουν μεθυσμένους πεζούς που, στις 5 το πρωί κάποιας Κυριακής, επιχειρούν να διασχίσουν την παραλιακή. Πάντα πιάνω την μεσαία για να έχω την δυνατότητα ελιγμού. Όμως η δεξιά πριν απο την διασταύρωση με την Βουλιαγμένης είναι στροφάρα. Άν έχεις άλογα και κίνηση πίσω μπορείς να την πάρεις διπλωμένος. Άλλιως σταματάς στο περίπτερο. Με ανοιχτή την οροφή κάνεις πιο εύκολο το έργο του ευρηματικού περιπτερά. Δεν χρειάζεται να σημαδέψει το παράθυρο με την περίφημη κουτάλα. Ακολουθεί η ατελείωτη ευθεία στο Καβούρι. Εκεί που ανηφορίζει, αναπολώ το TVR ενός φίλου : ο flat-crank V8 να βρυχάται και οι λαστιχιές να γράφουν στην άσφαλτο Cerbera. Ρολάρω κρατημένος στις στροφούλες πριν από την Ακουα Μαρινα μέχρι την λίμνη. Η θάλασσα βρίσκεται στο πλευρό μου, έρχονται τα λιμανάκια.Μυθικά,απολαυστι κά, όμως λίγες φορές τα έχω στρίψει. Δεν μου κάνει καρδιά να προβοκάρω τη φυγόκεντρο χωρίς μπαριέρα να με χωρίζει από τους μαθητευόμενους drifters. Η πλατεία της Βάρκιζας με τους ταρίφες, η ευθεία της κόντρας και το πάρκινγκ γνώρισαν μέρες δόξας πριν απο μερικά χρόνια. Υπήρχε κόσμος, εκκινήσεις, πάντες, κυνηγητά με την αλησμόνητη ομάδα Σίγμα. Η δεξιά τέρμα της ευθείας είναι από τις ωραιότερες της διαδρομης. Μόνο που, τις μέρες που περνούσα έκαναν έργα και μου την χαλάσανε. Συνεχίζω έως την Τρύπα του Καραμανλή. Γρήγορες και παρατεταμένες στροφές που ταλαιπωρούν το μειωμένης ακαμψίας πλαίσιο. Λίγο πιο κάτω μετά τη μικρή παραλία στα δεξιά είναι τα φανάρια. Εδώ τερματίζει η περιπλάνηση. Γυρίζω ακολουθώντας την ίδια διαδρομή. Αλλά ο γυρισμός δεν είναι ποτέ όσο ωραίος όσο ο πηγαιμός. Ξεγελιέμαι, λέγοντας οτι φταίει που απομακρύνεται η θάλασσα. Μα ξέρω οτι δεν ειναι αυτό : το εμπρός είναι απεριόριστο γιΆαυτο είναι γοητευτικό. Το πίσω ειναι πεπερασμένο, γιΆαυτο και σε κάθε ταξίδι η επιστροφή είναι μελαγχολική. Κι όσο περνά ο καιρός και συνειδητοποίω οτι όλο πίσω γυρίζω τόσο περισσότερο μελαγχολώ.
Χαμένος Παράδεισος
Διαβάζοντας ένα αγγλικό περιοδικό, πριν από δέκα-δώδεκα χρόνια, το βλέμμα μου έπεσε σε μια μαυρόασπρη διαφήμιση, που μου έκανε τόση εντύπωση, ώστε να τη θυμάμαι ακόμη. Έδειχνε μια Alfa 75 τρίλιτρη V6, να ανηφορίζει στις φουρκέτες του Stelvio, του υπέροχου ορεινού περάσματος των Άλπεων, μιας από τις απαιτητικότερες διαδρομές της Ευρώπης. Η λεζάντα έλεγε "Η Alfa Romeo τα κατάφερε, Μιλάνο-Λονδίνο σε πέντε ημέρες". Βεβαίως, η κάλυψη χιλίων μιλίων σε πέντε ημέρες δεν αποτελεί επίτευγμα, ιδίως όταν αναφέρεται σε ένα αυτοκίνητο 190 ίππων. Όμως εκεί ακριβώς κρύβεται η γοητεία της περιπλάνησης, της αυτοκίνησης, της οδήγησης. Στην επιλογή όχι της συντομότερης, αλλά της απολαυστικότερης διαδρομής, εκείνης που θα προσφέρει τις πλουσιότερες εμπειρίες στον οδηγό της. Το δρόμο, δηλαδή, που θα διάλεγαν να ακολουθήσουν όλοι οι ποιητές, από τον Καβάφη έως τον Κέρουακ.
Γι αυτό και η -παραδοσιακά ρομαντική Alfa- δεν επέλεξε χίλια μίλια βαρετών αυτοκινητόδρομων΄, αλλά δύο χιλιάδες μίλια μαγευτικών διαδρομών μέσα από τα βουνά και τις κοιλάδες, για να διασχίσει την Ευρώπη. Οι παλιές Εθνικές είναι ένα με τη φύση, οι καινούριες είναι ξεκομμένες από αυτή. Στις παλιές συναντάς γραφικά χωριά, στις καινούριες απρόσωπα βενζινάδικα. Οι παλιές έχουν στροφές, οι καινούριες έχουν διόδια ( ). Οι παλιές έχουν εικόνες και αρώματα, οι καινούριες έχουν ραντάρ.
Στην Ελλάδα ο πιο κλασσικός δρόμος είναι ο μυθικός Αχλαδόκαμπος, η ανάβαση δηλαδή από το Άργος στην Τρίπολη μέσω Κωλοσούρτη. Είχα πολύ καιρό να δω από κοντά αυτές τις κορδέλες, τα εσάκια, τις δεκάδες φουρκέτες και τα αναρίθμητα προσκυνητάρια. Όταν όμως βρέθηκα στο τιμόνι μιας τρίλιτρης Alfa 75 με προορισμό την Καλαμάτα, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ δεύτερη φορά τη διαδρομή που θα ακολουθούσα. Θα πήγαινα από τον Αχλαδόκαμπο, τον πιο χαρακτηριστικό δρόμο μιας Ελλάδας που έφυγε ή φεύγει σιγά σιγά με τα χρόνια. Μιας Ελλάδας που αποτελούσε παράδεισο φυσικής ομορφιάς, μιας χώρας όπου οι άνθρωποι απολάμβαναν κάθε στιγμή της ζωής τους, ακόμη και όταν οι ανέσεις και οι οικονομικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες. Μιας Ελλάδας που πεισματικά εξακολουθεί να παραμένει πρώτη σε κάπνισμα και αλκοόλ, αλλά και μακροβιότητας ανάμεσα στις ευρωπαίες συν-εταίρες της. Μιας κάποτε ποιητικής χώρας, που τώρα πια γεμίζει με απαγορεύσεις, ταχύρυθμες αναπτύξεις, υψηλή κερδοφορία και κυρίως, ολοένα σαφέστερα προσδιοριζόμενο και επιβαλλόμενο από το σύστημα, τρόπο ζωής για τους κατοίκους της.
Γι αυτό είναι διδακτική, αναβαπτιστική η βόλτα στον Αχλαδόκαμπο, που, άδειος από αυτοκίνητα, ανεβοκατεβαίνει τα βουνά, προκαλώντας σε να χορέψεις από στροφή σε στροφή, καθώς ο αντίλαλος του V6 φέρνει στο νου εικόνες από τη Μεγάλη Πάρνηθα, την ανάβαση Διονύσου, όλες εκείνες τις γιορτές που καταργήθηκαν η μια μετά την άλλη.
Είναι θλιβερό ότι τίποτα δεν εκτιμάς αληθινά εάν δεν το χάσεις. Ο παράδεισος που λέγεται Ελλάδα φεύγει σαν την άμμο μέσα από τα χέρια μας και, σύντομα, το νέο τοπίο ελάχιστα θα θυμίζει το παλιό. Μόνο όταν θα έχουμε πνιγεί από τα μαύρα κουτιά, τους κόφτες ταχύτητας και ευτυχίας και τις περιπολίες των ελικοπτέρων θα καταλάβουμε που ζούσαμε. Και αυτά δεν είναι πεσιμιστικές προφητείες. Στη Δυτική Ευρώπη τα αστυνομικά ελικόπτερα καραδοκούν, εντοπίζουν και συλλαμβάνουν όσους υπερβαίνουν τα όρια. Βεβαίως, εκεί όλοι βιάζονται και μετακινούνται στις αφόρητα πληκτικές εθνικές. Μονάχα τίποτα joyriders κουρσεύουν τις 911 από τις πλούσιες συνοικίες του Λονδίνου, τις πηγαίνουν στους δρόμους των δασών και εκεί ανεβάζουν στροφές που ποτέ δεν πλησίασε ο ναυλομεσίτης, ο κομμωτής και η κοκότα που τις φυλακίσε αγοραζοντάς τες.
Στην Ελλάδα, χρόνια και χρόνια τα 127 και τα Α112 σταματούσαν για σουβλάκι στους Μύλους και ύστερα ανέβαιναν τον Αχλαδόκαμπο φορτωμένα με όλη την οικογένεια, το κλουβί με τα καναρίνια, την τηλεόραση, και τη γιαγιά με τις δραμαμίνες. Σήμερα τα καναρίνια λερώνουν, τηλεόραση υπάρχει δεύτερη στο εξοχικό και τη γιαγιά την πετάξαμε στο γηροκομείο. Το παλιό σπίτι το γκρεμίσαμε, τιγκάραμε το καινούριο στην άσπρη πλαστική καρέκλα του γύφτου και εκεί που αγναντεύαμε από το χαγιάτι τώρα είναι η πιλοτή που παρκάρουμε το αυτοκίνητο για να μην κόψει το χρώμα.
Φτιάχτηκε και ο καινούριος δρόμος "χωρίς στροφές", πήραμε κινητό για να "μη μας βρεί τίποτα στις ερημιές", όμως παρ' όλα αυτά δεν πάμε πια στο χωριό. Λέγαμε ότι έφταιγε που το 1400 μας δεν είχε αιρκοντίσιον, έτσι βάλαμε 36 δόσεις και πήραμε 1800 που έχει και αιρκοντίσιον και πλευρικές μπάρες, αλλά πάλι δεν πηγαίνουμε. Επειδή δεν έχουμε χρόνο, επειδή τελικά δεν έχουμε τι να κάνουμε στο χωριό ή μήπως επειδή τρέμουμε στην ιδέα ότι πηγαίνοντας εκεί μπορεί κάποτε να αντιληφθούμε τι μας έχει συμβεί;
Όλες οι υπαρξιακές ανασφάλειες και αναρωτήσεις του τύπου γιατί μου αρέσουν τα αυτοκίνητα, γιατί ρισκάρω, γιατί απομακρύνομαι-χάνω-χωρίζω, όλες εδώ έχουν την απάντηση τους. Στην ανάβαση του Αχλαδόκαμπου, στην ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα που δροσίζει και φέρνει τη μυρωδιά από νοτισμένο χώμα και θυμάρι, στις στροφές που ζωγραφίζουν γκρίζα φίδια ανάμεσα στο πράσινο και στο γαλάζιο. Όλες οι απαντήσεις είναι εδώ, στο βουνό που σαν κολυμπήθρα καθαρίζει το μυαλό από τις μυριάδες των γιατί που σου φυτεύουν. Και όταν αντικρύζεις το ουράνιο τόξο, στην πλαγιά που ορθώνεται πάνω από τα ερείπια του βυζαντινού κάστρου στο Μούχλι, πετάς με δύναμη όλα σου τα γιατί στο γκρεμό, που χάσκει από κάτω. "Γι αυτό", είναι η βροντερή σου απάντηση. Ο Παράδεισος δεν χάθηκε ακόμη, τουλάχιστον όχι εντελώς. Και εάν είναι γραφτό του να χαθεί, επειδή οι άφρονες δάγκωσαν, κομμάτιασαν το μήλο, αξίζει να τον γλεντήσουμε μέχρι τέλους. Μέχρις ότου χαθούμε και εμείς μαζί του.
Απο τα αγαπημένα μου!!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΑΤΣΙΟ ΝΟΥΒΟΛΑΡΙ 1892-1953
του Γιώργου Ν. Πολίτη
Vivere pericolosamente
Οι αγώνες είναι συνυφασμένοι με τον κίνδυνο. Οι καλύτεροι πιλότοι συχνά κινούνται κοντά στο απόλυτο όριο της ταχύτητας και του κινδύνου. Μια φούχτα από αυτούς ξεχώρισαν ως κορυφαίοι επειδή πολλές φορές άγγιξαν αυτό το όριο. Για έναν όμως δεν υπήρχε όριο. Όταν έφτανε μπροστά σε αυτό που οι άλλοι νόμιζαν ότι είναι το όριο, το έσπρωχνε κι αυτό υποχωρούσε. Γιατί, τίποτα δεν μπορούσε να μείνει μπροστά από τον Τάτσιο Νουβολάρι.
Όταν αγωνιζόταν ο Νουβολάρι , ''quando corre Nuvolari'' , όπως λένε οι Ιταλοί για να προσδιορίσουν την εποχή του, στη γειτονική χώρα υπήρχε η φήμη ότι ο μικρόσωμος πιλότος από τη Μάντοβα είχε κάνει συμφωνία με το Διάβολο. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αλλιώς ,πώς, τότε που ο θάνατος στους αγώνες ήταν στην ημερήσια διάταξη, ο Νουβολάρι έστριβε όπως έστριβε και παρέμενε ζωντανός. Σαν τον Φάουστ , θα έπρεπε να είχε πουληθεί στον Διάβολο για να το καταφέρνει. Δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι κάποιος είχε τόσο πολύ ταλέντο, τόσες απίστευτες οδηγικές ικανότητες. Όμως το θείο δώρο του απόλυτου ελέγχου διαχείρισης της ταχύτητας που απλόχερα προσφέρθηκε στον Νουβολάρι, αντσταθμίστηκε με αφόρητη δυστυχία στην προσωπική του ζωή. Στα νεανικά του χρόνια οι γιατροί διέγνωσαν ίχνη φυματίωσης . Αργότερα απέκτησε δύο παιδιά, δύο γιους που τους είδε να πεθαίνουν έφηβοι, κι αυτοί χτυπημένοι από αρρώστιες.
Στα χρόνια της μεγάλης δόξας, η εξάρτησή του από την ταχύτητα δεν γινόταν αντιληπτή. Στον κόσμο περνούσε μόνο ως υπέρμετρο πάθος και θέληση. Μόνο στη δύση της ζωής του, όταν εξακολούθησε να τρέχει -βήχοντας ,φτύνοντας αίμα και πέφτοντας λιπόθυμος στους τερματισμούς- γιατί αυτό ήταν το μόνο που γνώριζε να κάνει, καταλάβαινε κανείς την τραγική του μοίρα. Την απόλυτη, παθολογική του εξάρτηση από την ταχύτητα. Ο Νουβολάρι αγωνιζόταν με τον τρόπο που αγωνιζόταν γιατί ήταν καταδικασμένος να αγωνίζεται έτσι.
Έφτιαξε το όνομά του με τις πρωτόγονες μοτοσυκλέτες του '20 σε κάθε είδους αγώνες αλλά κυρίως στους επιπονους μαραθωνίους που διέσχιζαν την Ιταλία απ' άκρη σ' άκρη. Έγινε μέσως γνωστός από την ταχύτητα και την επιμονή του να μην παραιτείται ακόμη και όταν όλα γυρνούσαν εναντίον του. Το 1924 στέφθηκε Πρωταθλητής Ιταλίας και κέρδισε την θέση του εργοστασιακού οδηγού της Bianchi . Στη Ραβένα συγκρούστηκε με έναν αντίπαλο και χτύπησε το αριστερό του χέρι στον τοίχο. Συνέχισε , κατεβάζοντας συνεχώς το χρόνο του, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε ημιλιπόθυμος στα πιτ με το χέρι του πνιγμένο στο αίμα. Από τη σύγκρουση είχε κοπεί ένα δάχτυλο, μόνο το γάντι το κρατούσε στη θέση του.
Στο Λάριο, για να στρίψει σε ένα αργό αριστερό-δεξί εσάκι χτύπαγε με τον ώμο του το βράχο στο εσωτερικό της αριστερής , το τράνταγμα τον διευκόλυνε στην τοποθέτηση της μοτοκλέτας για την ερχόμενη δεξιά. Στο σιρκουί του Τορίνο η Bianchi λάδωε το μπουζί της στον τρίτο γύρο. Κατέβηκε , το άλλαξε και συνέχισε. Έσκασε λάστιχο. Σταμάτησε και το άλλαξε. Στον δωδέκατο γύρο βγήκε η αλυσίδα, την ξαναέβαλε και συνέχισε. Στον δέκατο τρίτο έσπασε το πιρούνι. Σταμάτησε, το έδεσε πρόχειρα με την ζώνη του, συνέχισε και τερμάτισε τρίτος.
Τάτσιο, Βιτόριο, Έντzo ,Αlfa
Τα αυτοκίνητα όμως ήταν η μεγάλη του αγάπη. Η ευκαιρία για εργοστασιακή συμμετοχή ήρθε στις 26 Αυγούστου του 1925. Λίγο πριν από τον αγώνα της Μόντσα , η Alfa Romeo έψαχνε τον αντικαταστάτη του Αντόνιο Ασκάρι, που είχε χάσει τη ζωή του νωρίτερα, στο γαλλικό GP.
Ο αρχιμηχανικός Βιτόριο Τζάνο έφερε στη Μόντσα τις P2 και ο 33χρονος Τάτσιο ξεκίνησε για τους γύρους που μπορούσαν να του αλλάξουν τη ζωή. Στον δεύτερο γύρο πλησίασε το ρεκόρ της πίστας, στον τρίτο κατέβασε κι άλλο, στον τέταρτο το ίδιο. Στον πέμπτο το κιβώτιο δεν άκουσε σ'ένα κατέβασμα κι ο Νουβολάρι βρέθηκε να στρίβει με νεκρά. Η P2 έγειρε, γύρισε ανάποδα, κι ο οδηγός πετάχτηκε προς το απέναντι συρματόπλεγμα, αυτό λειτούργησε σαν σφεντόνα και τον πέταξε στην άλλη μεριά της πίστας. Όταν τον βρήκαν ήταν αναίσθητος και αιμορραγούσε. Πίστευαν ότι πέθανε. Τους διέψευσε. Τυλιγμένος στους γύψους, με τραύματα σε όλο του το σώμα , στο κρεβάτι του νοσοκομείο, δήλωσε συμμετοχή για το GP μοτοσυκλετών στις 13 Σεπτεμβρίου, πάλι στη Μόντσα.
Έτσι και έγινε. Την παραμονή του έσπασαν τους γύψους και τον έντυσαν με σκληρούς δερμάτινους νάρθηκες, από το υλικό που φτιάχνονται οι σέλες των αλόγων. Τον έστησαν πάνω στην Bianchi , τον έσπρωξαν για να βάλουν μπρος και έτσι ξεκίνησε για τον αγώνα των δυόμιση ωρών. Κέρδισε και όταν στα πιτ λίγο έλειψε να πέσει, οι μηχανικοί πανηγύριζαν και είχαν ξεχάσει ότι δεν μπορούσε να κατεβάσει τα πόδια του κι ότι έπρεπε να τον στηρίξουν. Ολόκληρη η Ιταλία παραληρούσε για το κατόθρωμά του. Είχε ήδη αρχίσει το ταξίδι στη σφαίρα του θρύλου. Όμως η πόρτα της Alfa έκλεισε και πέρασαν πέντε χρόνια γα να τον ξανακαλέσουν.
Του έδωσαν τότε μία 1750 για το Mille Miglia , τον αγώνα των 1600 χιλιομέτρων , που ξεκινούσε μεσημέρι Σαββάτου από την Μπρέσια, κατέβαινε προς τη Ρώμη και ύστερα ανέβαινε τερματίζοντας πριν από το χάραμα της Κυριακής , πάλι στην Μπρέσια. Νίκησε με μια κίνηση που πέρασε στην Ιστορία. Λίγο πριν από τον τερματισμό έφτασε πίσω από την προπορευόμενη Alfa του Ακίλε Βάρτζι. Για τον Νουβολάρι , ο Βάρτζι ήταν ο αιώνιος αντίπαλος, ό,τι ήταν ο Προστ για τον Σένα. Έσβησε λοιπόν τα φώτα για να μην τον αντιληφθεί και οδηγώντας στα τυφλά, τον έφτασε και τον προσπέρασε. Μετά το Mille Miglia , σε όποια ομάδα υπέγραφε συμβόλαιο ο Βάρτζι , έθετε όρο να μην έρθει σ' αυτή ο άσπονδος φίλος του.
Η νίκη αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έφτασε σ'αυτήν απογείωσαν τη φήμη του Μαντοβάνου πιλότου. Έγινε πλέον η σημαία της Alfa Romeo. Την ίδια εποχή ένας πρώην οδηγός της Alfa έστηνε μια ομάδα που αναλάμβανε την προετοιμασία και συμμετοχή των Alfa Romeo στους αγώνες. Το μικρό του όνομα ήταν Έντζο , στην ομάδα έδωσε το επώνυμό του. Τη βάφτισε Scuderia Ferrari. Έτσι οι αγωνιστικές Alfa, βαμμένες πάντα στο κόκκινο-βιολετί τους χρώμα, απέκτησαν για σήμα τους μια κίτρινη ασπίδα με ένα μαύρο αλογάκι και τα αρχικά SF.
Στην προ-Νουβολάρι περίοδο, οι πιλότοι για να στρίψουν ανοίγονταν πριν τη στροφή, στη συνέχεια κλείνονταν πατώντας προοδευτικά το γκάζι ώς την κορυφή και μετά-οι απολύτως καλύτεροι από αυτούς, σαν τον Ασκάρι και τον Μπορντίνο- έδιναν όλο το γκάζι κι ελέγχοντας την υπερστροφή έβγαιναν ντριφτάροντας. Ο Έντζο Φεράρι ήταν από τους πρώτους που μπόρεσαν να αποκωδικοποιήσουν τη μέθοδο Νουβολάρι, μάλιστα στα απομνημονεύματά του ο Γέρος εξηγεί πόσο τρόμαζε στην αρχή ως συνοδηγός του και πώς στη συνέχεια κατάλαβε τον τρόπο με τον οποίο αυτός οδηγούσε. Έστριβε προς τα μέσα πολύ νωρίτερα κι έδινε από την αρχή όλο το γκάζι. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου έξυνε το εσωτερικό της στροφής ενώ το πίσω γλιστρούσε έντονα προς τα έξω. Χωρίς να αφήσει το γκάζι και κάνοντας ανάποδο, ο Νουβολάρι κρατούσε το αυτοκίνητο στο δρόμο και όταν πια έφτανε στο apex, ήταν τοποθετημένος σε πλήρη ευθεία με την έξοδο. Μπορούσε έτσι να επιταχύνει αμέσως. Ήταν ο πρώτος που εκμεταλλεύτηκε την υπερστροφή για να πλασάρει το αυτοκίνητο τοποθετώντας το στην ιδανική τροχιά. Άλλαξε για πάντα την εικόνα των αγώνων. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολύ πιο εξελιγμένα , εύκολα και προβλέψιμα αυτοκίνητα, για να μπορέσουν άλλοι να τον μιμηθούν.
Εκτός όμως από την τεχνική και την εξυπνάδα, το πάθος ήταν το τρίτο στοιχείο που έκανε τον Νουβολάρι μοναδικό. Το 1933, στο διάρκειας 100 γύρων GP του Μονακό, έκανε μια ακόμη επίδειξη ψυχικών αποθεμάτων.
Ο Νουβολάρι οδηγεί Alfa και ο Βάρτζι Bugatti. Επί 99 γύρους η πρώτη θέση αλλάζει συνεχώς χέρια. Η διαφορά τους ποτέ δεν ξεπερνά τα 4΄΄ , συνήθως δε είναι πολύ μικρότερη, τα δύο αυτοκίνητα σχεδόν ακουμπούν το ένα το άλλο. Ο τελευταίος γύρος ξεκινά με τον Νουβολάρι πρώτο. Στην ανηφοριά για το Casino ο Βάρτζι ρισκάρει κρατώντας την 3η πάνω από τις 7.000 στροφές και περνά μπροστά. Στην έξοδο του τούνελ οι θεατές ακούν τα μοτέρ που μουγκρίζουν και, σηκωμένοι στις μύτες των ποδιών, ψάχνουν με τα μάτια το χρώμα που θα βγει πρώτο απ'το σκοτάδι. Να! Το κόκκινο είναι δύο μέτρα εμπρός απ'το γαλάζιο. Ξαφνικά ο κινητήρας της Alfa Romeo παραδίδει το πνεύμα, λάδια χύνονται παντού, η Bugatti περνά. Η Alfa τυλίγεται στις φλόγες , οι κριτές κάνουν σήμα στο Νουβολάρι να σταματήσει, ο φόβος της έκρηξης. Δεν σταματάει. Σηκώνεται όρθιος στο κάθισμα για να μην τον φτάνουν οι φλόγες και, όρθιος, τιμονεύει την Tipo 8C . Είναι μια μυθική εικόνα: η φλεγόμενη Alfa κι ο Νουβολάρι με χείλη σφιγμένα και το μακρύ του πρόσωπο μαυρισμένο από τα λάδια και τους καπνούς, να οδηγεί όρθιος. Το μοτέρ αργοπεθαίνει, στην ανηφόρα σταματά. Και τότε ο Τάτσιο κατεβαίνει και σπρώχνει το αυτοκίνητο, που συνεχίζει να καίγεται, προς τον τερματισμό. Κοντεύει στο τέρμα. Ένας κριτής αδειάζει έναν πυροσβεστήρα στην Alfa. Ο αγώνας τελειώνει.
Η μεγαλύτερη μέρα του Νουβολάρι είναι και η μέρα της μεγαλύτερης νίκης των αγώνων-νίκη ενάντια σε κάθε λογική. Το 1935 στο Νίρμπουργκρινγκ η χιτλερική Γερμανία είναι στο απόγειό της. Πριν από την έναρξη του GP η πτήση επίδειξης ενός νέου αεροσκάφους που η Ευρώπη θα γνώριζε καλά τα επόμενα χρόνια, λέγεται Stuka. Εκπρόσωποι του Χίτλερ, 300.000 θεατές, σβάστικες και εννέα ασημένια βέλη Auto-Union και Mercedes- εξελιγμένα πέρα από κάθε κόστος χάρη στα ναζιστικά κεφάλαια- ετοιμάζονται να δείξουν τη γερμανική υπεροχή.
Κανείς δεν υπολογίζει τον 43χρονο μικρόσωμο άνδρα με το γαλάζιο παντελόνι, το κίτρινο ζέρσεϊ , το κόκκινο δερμάτινο κράνος και την πιστή μα λεπτεπίλεπτη και παρωχημένη Alfa P3. O παλιός της κινητήρας των 2,6 λίτρων, είχε φτάσει τα 3,8 λίτρα και τα 330 άλογα σε μια προσπάθεια να σταθεί πλάι στα γερμανικά θαύματα. Η τελική της ταχύτητα άγγιζε τα 270 km/h. Όμως η Auto-Union V-16 του δρα Πόρσε είχε 375 άλογα, ενώ η Mercedes W25 των 4,3 λίτρων έβγαζε 460. Και τα δύο γερμανικά όπλα ξεπερνούσαν τα 310 km/h. Ήταν ο ορισμός της άνισης μάχης. Ο Νίκι Λάουντα είχε πει πως ήταν σα να προσπαθούσε η Alfa μ'ένα χαρταετό να πολεμήσει τα διαστημόπλοια της NASA.
Όμως, μόνο όταν η παρτίδα μοιάζει χαμένη λάμπει το άστρο των αλιθηνά μεγάλων. Δίνεται η εκκίνηση των 22 γύρων , ο Νουβολάρι πετάγεται μπροστά και στο τέλος της ευθείας στρίβει δεύτερος. Οι Γερμανοί τον φτάνουν στις ευθείες , όμως ο Νουβολάρι τους φεύγει στις στροφές, ευτυχώς που το 'Ρινγκ έχει 176 από αυτές. Πρέπει όμως να προσέξει και το αυτοκίνητο, 500 χιλιόμετρα διαρκεί το GP και η P3 είναι ευαίσθητη με αχίλλειο πτέρνα το πολύπλοκο σύστημα μετάδοσης. Για επιβεβαίωση, η άλλη Alfa του Σιρόν έμεινε από άξονα στον πέμπτο γύρο.
Στον δέκατο γύρο ο Τάτσιο περνά μπροστά, κρατά όλη την γερμανική αρμάδα στην ουρά του, είναι 9'' εμπρός από τον Καρατσιόλα. Έρχεται ο 11ος γύρος των πιτ-στοπ. Οι Mercedes των φον Μπράουχιτς και Καρατσιόλα μένουν μέσα για 47΄΄ και 67΄΄ αντίστοιχα, η Auto-Union του Ροζεμάιερ για 75΄΄. Στα πιτ της Alfa η αντλία ανεφοδιασμού έχει χαλάσει. Αναγκάζονται να βάλουν βενζίνη με μπιτόνια και χωνί. Δύο λεπτά και δεκατέσσερα δεύτερα περνούν, ο Νουβολάρι βγαίνει από τα πιτς και είναι έκτος. Οι Γερμανοί πανηγυρίζουν. Να κρατήσεις πίσω σου όλα αυτά τα θηρία είναι άθλος, να τα ξαναπεράσεις είναι αδιανόητο.
Ο Τάτσιο αρχίζει την τιτάνια επίθεση. Κάτω από τον μολυβένιο ουρανού του ΄Ρινγκ, το κόκκινο αυτοκίνητο, σπρωγμένο λες από την ψυχή του οδηγού του, ξαναπερνά ένα ένα τα ασημένια βέλη. Στο τέλος του 13ου γύρου είναι ξανά δεύτερος. Στον 15ο η διαφορά του από τον φον Μπράουχιτς είναι 69΄΄. Στον 20ο έχει πέσει στα 43΄΄, αρχίζει να ψιλοβρέχει. Πηγαίνει ακόμα πιο γρήγορα. Στις ευθείες τον βλέπουν να χτυπάει με την αριστερή του γροθιά το πλαϊνό της P3, σαν να θέλει να την κάνει να τρέξει πιο πολύ. Στον 21ο μαζεύει άλλα 11΄΄ . Στα πιτ της Mercedes ο τιμ-μάνατζερ Νοϊμπάουερ κάνει απεγνωσμένα σήματα στον πιλότο του. Έρχεται ο τελευταίος γύρος και η κολασμένη καταδίωξη του Νουβολάρι κορυφώνεται. Ντριφτάρει σε πρωτοφανείς γωνίες , η ψαλίδα κλείνει στα δάσος του Adenau, στην Karusell είναι 200 μέτρα πίσω από το στόχο του . Βλέπει μπροστά του ''κάτι μαύρο να πετάει στον αέρα'' , είναι το πίσω αριστερό Continental της Mercedes. Ο φον Μπράουχιτς δεν πρόσεχε τα λάστιχά του και οι Γερμανοί δεν φρόντισαν να τον ξαναβάλουν στα πιτ.
Όταν το κόκκινο αυτοκίνητο με το νούμερο 12 φάνηκε στην αρχή της ευθείας το αδύνατον είχε γίνει πραγματικότητα. Οι σβάστικες χαμήλωσαν, οι Γερμανοί εξευτελίστηκαν, δεν είχαν καν σκεφτεί να προμηθευτούν την πλάκα γραμμοφώνου με τον ιταλικό εθνικό ύμνο, τόσο σίγουροι ήταν για τη νίκη. Ο Τάτσιο τους καθησύχασε. Είχε φέρει μια πλάκα με τον ύμνο της πατρίδας του. Για γούρι, τους είπε. Ένας Ιταλός δημοσιογράφος έγραψε ''Εκατομμύρια γαλάζια μάτια, ορθάνοιχτα, δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν. Ανίκανα να βρουν λογική εξήγηση απέδωσαν τη νίκη του κόκκινου αυτοκινήτου στο Διάβολο''.
Προς το τέλος
Τα κατορθώματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Στον αυτοκινητόδρομο της Φλωρεντίας το καλοκαίρι του 1935, με την περίφημη Alfa Bimotore, που είχε έναν κινητήρα εμπρός και έναν πίσω και 540 άλογα, ο Νουβολάρι πιάνει 321,5 km/h και σπάει το ρεκόρ ταχύτητας της Auto-Union.
Το 1936 στην πίστα της Νέας Υόρκης με την Alfa 12C κάνει τους Αμερικανούς να παραμιλούν. Οι Ιταλοί μετανάστες έχουν κάθε λόγο να περηφανεύονται όταν ο ήρωάς τους σηκώνει το μεγαλύτερο τρόπαιο που έγινε ποτέ, το 14 κιλών χρυσό κύπελο Vnderbilt. Ο Νουβολάρι είναι 1,55 και το κύπελλο μοιάζει μεγαλύτερο από αυτόν.
Και ύστερα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, ίσως ο Διάβολος ζητάει το μερίδιό του. Το 1937 χάνει τον πρώτο του γιο, Τζόρτζιο , στα 19 του χρόνια από καρδιακό νόσημα. Το 1938 έχει ένα πολύ άσχημο ατύχημα όταν η Alfa του παίρνει φωτιά. Προλαβαίνει να πηδήξει έξω από το φλεγόμενο αυτοκίνητο με 80 km/h και γλυτώνει με εγκαύματα.
Περνάει στην Auto-Union και κάνει τρεις νίκες , τη δεύτερη στο Ντόνινγκτον, όπου στις δοκιμές -με 150km/h- συγκρούεται με ένα μεγάλο ελάφι, η θηριώδης D V12 απογειώνεται , καταφέρνει όμως να τη μαζέψει. Η χρυσή δεκαετία του '30 που άνοιξε με τη νίκη του Νουβολάρι στο Mille Miglia , κλείνει με δική του νίκη στο GP Βελιγραδίου το 1939. Την ίδια μέρα αρχίζει ο πόλεμος.
Το 1946 χάνει και τον δεύτερο γιο του , Αλμπέρτο, σε ηλικία 18 ετών ασθένεια των νεφρών. Ο Τάτσιο γίνεται σκιά του εαυτού του. Τα μαλλιά του είναι κάτασπρα, είναι 54 χρόνων και δείχνει 70. Του φαίνεται άδικο να έχει ρισκάρει τη ζωή του χιλιάδες φορές κι όμως να ζει, την ώρα που οι δυο του γιοι πέθαναν τόσο νέοι από φυσικά αίτια. ''Δεν βρίσκω πια καμία απόλαυση στη ζωή, ούτε στους αγώνες. Τρέχω γιατί δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνω. Και για να ξεχνάω. Γι'αυτό συνεχίζω, αλλά γέρασα πια'', λέει σε μια συνέντευξή του στο Motor, το 1946.
Ο γερασμένος πρωταθλητής πονά στο στήθος, ταλαιπωρείται από βήχα και αιμοπτύσεις. Αρκεί όμως το γκάζι και το τιμόνι για να αναστηθεί. Για την ακρίβεια το γκάζι, μόνο, αρκεί. Στον αγώνα του Τορίνου, πέταξε το σπασμένο τιμόνι της Cisitalia 1100 και συνέχισε τον αγώνα χωρίς αυτό , ελέγχοντας το αυτοκίνητο με ότι είχε απομείνει από την κολόνα του τιμονιού και το παξιμάδι του βολάν.
Τα πνευμόνια του είναι διαλυμένα, έχει δύσπνοια. Στους αγώνες φορά μια μάσκα από γάζες για να προστατευτεί από τους καπνούς των εξατμίσεων. Καμιά σκέψη για να σταματήσει. Δύο μέρες πριν το Mille Miglia του 1948, ο Έντζο τού ζητάει να οδηγήσει μια Ferrari 166 SC. Δέχεται αμέσως. Ένας άνδρας άρρωστος , με καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, θα οδηγούσε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο για 1.600 χιλιόμετρα στα Απένινα, με βροχή και κρύο, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Φτάνει πρώτος στη Ρώμη. Η προχειροφτιαγμένη Ferrari όμως έχει αρχίσει να διαλύεται. Το καπό λείπει, το ίδιο και το εμπρός αριστερό φτερό. Στη Φλωρεντία τον βλέπουν να φτάνει, βρεγμένο ως το κόκκαλο , με λάσπη σε όλο του το σώμα και αίματα στο σαγόνι. Σε όλες τις πόλεις της Ιταλίας μεγάφωνα μεταδίδουν την εξέλιξη του αγώνα και χιλιάδες θεατές γιορτάζουν ακούγοντας ότι ο ήρωάς τους προηγείται και ανοίγει τη διαφορά. Μέσα σε μία από τις γνώριμες καταιγίδες που πλημμυρίζουν την άνοιξη την κοιλάδα του Πάδου ο Νουβολάρι περνά τη Μόντενα και πλησιάζει το Ρέτζιο-Εμίλια. Είναι 29 λεπτά εμπρός από τον δεύτερο όταν η Ferrari τον προδίδει. Το σασί της κόβεται στις βάσεις της πίσω ανάρτησης κι ο αγώνας τελειώνει.
Για δύο χρόνια ακόμη ο Τάτσιο Νουβολάρι συνέχισε το αυτοκαταστροφικό του ταξίδι, αγωνιζόμενος πάντα με το ίδιο πάθος , τη ίδια τέχνη. Όμως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν , η καρδιά και οι πνεύμονές του είχαν εξαντληθεί.
Το ξημέρωμα της 11ης Αυγούστου 1953 ήταν το τελευταίο για τον πρώτο των πρώτων. Η ιατρική γνωμάτευση διέγνωσε καρδιοπάθεια και τελικό επεισόδιο βρογχοπνευμονίας. Τον αποχαιρέτησαν όπως είχε ζητήσει, ντυμένο με το γαλάζιο παντελόνι και το κίτρινο ζέρσεϊ με το ραμμένο μονόγραμμα. Η καρό σημαία είχε πέσει για πάντα. Η ψυχή του μπορούσε επιτέλους να ξεκουραστεί.
Ο φιλόσοφος του δρόμου
Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το θάνατο του Τζακ Κέρουακ. Ποιητής της αυτοκίνησης, εραστής της ελευθερίας και βεβαίως συγγραφέας του "On the Road", ο Κέρουακ έστειλε μια ολόκληρη γενιά στο δρόμο να αναζητεί τη γοητεία της περιπλάνησης, την απελευθέρωση από τις καλορυθμισμένες σαν ελβετικά ρολόγια συμβατικές ζωές. Ήταν η γενιά που ο ίδιος βάφτισε γενικά Beat και εκείνη τον έχρισε πρίγκηπα της.
Οι μπητ είχαν να αντιμετωπίσουν το νοσηρό Μακαρθισμό της μεταπολεμικής Αμερικής, το ψυχροπολεμικό κλίμα, τη μικροαστική νοοτροπία, τη διαφθορά, την ανάπηρη ηθική της κοινής γνώμης. Πνιγμένοι στην απογοήτευση και την πικρία, γέμιζαν ένα σωρό ερωτηματικά. Ποιός είναι ο σκοπός της ζωής μας; Πώς πρέπει να τη ζήσουμε; Το μεγαλείο της ζωής μπορεί να σφραγιστεί σε τέσσερις τοίχους, δουλεύοντας εννιά με πέντε για να αγοράσουμε μεγαλύτερο πλυντήριο και καλύτερη τηλεόραση; Γι' αυτό άφησαν χιλλιάδες φαντάροι τα κόκκαλα τους στο μεγάλο πόλεμο;
Η απάντηση τους ήταν ένα μεγαλοπρεπές όχι. Οι μπητς έβλεπαν ότι πίσω από την κόκα-κόλα, τα χάμπουργκερ, τους ουρανοξύστες, τα διαστημικά προγράμματα και τα γαλήνια χαμόγελα των μεσηλίκων, το Αμερικανικό Όνειρο είχε μεταβληθεί σε Εφιάλτη.
Για το μέσο Αμερικανό, οι μπητ ήταν ένα μάτσο τεμπέληδες, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν τα γρήγορα αυτοκίνητα, οι γκόμενες και η μαριχουάνα. Όμως η αλήθεια είναι ότι η γενιά των καταραμένων ποιητών έφτυσε στα μούτρα το μέτριο και το συμβιβασμένο και βγήκε στο δρόμο, στα χνάρια των πρώτων αποίκων, των παλιών ταξιδευτών, όχι από τεμπελιά, αλλά από απόγνωση, από τρόμο μήπως αναγκαστεί να σπαταλήσει το μονάκριβο αγαθό της ζωής.
Για τους μπητ, το αυτοκίνητο έγινε το μέσο για την απελευθέρωση από τα περιοριστικά δεσμά. Το σύστημα σε εγκλωβίζει σε λίγα τετραγωνικά μέτρα που ζεις και δουλεύεις. Με το αυτοκίνητο ο κόσμος όλος είναι δικός σου. Μπορείς να δεις, να ακούσεις, να γευθείς, να μυρίσεις, εικόνες, ήχους, γεύσεις και μυρωδιές που δεν βρίσκεις στα εργοστάσια και τα γραφεία. Γι' αυτό και ο Κέρουακ, πρωτοετής φοιτητής του Κολούμπια τότε, κατέβηκε στα πεζοδρόμια και στα καταγώγια του Χάρλεμ, έκανε παρέα με πόρνες και αλήτες, όλους εκείνους που η κοινωνία τους ξερνάει με τη λεζάντα του περιθωριακού στο κούτελο. Υπό τους ήχους της τζαζ, ανάμεσα σε τζοιντς (μτφ: τσιγαριλίκια) και αλκοόλ, αλλά και αναγνώσεις Προυστ και Ντοστογιέφσκι, ζυμώθηκε ο αντικομφορμισμός των μπητ. Από εκεί ξεκίνησαν οι ατέρμονες περιπλανήσεις του Κέρουακ. Άλλοτε μόνος του, άλλοτε μαζί με τον Νηλ Κάσσαντι γύριζαν από τη Νέα Υόρκη στο Σαν Φρανσίσκο και από εκεί στο Τέξας και στο Μεξικό, χωρίς αερόσακους και προφυλακτικά, για να κάνουν όλα αυτά που εμείς φοβόμαστε.
Όσοι παρέμειναν κρατούμενοι της πεζής καθημερινότητας έβλεπαν με τρόμο και φθόνο αυτούς που αδιαφορούσαν για όλα όσα εκείνοι είχαν μοχθήσει. Εκείνοι πάσχιζαν να αποκτήσουν μεγαλύτερο αυτοκίνητο, ώστε να μπουν στο μάτι του γείτονα, για να δείξουν ότι το χαμαλίκι μιας ζωής δεν πήγε στράφι. Οι μπητ αγαπούσαν τα αυτοκίνητα γιατί τους πήγαιναν πιο μακρυά. Η αυτοκίνηση ελευθερώνει, η αυτοκίνηση είναι αυτονομία κι η αυτονομία είναι αυτοσκοπός. Αυτή είναι η ιδεαλιστική ουσία της αυτοκίνησης και του αυτοκινήτου, που διαμορφώθηκε τότε που η πολιτική ορθότης ήταν κενό γράμμα, τότε που ένα φιλί δεν έπρεπε να συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση των συμβαλλομένων ώστε να μη θεωρηθεί σεξουαλική παρενόχληση.
Τότε που με σπασμένα κοντέρ και στριφτά τσιγάρα, ο Τζακ και ο Νηλ σταματούσαν σε σαραβαλιασμένα μοτέλ απαγγέλοντας στίχους του Λόρκα, και έφευγαν με τα λάστιχα να στριγγλίζουν για να δουν το φεγγάρι αγκαλιά με δυο μεθυσμένες σινιορίτες στην κορυφή του επόμενου λόφου, εκατό μίλια βόρεια του Ρίο Γκράντε.
Τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του Τζακ Κέρουακ, ολοένα και περισσότεροι γύπες κόβουν βόλτες πάνω από το μνήμα του για να πουλήσουν ρούχα, περιοδικά ποικίλης ύλης και φτηνές βιογραφίες. Όμως, ό,τι και να κάνουν, το όραμα του μοναχικού ταξιδιώτη, η αυτοκίνηση και η αυτονομία θα μείνουν ατόφια όσο ανασαίνουν εκείνοι που "τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν να σωθούν", καταδικασμένοι από τον ρομαντισμό και την ευαισθησία τους "να καίγονται, να καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά".
Το αγαπημένο μου για τον αγαπημένο μου οδηγό!
Le Petit Grand Homme
Η μνήμη μοιάζε με δίσκο, με πλάκα από κερί. Εικόνες περνουν από πάνω της και χαράζουν σημαδάκια ή αυλάκια βαθιά. Όσο πληθαίνουν τα σημάδια, τα μικρότερα από αυτά χάνονται, η βελόνα του μυαλού αδυνατεί να τα εντοπίσει και εν τέλει, ξεχνιούνται. Όμως οι βαθειές αυλακιές είναι πάντα παρούσες και η βελόνα βυθίζεται μέσα τους σε κάθε στροφή του δίσκου. Κάθε φορά που το ημερολόγιο φτάνει στην όγδοη μέρα του Μάη, η βελόνα του μυαλού μου σκαλώνει σε ένα αυλάκι βαθύ. Η Ferrari με το νούμερο 27 απογειώνεται με 230 χιλιόμετρα την ώρα, στριφογυρίζει στον αέρα, ύστερα από εκατό μέτρα χτυπάει στο έδαφος και μετά τινάζεται πάλι και πάλι, αφήνοντας σε κάθε πτώση κομμάτι από το σασί, το μοτέρ και τις αναρτήσεις της. Ο τηλεοπτικός φακός την προλαβαίνει στην τελευταία της μοιραία περιστροφή. Τα ερείπια ακινητοποιούνται στη μέση της πίστας. Λίγα μέτρα από εκεί, αφήνει την τελευταία του πνοή ο πιο παθιασμένος, ο πιο θεαματικός, ο πιο γρήγορος πιλότος της Formula 1.
Τα τρία επίθετα δεν μπήκαν τυχαία στη σειρά για να χατακτηρίσουν τον Ζιλ Βιλνεβ. Το πάθος του ήταν τέτοιο, που δεν εγκατέλειπε ακόμη και όταν είχε διαλύσει εντελώς το αυτοκίνητο του. Όσο δούλευε κάποιος από τους κυλίνδρους της Ferrari και κάποιος από τους πίσω τροχούς έπαιρνε κίνηση, δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσει. Όπως στο Ζάνφορτ το '79. Ο πίσω τροχός της 312 Τ4 αποχωρίστηκε το ημιαξόνιο, γεμίζοντας την πίστα σπίθες και κομμάτια ευγενών μετάλλων. Ο εμπρός δεξιός τροχός ήταν στον αέρα, ενώ το πίσω μέρος του σασί σερνόταν στην άσφαλτο. Εκείνος συνέχισε ακάθεκτος, με το γκάζι στο πάτωμα και το αριστερό χέρι στο τιμόνι, το δεξί το είχε σηκωμένο ψηλά, ώστε να βλέπουν όσοι ακολουθούν ότι έχει πρόβλημα. Λες και δεν το είχαν πάρει είδηση, αφού η πίστα ήταν γεμάτη συντρίμμια και σπίθες. Φτάνοντας στα πιτς φώναζε, δείχνοντας το πίσω αριστερό λάστιχο, αλλάξτε το, αλλάξτε το. Τι να αλλάξουμε, του έγνεφε ο Μάουρο Φοργκιέρι, λείπει το μισό αυτοκίνητο.
Μόνο εκείνος επέμενε να ρισκάρει, οδηγώντας με παράτολμο τρόπο μη ανταγωνιστικά αυτοκίνητα. Όπως το '81 στη Χαράμα, με την απαράδεκτη Ferrari 126 CK. Βρέθηκε από έβδομος, πρώτος και έκανε 80 γύρους έχοντας κολλημένους πίσω του τους καλύτερους οδηγούς του κόσμου, με αυτοκίνητα που ήταν τουλάχιστον δυο δευτερόλεπτα το γύρο καλύτερα από το δικό του. Στον τερματισμό, μόλις 1,24" χώριζαν του πέντε πρώτους. Μια απίστευτη νίκη, ένα ρεσιτάλ οδήγησης.
Έβρεχε καταρρακτωδώς στις δοκιμές του Γουότκις Γκλεν, το '79. Η πίστα γλιστρούσε απίστευτα, λίμνες νερού είχαν σχηματιστεί σε πολλά σημεία. Ο Σέκτερ, ο πρώτος οδηγός της Ferrari, έγραψε 2'11". Ήταν μακράν πρώτος και έλεγε ότι είχε τρομάξει πολύ για να το πετύχει. Ο Ζιλ έβαλε το κράνος του και έφυγε για έναν από τους πιο άγριους γύρους που έγιναν ποτέ. Όταν σταμάτησε, κανείς δεν πίστευε τα ρολόγια. Είχε κατεβάσει 11 δεύτερα τον ήδη καταπληκτικό χρόνο του Σέκτερ.
Το 1979 ο Βιλνέβ θα μπορούσε να γίνει πρωταθλητής. Στερήθηκε τον τίτλο επειδή παρέμεινε πιστός σε ένα κώδικα ηθικής που συνοδεύει τους αληθινούς άντρες των Grand Prix. Στη Μόντσα ήταν για πενήντα γύρους στην ουρά του Σέκτερ, ξέροντας πως εάν ο Τζόντι νικούσε, θα του έπαιρνε το πρωτάθλημα. Πενήντα γύρους ο Ζιλ ευχόταν να σπάσει το μοτέρ της Ferrari εμπρός του, αλλά ο ίδιος, κρατώντας το λόγο του, δεν έκανε καμμιά κίνηση για να προσπεράσει. Το νούμερο δυο στην ομάδα πρέπει να βοηθά τον αρχηγό του. Αυτό έκανε ο Κόλινς στον Φάντζιο το 1956, αυτό έκανε και ο Πέτερσον στον Αντρέτι το 1978. Αυτός ο κώδικας τιμής, δεν έλεγε τίποτα στον Ντιντιέ Πιρονί.
Το 1982, ο Βιλνέβ ήταν πλέον νούμερο ένα στην ομάδα, με τον φιλόδοξο Πιρονί δεύτερο. Έγιναν φίλοι. Έμπαιναν συχνά στην 308 GTB του Ζιλ και στοιχημάτιζαν ποιός θα έμενε πιο πολλή ώρα με το γκάζι στο πάτωμα και πέμπτη στο κιβώτιο. Σαράντα με πενήντα λεπτά, χωρίς να κόψουν, ήταν οι χρόνοι τους στην μποτιλιαρισμένη αουτοστράντα.
Εκείνη την άνοιξη στην Ίμολα, 15 γύρους πριν από το τέλος, οι Ferrari πήγαιναν για το 1-2. Ο Βιλνέβ είναι πρώτος και ο Πιρονί δεύτερος. Η πινακίδα SLOW βγαίνει στα πιτς, πρέπει να σιγουρέψουν τη νίκη, να φυλάξουν τα μοτέρ, να προσέξουν τη βενζίνη. Ο Ζιλ κατεβάζει ρυθμό, ώσπου ο Πιρονί τον περνά. Μήπως είναι αστείο; Ο Βιλνέβ τον κυνηγάει, αλλά εκείνος τον κλείνει με κίνδυνο να βγουν και οι δυο έξω. Δεν μπορεί να είναι αστείο. Ένα γύρο πριν το τέλος, ο Βιλνέβ κάνει την κίνηση και η τάξη αποκαθίσταται. Οι σημαίες ανεμίζουν, τα πλήθη παραληρούν καθώς οι δυο Ferrari περνάνε την ευθεία για τον τελευταίο γύρο. Ο Ζιλ, υπακούοντας στις οδηγίες, κόβει και πάλι ρυθμό. Και τότε, στην ανοικτή καμπή που φέρει πλέον το όνομα Curva Villeneuve, ο Πιρονί βγαίνει από το slipstream και πετάγεται εμπρός. Σε λίγα μέτρα παίρνει τη σημαία.
Το λάδι στο καντήλι του Βιλνέβ τελειωνε. Προδόθηκε από ένα φίλο, που του έκλεψε τη νίκη με άδικο τρόπο. Ήταν κίτρινος, τα χείλη του σφιχτά, όταν ανέβηκε στο βάθρο. Δεν θα του ξαναμιλήσω ποτέ όσο ζω, είπε. Δεκατρείς μέρες αργότερα, στα δοκιμαστικά του Ζόλντερ, και ενώ ο Πιρονί είχε κάνει ταχύτερο χρόνο, ο Φοργκιέρι έδειξε στον Βιλνέβ την πινακίδα ΙΝ, να επιστρέψει στα πιτς, αφού είχε λιώσει το τελευταίο του σετ ελαστικών.
Οι κορυφαίοι οδηγοί κινούνται στο όριο. Οι πιο εκλεκτοί από αυτούς, όπως ο Νουβολάρι ή ο Ροζεμάγιερ, κάποιες μαγικές στιγμές το ξεπερνούν. Η πράξη τους αυτή δεν μεταθέτει το όριο. Αποδεικνύει απλώς ότι το όριο αναφέρεται στους άλλους ανθρώπους. Στη σύγχρονη ιστορία των αγώνων, δεν υπήρξε κανείς που να κινείται τόσο συχνά και κάθε φορά τόσο άνετα και φυσικά, πέρα από το δεδομένο όριο, όσο ο μικρόσωμος Γαλλοκαναδός με το μελαγχολικό βλέμμα.
Τα λάστιχα δεν επέτρεπαν να κατεβάσει το χρόνο του, ο Ζιλ γύριζε στα πιτς σε εκείνο το γύρο. Όμως, ενώ ο Σέκτερ έλεγε ότι πρώτη του προτεραιότητα σε κάθε αγώνα ήταν να τερματίσει ζωντανός, του Ζιλ ήταν να κατεβάσει το ρεκόρ γύρου, σε κάθε γύρο. Έκλεισε το μάτι στο πεπρωμένο και δοκίμασε το ακατόρθωτο. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Γι αυτό ξεχώριζε, για τον απαράμιλλο έλεγχο στην ύστατη στιγμή, όταν φαίνεται ότι όλα έχουν χαθεί. Πολλές φορές το παράλογο και το αδύνατο πήραν σάρκα και οστά από τα χέρια αυτού του ανθρώπου. Τα χέρια του πιο χαρισματικού οδηγού αγώνων, τα χέρια του Ζιλ Βιλνέβ.
Όμως, στην τελευταία αριστερή στροφή, βλέπει μπροστά του τον Γιόχεν Μας. Ο οδηγός της March αργεί να αντιδράσει. Τα λάστιχα τους ακουμπάνε και η Ferrari με το νούμερο 27 απογειώνεται με 230 χιλιόμετρα την ώρα...
Κάτω από το αυλάκι
Οδηγούσα τo Citroen Visa Chrono του πατέρα μου,όταν πρωτομπήκα στο συνεργείο του Νικήτα,κοντά δέκα χρόνια πριν,κάπου στη Νότια Πελοπόννησο.”Πολύ το γουστάρω αυτό το αμάξι ψηλέ,το γουστάρω γιατί έχει ωραίο όνομα”, ήταν τα πρώτα του λόγια.Δεν έμοιαζα να καταλαβαίνω,γι αυτό μου έδειξε με το τσιγάρο του μια ξανθιά με λεοπαρδαλέ μαγιό,βυθσμένη σε ντάνε από Cinturato P3,μήνας Μάρτιος σε παλιό ημερολόγιο της Pirelli,που κρεμόταν στον τοίχο:
“Βιζά ,φίλε,βιζά”.
Όλα τα συνεργεία έχουν κάτι με τις γυναίκες, αυτός ήταν άλλο πράγμα.Μονίμως με μια γκομενοδουλειά στα σκαριά ή στα γκρεμίσματα,στις δυο κουβέντες του,η μια ήταν για γυναίκα και η άλλη για την πορτοκαλί 2002ti του.”Γκάζια και παράνομες γυναίκες ψηλέ” για αυτά μουρμούραγε όλη μέρα,μπάλε-βγάλε τα αγροτικά και τα 124 στο μαγαζί.Όποτε κατέβαινα κι εγώ στο χωριό,περνούσα πάντα από το συνεργείο.Ο Νικήτας παρατούσε τα γερμανοπολύγωνα,έβαζε ούζα,χαμήλωνε το ραδιόφωνο και άρχιζε... Πότε για ,μια παντρεμένη,πότε για μια μικρή από το φροντιστήριο αγγλικών στο παρακάτω στενό και άλλοτε για μια χήρα που δεν τον αφήνει να φύγει πριν να βγει ο ήλιος”κι έρχομαι και με παίρνει ο ύπνος εδώ στον πάγκο ψηλέ”. Και ξάφνου δυνάμωνε την ένταση:”Μωρή τρελή,μωρή ζουρλή,μωρή ξεμυαλισμένη.. “ κι έφερνε δυο βόλτες ανάμεσα στα λυμένα μοτέρ και τις κούτες με τα ορυκτέλαια.Άλλες φορές με ρώταγε:” Να πετάξω έναμ 300αρη εκκεντροφόρο και δύο 48άρια ή θα ψοφήσει χαμηλά και δεν θα σβουράει;” Κι εγώ τον πείραζα ,” αφού κι έτσι που είναι, πρέπει να κάνεις τάμα για να παντιάσει.” Τότε βούταγε τα κλειδιά,έσερνε κι εμένα,μπαίναμε στην BMW και άρχιζε τα φίδια στο χωματόδρομο κοντά στο ποτάμι.Μόνο όταν ανάβανε τα λαμπάκια βενζίνας και θερμοκρασίας σταμάταγε και γυρνάγαμε πίσω.Πέρσι το καλοκαίρι είχα μείνει από τρόμπα νερού.16 βίδες είχε η καταραμένη και οι 16 κοπήκαν όπως τις έβγαζε.”Συνηθισμένη ζημιά στα V-6 Ford,άμα δεν μπορέσω να τις βγάλω πάμε για καινούργιο μπλοκ”.Κι εγώ να θέλω να προλάβω το καράβι για Ιταλιά που έφευγε το ίδιο απόγευμα από Πάτρα.Ο Νικήτας με οξυγόνα,καμινέτα,τρυπάνια, άλευε με τα σίδερα κι εγώ με το ρολόι.Τελικά τις έβγαλε όλες,χωρίς να σακατέψει το μπλοκ,άναψε το εικοστό Καρέλια της ημέρας κι έπιασε την καινούργια τρόμπα.Την ίδια ώρα μια βυσσινί Ascona σταμάτησε απ' έξω.Βγήκε ένας μαυριδερός με γαλανό πουκάμισο ανοικτό ως τη σπλήνα,άσπρη κάλτσα,σκαρπίνι και μαλλί Βαμβακούλα ρεπλίκα.Έκανε δύο βήματα με εντελώς προαγωγικό στυλ,χαιρέτησε το Νικήτα με μια κίνηση του χεριού και φώναξε,” σπέσιαλ αφιερωμένο για το φίλο μου ”.Άνοιξε τη δεξιά πόρτα της ascona και ξεπρόβαλαν τρεις δίμετρες Ρωσίδες, με βελούδινα σορτσάκια και λευκές γόβες στιλέτο.
“Φέρτες μου το βράδυ στο μαγαζί”,έκανε ο φορητός νταβατζής,άφησε όλη την πρώτη στην άσφαλτο κι έφυγε.Οι Ρωσίδες ήταν ξενυχτισμένες και φαλτσομπογιατισμένες,έπρε ε να έχεις κατεβάσει το μισό Τενεσή για να τις κοιτάξεις,όμως το μάτι του Νικήτα άστραφτε.Σκούπισε τα χέρια του με το στουπί,χάιδεψε το μουστάκι του,τις έβαλε να καθήσουν και ρώτησε : “Ουκράνια, Ουκράνια ;” Κατάλαβα ότι για να προλάβω το καράβι θα έπρεπε να μοντάρω μόνος μου την τρόμπα.Φέτος τον Αύγουστο που ξαναπήγα στο χωριό,μου σφύριξαν ότι ο φίλος μου μόνο κόκκινο φωτάκι δεν είχε κρεμάσει στο μαγαζί του.Αντί να προσλάβει μαστορόπουλο,όπως όλα τα συνεργεία,αυτός προσέλαβε Ρωσίδα.Μαζεύονταν όλοι οι άντρες να τη βλέπουν να χτυπάει φραπέδες,σταυροπόδι στη λευκή πλαστική καρέκλα με σούπερ μίνι και αβυσσαλέο ντεκολτέ.
“Μόνο εδώ χάμου συμβαίνουν αυτά ”μου έλεγαν.”Το φαντάζεσαι αλλού; θα βγαίνανε οι νοικοκυρές από τα παράθυρα να ξεφωνίσουν την αντροχωρίστρα,ακούς εκεί κονσομασιόν στο συνεργείο με την παστρικιά,που ακούστηκε ο ξεδιάντροπος,και εσύ προκομένε πάλι εκεί ήσουνα, απ όταν πάτησε το ποδάρι της, όλο χαλάει το παλιάμαξο σου”.
Δεν είχα προλάβει ακόμη να πάω στο μαγαζί,όταν πέτυχα το Νικήτα στο καφενείο.”Μονάχα η γεροντοκόρη του μπακάλη παραπονέθηκε,ψηλέ,για το κορίτσι.Της λέω ,μαντάμ, όλες οι διαφημίσεις για αυτοκίνητα είναι τίγκα στο μπούτι,η άλλη για να οδηγήσει ξεβρακώνεται κάθε βράδυ στην τηλεόραση,το κοριτσάκι μου σε μάρανε ;Αυτές δεν σε ενοχλούν ; “ ,μου απάντησε όταν τον ρώτησα τι έλεγε η γειτονιά.”Στα όπα όπα την έχουμε στο μαγαζί,όχι μόνι για πάρτη μου, ξέρεις τώρα,όποιος γουστάρει,όλοι την καμαρώνουμε.Χώρια που σκουπίζει,σφιυγγαρίζει,και εκεί που ερχόντουσαν όλοι σαν τους γυφταρέους,τώρα μου παρφουμάρονται για να τους ρυθμίσω πλατίνες.Έτσι το κορίτσι και άμα αλλάζω λάδια και μου λείπει κανένα εργαλείο,τη φωνάζω και με εκείνα τα χεράκια της τα άσπρα,μου κατεβάζει τα σταυροκατσάβιδα στο λάκκο.”Αυτό έπρεπε να το δω,δεν βλέπεις συχνά στριπτηζού να φτιάχνει καφέ την ώρα που αλλάζεις λάδια στο Hi-Lux.Η BMW έλειπε.Πάρκαρα απ' έξω και περίμενα,όταν είδα ένα γεράκο να βγαίνει από την πόρτα του και πίσω του ένα χαμόγελο με ξανθιά περμανάντ και γαλανό μάτι.Κοντοστάθηκε,ίσιωσε την τραγιάσκα του,κοίταξε την πανύψηλη κοπέλα και τη ρώτησε: “Πως σε είπαμε κοκόνα μου;"
“Σβετλάνα ,παππού”,αποκρίθηκε εκείνη. “Σβετλάνα ,ε ! Τι Βιάγκρα και πράσινα άλογα,Σβετλάνα, Σβετλάνα!”,μονολόγησε ο μπάρμπας.Την ίδια στιγμή η πορτοκαλί μούρη της 2002 φάνηκε στη γωνία,ο Νικήτας πάρκαρε δίπλα μου,έσβησε,τα Dell' Orto σώπασαν και άφησαν να ακουστεί από το λιωμένο Blaupunkt η φωνή υου Πάνου Μιχαλόπουλου, “Είμαστε κάτω από το αυλάκι και δεν σηκώνω καψονάκι ...”
Ο tettra e nosso
Στις 5 Δεκεμβρίου του 1980,ένας παρανοϊκός δολοφόνος πυροβόλησε και σκότωσε τον Τζον Λένον έξω από το σπίτι του στη Νέα Υόρκη. Είπαν τότε γιΆ αυτή τη μέρα, ότι ήταν η μέρα που πέθανε η μουσική. Για πολλούς ,την 1η Μαΐου 1994 στην Ίμολα πέθαναν οι αγώνες F1.
Εκείνη την Κυριακή ο ήλιος ήταν καλοκαιρινός στην Αθήνα. Τίποτα δεν θα με καθήλωνε εμπρός από την τηλεόραση. Είχα πάρει την καινούρια μοτοσυκλέτα μου, την είχα πλύνει κι είχα βγει βόλτα στην παραλία , Καβούρι-Λιμανάκια-Βάρκιζα.Γύρισα αργά στο σπίτι .Στην πόρτα κιόλας, άκουσα να με ρωτούν: «Τα έμαθες ;Σκοτώθηκε ο Σένα.»Το πιο έντονο συναίσθημα των πρώτων εκείνων στιγμών, δεν ήταν η θλίψη. Ήταν η ανυπέρβλητη έκπληξη. Φαινόταν αδιανόητο. Ο Σένα δεν κάνει λάθη .Ο Σένα τα μετράει και τα υπολογίζει όλα. Δεν γίνεται να σκοτώθηκε ο Σένα. Εδώ δεν χτύπησε με την άθλια Toleman και τη δαιμονική Lotus των νεανικών του χρόνων. Δεν ήταν δυνατόν να του συνέβη κάτι τέτοιο, τώρα, στα χρόνια της ωριμότητας. Είχα δει το ατύχημα του Ρόνι Πέτερσον στη Μόντσα. Είχα κλάψει βλέποντας τον Ζιλ Βιλνέβ να τινάζεται έξω από την τσακισμένη Ferrari στο Ζόλντερ. Θυμόμουν πάντα τον Χένρι Τοιβόνεν , που άφησε την τελευταία του πνοή στην Κορσική. Αυτοί οι οδηγοί , με πρώτο τον Βιλνέβ , ήταν οι αγαπημένοι μου. Τον Σένα βεβαίως τον θαύμαζα ,αλλά δεν μπορώ να πω ότι τον αγαπούσα.Ήταν απόμακρος και για πολλά χρόνια οδηγούσε το καλύτερο αυτοκίνητο , την αντιπαθητική Mclaren.Οι δικοί μου ήρωες έπρεπε να παλεύουν σε άνισους αγώνες για να τους λατρέψω. Όμως ο Βιλνέβ, μπορεί να είχε το καλύτερο κοντρόλ και τη μεγαλύτερη ψυχή που γνώρισαν οι πίστες μετά τη μέρα που ο Νουβολάρι κρέμασε τα γάντια του, αλλά σου έδινε να καταλάβεις ότι κινείται συνεχώς μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ήταν ζήτημα χρόνου να γίνει το μεγάλο ατύχημα. Ο Βιλνέβ έπαιζε κρυφτούλι με το θάνατο σΆ όλη του τη ζωή.
Ο Σένα ήταν ασύγκριτα πιο πειθαρχημένος και συγκροτημένος. Έπειθε ,κάθε, στιγμή ότι είχε τον απόλυτο έλεγχο. Αν έβλεπες κάποιον να κινείται ταχύτερα από τον Σένα, ήξερες ότι ή οδηγεί καλύτερο αυτοκίνητο ή ότι, σύντομα, θα βγει από το δρόμο. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να έχει σκοτωθεί, οδηγώντας, ο Σένα. Πρέπει να κάνεις λάθος για να σκοτωθείς στο τιμόνι. Κι ο Σένα δεν έκανε λάθη. Μια φορά έκανε λάθος, όταν σβούριξε όντας 1ος , κι ύστερα από αυτό κλείστηκε στο σπίτι του, έκλαιγε και δεν μιλούσε σε κανέναν. Για μέρες.
Ε, λοιπόν πώς να πιστέψω ότι αυτός ο άνθρωπος έκανε ένα θανατηφόρο λάθος μέσα στην πίστα; Αν ο Σένα χάνει τη ζωή του οδηγώντας, τότε κανείς δεν μπορεί να είναι ασφαλής όταν οδηγεί. Θα παρομοίαζα το συναίσθημα με αυτό της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους. Ύστερα από αυτήν, όλα αλλάζουν ,το αίσθημα της ασφάλειας χάνεται, οι παγκόσμιες σταθερές μεταβάλλονται. Μετά την έκπληξη ήρθε η θλίψη για την απώλεια του συμβόλου, ο πόνος για το χαμό του ανθρώπου. Κι ύστερα ήρθε εκείνη η καταραμένη εικόνα στην τηλεόραση. Η Williams που ξεκολλάει και σκάει πάνω στη μπαριέρα. Και μετά ήρθαν οι αλήθειες. Οι αλήθειες που σε πονούν, σε χτυπούν, σε σφυροκοπούν στο μέτωπο : ο αγώνας που συνεχίστηκε κανονικά, ο θάνατος που ανακοινώθηκε ώρες αργότερα για να μη χαλάσει το πανηγύρι. Το σπασμένο τιμόνι της Williams, η δίκη – παρωδία, η τηλεμετρία που δείχνει ότι και στα τελευταία δέκατα πριν από τη σύγκρουση ,όταν η μπαριέρα ήταν σε απόσταση αναπνοής ,ο Σένα πατούσε το γκάζι. Γιατί μόνο με γκάζι είχε μια ελπίδα να αλλάξει τροχιά το ανεξέλεγκτο μονοθέσιο. Ο βρετανικός Τύπος που κλείνει τα μάτια, «έφταιγε το οδόστρωμα», «έφταιγαν οι οργανωτές», «έφταιγε ο Σένα». Έφταιγαν οι πάντες ,πλην του σεβαστού κ.Φρανκ που παρακολουθούσε απαθής από το καροτσάκι του.
Όποτε σκέφτομαι τον Σένα, έρχονται μπροστά μου δύο εικόνες. Μέσα της δεκαετίας του Ά80, ο Σένα με τη μαύρη Lotus να ξεκινάει για flying lap και να σου κόβεται η ανάσα. Τα τεράστια super soft ελαστικά, τα 1.300 άλογα ,οι φλόγες του turbo, τα εξώκοσμα αυτοκίνητα χωρίς κουμπάκια και βοήθειες. Τα χρονόμετρα που σφραγίζουν το Απόλυτο.
Και το πανό. Το λευκό πανό που ξεδίπλωσαν οι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές στον τελικό του Μουντιάλ του Ά94 : Senna acceleramos juntos, o tettra e nosso . Σένα επιταχύνουμε μαζί, το τέταρτο είναι δικό μας. Το κύπελλο πήγαινε για τέταρτη φορά στο Ρίο. Ο εθνικός ήρωας όμως δεν είχε προλάβει να κατακτήσει τον τέταρτο του τίτλο. Η εθνική ομάδα του χάριζε τον δικό της.
Happiness is a warm gun
Eίναι Παρασκευή απόγευμα, βρέχει ασταμάτητα, η εθνική έχει κίνηση, νυχτώνει, τα φώτα μου είναι αρρύθμιστα και δεν έχω καθαριστήρες. Ρυμουλκώ για πρώτη φορά στη ζωή μου τρέιλερ, και το προηγούμενο βράδυ κάποιος μου έσπασε τον πλαϊνό καθρέφτη του αυτοκινήτου κι έτσι δεν βλέπω τίποτα προς ία πίσω. Έχω ξυπνήσει από τις πέντε το πρωί, θα έπρεπε να είμαι πολύ κουρασμένος και εκνευρισμένος, όμως, όχι μόνο δεν έχω νεύρα, αλλά είμαι χαρούμενος, είμαι ευτυχισμένος.
Είμαι ευτυχισμένος γιατί η ευτυχία είναι μία πρωτίστως διανοητική κατάσταση. Δεν εξαρτάται από τα πράγματα. Εξαρτάται από εσένα τον ίδιο. Είσαι ευτυχής όταν το αποφασίσεις. Εγώ εκείνη τη μέρα βρισκόμουν ύστερα από πολύ καιρό ξανά στο δρόμο, στον ανοιχτό δρόμο, οδηγώντας. Ήμουν ευτυχισμένος και η ευτυχία σου δίνει δύναμη, αφού η ευτυχία είναι ένα ζεστό όπλο, όπως τραγουδούσαν οι ποιητές του Λίβερπουλ. Οδηγούσα στη φθινοπωρινή ύπαιθρο και μικρές λεπτομέρειες σαν κι αυτές δεν ήταν ικανές να με προβληματίσουν.
Σκέφτομαι πόσες φορές έχω ψάξει to ιδανικό αυτοκίνητο για την ιδανική διαδρομή, πόσο χρόνο, χρήμα και όνειρο -πάνω απ' όλα- έχω ξοδέψει για να φέρω τα πράγματα στα μέτρα μου και πόσο εύκολο είναι στ' αλήθεια να είσαι ευτυχισμένος στο τιμόνι. Κι αυτό, γιατί ο κύριος λόγος που είσαι ευτυχισμένος είναι ακριβώς αυτός: ότι βρίσκεσαι στο τιμόνι.
Σίγουρα η ανάβαση του Αχλαδόκαμπου με μία Countach, τα περάσματα της Κακιάς Σκάλας με μία MV Agusta, είναι κάτι διαφορετικό από τη ρυμούλκηση τρέιλερ με ένα κουρασμένο χιλιοπεντακοσάρι δεκαπενταετίας, με τις συνθήκες που ταξίδευα εκείνη την ώρα. Όμως, η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη, όσο συχνά αφήνουμε τον εαυτό μας να πιστεύει. Η ελεύθερη οδήγηση στους άδειους δρόμους είναι η τούρτα, το είδος του οχήματος και η ποιότητα της διαδρομής είναι απλώς το κερασάκι. Αυτό δεν μειώνει την αξία που έχει το κερασάκι, για όλους όσους αντιλαμβάνονται τη διαφορά ανάμεσα στο ρήμα «οδηγώ» και στο ρήμα «μετακινούμαι. Το κερασάκι αξίζει και για χάρη του γίνονται όλες εκείνες οι αμαρτωλές υπερβολές που μας πηγαίνουν και πάλι στο ατέρμονο ψάξιμο του ιδεατού. Αναμφίβολα το κερασάκι έχει τη δική του μοναδική γλύκα, είναι όμως λάθος να στερούμε τους εαυτούς μας από την απόλαυση της γεύσης της τούρτας.
Κάπως έτσι το ταξίδι στο χωριό, για να φορτώσω τη βάρκα μου στο τρέιλερ και να τη φέρω πίσω στην Αθήνα για να ξεχειμώνιασει είχε μεταβληθεί από φαινομενική αγγαρεία, σε μία εξαιρετική εμπειρία.
Έφτασα στο σπίτι αργά το βράδυ και άναψα τη σόμπα να ζεστάνει, γιατί έμενε κλειστό από το καλοκαίρι και ήταν παγωμένο. Έριξα μια ματιά στη μικρή κόκκινη βάρκα, που έστεκε παρατημένη στην αυλή, και ξεκοτσάρισα το τρέιλερ για να είμαι έτοιμος για πρωινή βόλτα χωρίς το έρμα. Με τον ήχο της θάλασσας γιο συντροφιά, τυλίχτηκα στις κουβέρτες και σε λίγη ώρα είχα αποκοιμηθεί
Ξύπνησα γύρω στις εννιά, η βροχή είχε σταματήσει, από το παράθυρο φαινόταν γκρίζος ο ουρανός, μα έμοιαζε να καθαρίζει στο βάθος. Έφυγα λοιπόν για μια βόλτα γύρω στα βουνά. Χάθηκα σε δασικούς δρόμους σκεπασμένος από τα πλατάνια που έριχναν τα φύλλα τους στο χώμα. Φύλλα κόκκινα που σηκώνονταν στον αέρα καθώς περνούσα, αιωρούνταν για λίγο και ύστερα ξαναέπεφταν πάλι στη γη. Κοντά στα πλατάνια οι ελαιώνες, οι ελιές με εκείνη την απίστευτη διχρωμία ασημί και πρασίνου, και ο αέρας βουνίσιος, κρύος, να κατεβαίνει από τις κορφές με τα μαυρόπευκα και τα έλατα, οι καμινάδες να καπνίζουν στα χωριά. Και ανάμεσα τους εγώ, να οδηγάω με ένα χαμόγελο που έφτανε έως τον ουρανό, άλλοτε γρήγορα, με ήχο από το σπινάρισμα στις εξόδους των στροφών να νικά τη βουή του αέρα, και άλλοτε αργά, ρολάροντας με νεκρά μην ενοχλήσω τη γιαγιά που γύριζε από το χωράφι μαζί με το γαϊδουράκι της.
Πέρασα πολλή ώρα εκεί πάνω, κι μόνο αφού έγραψα καμιά ογδονταριά χιλιόμετρα στα βουνά, γύρισα πίσω στο χωριό και πήγα να βρω τους παλιούς φίλους στο καφενείο. Με τάβλι, καφέ και κουβέντες για σμέρνες, τόνους και ξιφίες, πέρασε η ώρα και έφτασε η στιγμή για τα τσίπουρα. Περπατήσαμε ως το κοντινό λιμανάκι, και μπήκαμε σΆ ένα μικρό ταβερνείο δίπλα στην προβλήτα. Εκεί κατεβάσαμε κάτι διπλά τσίπουρα μαζί με φρέσκα μπακαλιαράκια, γαρίδες, και καραβίδες, με το κύμα να σκάει στα τζάμια και να νομίζεις ότι το αντιμάμαλο θα φέρει όλο το Αιγαίο μέσα στο μικρό δωματιάκι με τη ξυλόσομπα. Και ύστερα πήγαμε στο σπίτι του φίλου μου, η γυναίκα του είχε ετοιμάσει σπετζοφάι. Για συνοδεία ήπιαμε μερικά ποτηράκια από το κόκκινο κρασί που ακόμη ωρίμαζε στο βαρέλι, και ήταν θολό, βαρύ και γλυκό, και έτσι πέρασε το πρωινό και το μεσημέρι μου, πρώτο Σάββατου του Νοεμβρίου, στη μαγική ελληνική επαρχία.
Οδύσσεια για ένα 124
Ο όμοιος τον όμοιο κάνουνε παρέα, λένε στα καφενεία οι παππούδες και ως συνήθως, έχουν δίκιο. Έχω κι εγώ ένα φίλο, κάτοχο ενός ερειπωμένου 124, το οποίο πέρασε τα πρώτα 26 χρόνια της ζωής του στο γκαράζ ενός σοβαρού οικογενειάρχη, που ολημερίς το γυάλιζε και το κέρωνε. Μέχρις ότου η άδικη μοίρα το έφερε στα βάρβαρα χέρια του Νίκου, ο οποίος ασελγεί επάνω του κατά συρροήν, κατά σύστασιν και κατ' εξακολούθησιν. Αφού λοιπόν, κατέστρεψε το αυθεντικό μοτέρ που στοργικά υπηρετούσε το μικρό FIAT από το 1970, έβαλε ένα χιλιοπεντακοσάρη κινητήρα LADA, προσωρινά, "μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε". Έκτοτε και ύστερα από ποικίλες δοκιμασίες, όπως weekend στο Autodromo di Megara χωρίς αύριο και ανάβαση Υμητού από το χώμα χωρίς λόγο, το 124 εξακολουθούσε να παίρνει μπρος με την πρώτη μιζιά, να κρατάει ρελαντί ακόμη και όταν κάτι βίδες που λασκάρανε από τα κοπανήματα στην υπερειδική της Αναβύσσου πέφτανε μέσα στο ρωσικό καρμπυρατέρ και τις βγάζαμε με μυτοτσίμπιδα. Μέχρι που μια μέρα, κάπου μεταξύ Κορωπίου και Βάρης, οι βαλβίδες αποφάσισαν να συνάψουν στενές σχέσεις με τα πιστόνια, ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν χωριστά και καρφώθηκαν όλες μαζί επάνω τους.
Ο επόμενος καφές, συνοδεία μιας ντουζίνας ντόνατς με κρέμα Μπαβαρουάζ στη Γλυφάδα, ξεκίνησε με μεγαλεπήβολα σχέδια. Θα ταιριάζαμε έναν κινητήρα από integrale, κλασικός bialbero θα είναι, μπαίνει. Στο δεύτερο τελάρο ντόνατς, έπεσε στο τραπέζι η μεγάλη ιδέα: LadaGrale. Ως γνωστόν, στα 124ειδή τα πάντα είναι εναλλάξιμα από τα διάφορα μοντέλα της Fiat, Lada, Seat κλπ, θα βάζαμε λοιπόν τη μετάδοση από το Niva και θα αποκτούσαμε το μοναδικό 124 turbo 16V 4x4 σε αυτή τη μεριά του γαλαξία.
Και εκεί που ετοιμαζόμασταν να πάρουμε πριόνια και τροχούς για να σφάξουμε το ταλαίπωρο φιατάκι, μας κατέλαβε μια πρωτοφανής κρίση λογικής και εγκράτειας και στραφήκαμε στην πιο εφικτή λύση, την τοποθέτηση ενός δίλιτρου Mirafiori. Πήραμε λοιπόν σβάρνα τα παλιατζίδικα, πέσανε και τα σχετικά τηλέφωνα και εν τέλει η σωτηρία φάνηκε να έρχεται από άλλον φίλο, τον Πάνο, κάτοχο ενός 131 σε κατάσταση αποσύνθεσης. Είχε μείνει από διαφορικό κάπου στην Πελοπόννησο εδώ και μήνες. Όμως φόραγε δίλιτρο και διπλά και καλό καπάκι, αντίγραφο από το αγωνιάρικο Ritmo ενός τρίτου φίλου, σπέσιαλ παραγγελία στην Alquati στα όρια του Group A. Και είχε και πεντάρι σαζμάν Abarth με τις σωστές σχέσεις. Μόνο αυτά αξίζανε από το σάπιο κουφάρι, μόνο αυτά θα ήθελε και ο Νίκος για το δικό του, και η μέρα που το μαύρο 131 θα μεταμόσχευε τα ζωτικά του όργανα στο πράσινο 124 πλησίαζε.
Έπρεπε βέβαια να φτάσουν κάπως τα πράγματα στην Αθήνα. Αντί λοιπόν της απλής μεθόδου, που θα ήταν να κατέβαιναν μοτέρ-κιβώτιο στο Κιάτο, να τα φορτώναμε και να τα πηγαίναμε στο 124, οι φίλοι μου θεώρησαν πιο λογικό να μεταφέρουμε στο Κιάτο ένα υγιές διαφορικό και όταν το περνούσε ο τοπικός μάστορας στο 131, θα το οδηγούσαμε στο σημείο που θα λάβαινε χώρα η επέμβαση. Χωρίς να καταλάβω το γιατί, συμφώνησα ότι ήταν μια καλή ιδέα και αποφασίσαμε να πεταχτούμε το επόμενο απόγευμα.
Κοτσάραμε λοιόν την μπαγκαζιέρα στο οικογενειακό Punto του Νίκου, πετάξαμε μέσα ένα διαφορικό από Polski 1600 (της ίδιας οικογενείας είναι, ταιριάζει) και τρία-τέσσερα λάστιχα για να μην κοπανάνε τα σίδερα και ξεκινήσαμε. Η ώρα ήταν πέντε, υπολογίζαμε ότι στις εννιά θα είχαμε γυρίσει.
Σιγά μην ήταν τόσο απλό, βέβαια. Κατ' αρχήν, έβρισκε το λάστιχο της μπαγκαζιέρας στο φτερό και λίγο-λίγο σκίστηκε. Ύστερα βγήκανε τα λινά και τριβόντουσαν επάνω του, κάνοντας φοβερό σαματά και έτσι μετά τον Ασπρόπυργο σταματήσαμε. Ο φίλος μου, σε μια έκρηξη πνεύματος, ξεφούσκωσε το λάστιχο, για να μην ακουμπάει. Μάλλον όμως το παράκανε, αφού μόλις εδέησε να αφήσει τη βαλβίδα, ούτε πέντε λίμπρες αέρα δεν είχαν απομείνει μέσα, αποκτήσαμε έτσι μια ακόμα βλάβη.
Μην ανησυχείς, μου είπε, έχω ηλεκτρική τρόμπα, τη συνδέεις στον αναπτήρα και το φουσκώνει μόνη της. Έλα όμως που η τρόμπα δεν έφτανε μέχρι την μπαγκαζιέρα. Τρόμπα χειρός δεν είχαμε, να ξεκοτσάρουμε βαριόμασταν και σαν δίδυμο Ποντίων συνεχίσαμε εν μέσω μιας μοναδικής κακοφωνικής συμφωνίας από τα αδιάκοπα μαστιγώματα των λινών στο φτερό.
Από το κοπάνημα σύντομα ξεπριτσινώθηκε το φτερό, και με κρότο πετάχτηκε και χάθηκε στο βάθος, μετά την πρώτη γερή αριστερή της Κακιάς σκάλας. Σταματήσαμε να επιθεωρήσουμε τη ζημιά και καταλήξαμε ότι αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να βγάλουμε και το αριστερό φτερό γιατί έτσι μονόπαντο φαινόταν άσχημο, η εικαστική άποψη μας μάρανε τρομάρα μας.
Δρόμο παίρναμε, δρόμο αφήναμε ο θόρυβος δυνάμωνε, το κράτημα γινόταν χειρότερο από Cortina με λιωμένα σινεμπλόκ και ουζαρισμένα πίσω αμορτισέρ (εάν υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό), μέχρι που το λάστιχο σχίστηκε στη μέση και μείναμε με τη ζάντα.
Σφυρίζοντας, δήθεν αδιάφορα, βάζουμε το γρύλλο στη μπαγκαζιέρα αλλά ήταν θεόψηλη και δεν έφτανε να τη σηκώσει. Χώνουμε και τα διάφορα λάστιχα που κουβαλάγαμε από κάτω, τσιμεντόλιθους και λοιπά αξεσουάρ από τα παρακείμενα μπάζα στην άκρη του δρόμου, τη σηκώσαμε τελικά. Υπήρχε βεβαίως μια μικρή διαφορά στο καρέ της ρεζέρβας ανάγκης του Punto και της πλήμνης της μπαγκαζιέρας, όμως με δυο κλοτσιές όλα γίνονται.
Λίγο αργότερα, μεσ' στη μαυρίλα και στην κούραση, φτάσαμε στο Κιάτο, όπου εγκαταλείχαμε το διαφορικό στο χωράφι που σάπιζε το 131, ώστε να το βρεί την άλλη μέρα ο μάστορας και να το μοντάρει. Στις δυο η ώρα τη νύχτα ήμουν σπίτι, ούτε οχτώ ώρες δεν μας πήρε.
Μια εβδομάδα μετά ετοιμάστηκε το Fiat, πήγαμε κι εμείς να το μαζέψουμε. Παρατημένο σε κάτι αγρούς, του λείπαμε φώτα, μάσκα και προφυλακτήρας, με το φως της μέρας φαινότανε πιο άθλιο από ότι στο σκοτάδι. Βεβαίως και δεν έπαιρνε μπροστά. Σπρωχτό αποφασίζουμε, μπαίνω μέσα εγώ ο έξυπνος, με σπρώχνουν οι άλλοι, δευτέρα αρπάζει, γκάζι να μη σβήσει και ευθεία στο χωματόδρομο, τρίτη, μια χαρά πάει το μοτέρ σκέφτομαι και φτάνω στη διασταύρωση με το κεντρικό δρόμο. Πατάω το φρένο και το πεντάλ κάνει ένα "φαπ" και μένει στο πάτωμα. Τραβάω το χειρόφρενο, ξεριζώνεται και μου μένει στο χέρι, οπότε βρίσκομαι με εξήντα χιλιόμετρα την ώρα, στα τυφλά, να κάνω Froggie διασχίζοντας τον κεντρικό. Αποφεύγω μια Corolla που πλησίαζε απειλητικά και, όπως προσπαθώ να γυρίσω επί τόπου χωρίς να σβήσει και χωρίς να εμβολίσω μια σταθμευμένη μπετονιέρα, μουριάζει και φεύγω γραμμή για το χαντάκι. Καρφώνω πρώτη για να κόψει, φρενάρει μεν, αλλά σβουρίζει, σβήνει και σταματάω με το πορτ μπαγκάζ πάνω από το γκρεμό και τους πίσω τροχούς έτοιμους να το ακολουθήσουν.
Βγήκα αργά-αργά έξω μην το ανησυχήσω και έρθει τούμπα, και, βρίζοντας, περπάτησα πίσω που περίμεναν οι άλλοι. Τελικά το βάλαμε μπροστά, αλλά οι φίλοι μου δεν τα βρήκανε στον τρόπο μεταφοράς του, καθότι ουδείς δεν ήθελε να οδηγήσει αυτό το πράγμα μέχρι την Αθήνα, είπαν να το αφήσουμε γι' άλλη φορά και η συμφωνία χάλασε.
Στους μήνες που πέρασαν από τότε, πολλά άλλαξαν. Ο Νίκος βρέθηκε να φυλάει τα ανατολικά μας σύνορα και ο Πάνος απέκτησε σχιστά μάτια και κιτρινωπή απόχρωση για χάρη ενός Miata. To επικό 124 ξαναζεί με άλλο δίλιτρο κινητήρα που αγοράστηκε αντί 60.000 δραχμών και δώρο δυο όρθια 40αρια και ηλεκτρικό βεντιλατέρ. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι το υπάρχον διαφορικό άρχισε ήδη να κοπανάει, οπότε με βλέπω στην επόμενη άδεια του ιδιοκτήτη να τρέχουμε πάλι κάποια νύχτα στην Κορινθία να ξηλώνουμε το πολωνέζικο. Εκτός, και αν έχω προλάβει να πάω κι εγώ φαντάρος στο μεταξύ και τη γλιτώσω.
Αλλάχ, Αλλάχ
Εκείνο το μεσημέρι με είχαν κρατήσει μια ώρα παραπάνω στο Συνεργείο Επισκευής Φορητού Οπλισμού. 'Όταν λοιπόν πήρα το τζιπ κι έφτασα στο θάλαμο του Κτιρίου Πυρομαχικών, ενός φρικαλέου παραπήγματος στο τέρμα του Ναυστάθμου, η τραπεζαρία ήταν άδεια, όλοι είχαν πέσει για ύπνο. Έριξα μια ματιά στην ανοιχτή τηλεόραση. Δύο ουρανοξύστες καιγόντουσαν, το σήμα του CNN και από κάτω η μπαρέτα έλεγε «Το Κέντρο Παγκοσμίου Εμπορίου Κατέρρευσε».
- Μαλακίες του Χόλιγουντ, μουρμούρισα, βέβαιος ότι έβλεπα πλάνα από κάποιο νέο Mad Max. Προσπέρασα την πόρτα Και πήγα προς το θάλαμο. Έπρεπε να κοιμηθώ γιατί το βράδυ είχα νυχτερινή εξάωρη σκοπιά 2-8 στο φυλάκιο Α.
Ο θάλαμος βρώμαγε, όπως μόνο ένας στρατιωτικός κοιτώνας μπορεί να βρωμάει. Έκανε ζέστη και οι μύγες είχαν στήσει χορό στα σεντόνια. Προτιμώντας την πρώτη από τις δεύτερες, σκεπάστηκα ολόκληρος και προσπάθησα να κοιμηθώ.
Κάποια στιγμή ένας ναύτης όρμηξε στο δωμάτιο ουρλιάζο¬ντας ακατάληπτα.
- Κοιμάμαι, ρε! φώναξα.
I Ξύπνα, έγινε χαμός, επέμενε, πέσανε δυο αεροπλάνα στους Πύργους της Νέας Υόρκης, μάλλον τρομοκράτες.
| Καλά, τραγούδα, είπα και άλλαξα πλευρό.
Σύντομα οι φωνές από την τραπεζαρία δυνάμωσαν τόσο που μόνο ο Κουασιμόδος θα μπορούσε να συνεχίσει τη σιέστα του. Κοίταξα το ρολόι μου, πέντε το απόγευμα, Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου, φόρεσα παντελόνι αγγαρείας, αρβύλες και σύρθηκα έως την τηλεόραση.
Ο ναύτης έλεγε αλήθεια, δεν ήταν Mad Max. Σύντομα απαγορεύτηκε η κυκλοφορία στο Ναύσταθμο, το σύστημα τέθηκε σε επιφυλακή, ανεστάλησαν οι άδειες. Οι μπάρμπα-Μπεν, το ένδοξο σώμα των υπαξιωματικών Π.Ν. ήταν στα όρια του πάρκινσον από τον τρόμο. Το βράδυ ο οπλονόμος μάς έστειλε συγκινημένος -με όση συγκίνηση μπορεί να κρύβει μέσα του ένας ανθύπας- στα φυλάκια. Να προσέχετε παιδιά, ήταν τα λόγια του. Τι να προσέχουμε δηλαδή; Μην έρθουν ορδές από αφιονισμένους μουτζαχεντίν να μας πάρουν τα ΜΙ;
Πέρασα όλη τη βάρδια στο ραδιόφωνο. Ένας κληρούχας έστειλε μήνυμα από το Πεντάγωνο. Είχε βάρδια στην ταράτσα. Του είχαν πει να κοιτάζει τον ουρανό μήπως δει κάτι να έρχεται από ψηλά. Λες κι αν έβλεπε κανέναν πύραυλο θα προλάβαινε κάτι να κάνει. Όμως η εντολή ήταν εντολή. Για μήνες μετά την επίθεση κάποιοι ταλαίπωροι φυλάγανε σκοπιά στην ταράτσα του Γενικού Επιτελείου κοιτώντας τον ουρανό με τα κιάλια.
Όταν έπαψε η επιφυλακή και βγήκα έξω, πήγα για καφέ με φίλους. Ένας από αυτούς πήρε το κινητό μου κι έβαλε τη φάτσα του Οσάμα Μπιν Λάντεν για logo. Φαινόταν μάλλον γελοίο. Το ίδιο τζιν στο τηλέφωνο. Σκουπίζοντάς το, είδε τον γενειοφόρο Σαουδάραβα κι έβαλε τα γέλια. Πιάσαμε την κουβέντα. Βγήκαμε μόλις έκλεισε το μπαρ. Κράτησα το logo.
Πέρασαν μήνες, ήρθε το καλοκαίρι, είχα πια κάνει τον κύκλο μου ως ναύτης. Από το λούμπεν προλεταριάτο των Συνεργείων Επισκευής Φορητού Οπλισμού είχα περάσει στη νομενκλατούρα, ήμουν σεβαστός οδηγός Ναυάρχου. Από δεξίωση σε κοκτέιλ πάρτι και από δείπνο σε χορό πήγαινα. Εκείνο το μεσημέρι γινόταν μια γιορτή στην κατοικία του Αμερικανού πρέσβη. Σύσσωμη η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία του τόπου έπρεπε να δώσει το παρών. Σημαιοστόλισα το Mondeo, έβαλα την πινακίδα με τα αστέρια και μέσα στην πυκνή κίνηση της Αθήνας προσπάθησα να φτάσω στον τόπο της εκδήλωσης. Δύσκολο. Κι αυτό γιατί τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια, όπως λένε στην τηλεόραση οι φερόμενοι ως δημοσιογράφοι. Όλοι οι γύρω δρόμοι είχαν κλείσει, αστυνομία, σφυρίχτρες, πανικός. Έφτασα καθυστερημένα, άφησα
τον προσκεκλημένο στην είσοδο βράδυ η μπαργούμαν, όπως με σέρβιρε, αστόχησε κι έριξε λίγο και πάρκαρα λίγο πιο κάτω.
Αριστερά ήταν η είσοδος για τους επισήμους και από δεξιά υπήρχε ένας μικρός χώρος απ' όπου έμπαιναν οι οδηγοί. Στην πόρτα έδινες το όνομα του καλεσμένου και το δικό σου. Έλεγχαν τον κατάλογο και σε άφηναν να περάσεις. Στάθηκα στην ουρά κι όταν ο προπορευόμενός μου έφτασε στο σημείο ελέγχου πρόσεξα ότι ο φρουρός κρατούσε τα κινητά των οδηγών. Προφανώς για να αποκλειστεί τρομοκρατική επίθεση μέσω ειδοποίησης του τύπου: «Τον βλέπω τώρα, είναι δίπλα στο φοίνικα, κρατά» ένα καναπεδάκι με ροκφόρ στο χέρι».
Δίσταζα να το δώσω. Εάν το έδινα, δεν θα μπορούσε να με ειδοποιήσει ο Ναύαρχος για να φύγουμε. Απ' την άλλη δεν σκόπευα να κάτσω πολύ, κάτι να πιω για ξεδίψασμα ήθελα, άλλωστε με τη λευκή θερινή στολή του κελευστή έκανα μπαμ από μακριά. Αν με ήθελε κάτι θα με έβλεπε.
Μόνο όταν άπλωσα το χέρι μου θυμήθηκα το logo του κινητού. Πάγωσα. Τι θα γινόταν αν ο Αμερικανός πεζοναύτης έβλεπε τον Οσάμα να τον κοιτάζει; Ασφαλώς θα έληγε εκεί η καριέρα του Ναυάρχου, εγώ μπορεί να βρισκόμουν στο Γκουαντάναμο, χώρια ότι το διπλωματικό επεισόδιο μπορεί να έβαζε σε επικίνδυνες σκέψεις τον Μπους Τζούνιορ. Τέντωσα τα δάχτυλά μου για να το κλείσω. Τη στιγμή που η παλάμη του φρουρού ακο¬μπούσε την κεραία, είδα την οθόνη να σβήνει. Ο θεός είναι μεγάλος. Αλλάχ-ου άκμπαρ, όπως θα έλεγαν και οι Ταλιμπάν.
Απέναντι στην Μπάλα
Στην τιμονιέρα της κανονιοφόρου Καρτερία, ο αρχικελευστής Σταματόπουλος είχε σφηνώσει ένα μικρό καθρεφτάκι. Ούτε που το έπιανε το μάτι, όμως εάν το κοιτούσες pροσεκτικά, διέκρινες την ξεθωριασμένη ζωγραφιά ενός πλοίου και από κάτω, με στρογγυλά καλλιγραφικά γράμματα, τη φράση αν δεις καράβι στο βουνό, γυναίκα το έχει σύρει. Κάτι φορές, θυμάμαι τις βάρδιες στη γέφυρα στις περιπολίες ανάμεσα Ρόδο και Κω, μ' όλη την οργή του Ποσειδώνα κατάπλωρα και αυτός να τιμονεϋει σφυρίζοντας. Αν τώρα με έβλεπε οπό μια μεριά να στέκομαι στο πεζοδρόμιο γωνία Φιλελλήνων και Αμαλίας περιμένοντας ταξί, σίγουρα θα γέλαγε μαζί μου.
Και αυτά γιατί ήξερε ότι δεν μπαίνω με τίποτα σε ταξί, ο κόσμος να χαλάσει. Και όμως, ετούτο το βράδυ έψαχνα με το βλέμμα τα αυτοκίνητα, να βρω ένα κίτρινο για να με πάει στο Καβούρι. Το κατσαβίδι στην τσέπη μου μαρτυρούσε γιατί δεν μπορούσα να πάω οδηγώντας. Η πλούσια ανθοδέσμη που κρατούσα στο χέρι μαρτυρούσε με τη σειρά της το αίτιο του ιδεολογικού μου ατοπήματος.
Περίμενα αρκετή ώρα χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου κάποια στιγμή σταμάτηοε μπροστά μου μια ρημαγμένη παράγκα, ένα χιλιοτρακαριομένο ερείπιο, που θα με πήγαινε στο πολυπόθητο ραντεβού. Ίσως να ήταν και Βluebird, ίσως πάλι και όχι, ποτέ δεν κατάφερα να ξεχωρίσω τα γιαπωνέζικα σεντάν. Στριμώχτηκα στο σχισμένο κάθισμα και χαιρέτησα τον οδηγό που εκείνη την ώρα άναβε τσιγάρο. Εκείνος ήπιε μια γουλιά από το φραπέ που έστεκε καμαρωτός στην διάφανη, πλαστική, ταπεροειδή αηδία που στηρίζουν οι ταξιτζήδες στο ταμπλό και ρώτησε πού πάμε.
-Στο Καβούρι του είπα, και αν μπορείς κάνε λίγο γρήγορα.
Παρατήρησα ότι φορούσε παντόφλες.
-Μάλιστα, με διαβεβαίωσε και την ίδια στιγμή έβαλε μια κασέτα στο κασετόφωνο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα περνούσαμε με τρίτη σκασμένη από την αριστερή στην Πύλη του Αδριανού, τα λάστιχα προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βγουν από τις ζάντες, το μοτέρ είχε ζαλιστεί από την ταχυστροφία, ο τύπος ήταν ανέκφραστος, αλλά πήγαινε σαν αφιονισμένος.
-Πάμε από Συγγρού, συμφέρει τέτοια ώρα, φώναξε χωρίς να με κοιτάξει, κούμπωσε τετάρτη και πήρε γραμμές για τη δεξιά, ξύνοντας την διαφήμιση πορτοκαλάδας από το πλευρό ενός τρόλεϊ. Τη στιγμή που περνούσε με καραμπινάτο κόκκινο το φανάρι στο ύψος της Φραντζή, συνειδητοποίησα τι έπαιζε η κασέτα. Άργησα να το καταλάβω, γιατί ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πιστέψω ότι ο γκαζιάρης ταξιτζής με τις παντόφλες είχε βάλει και έπαιζε καθαρόαιμη τζαζ.
Στα μπασίματα από τις στροφές του Ιπποδρόμου και του Τροκαντερό μέχρι το Ελληνικό, όπως έγερνε το Βluebird χυνόταν
ο καφές, και όπως άλλαζε ταχύτητες ο τύπος φεύγαν οι κάφτρες από το τσιγάρα. Να γιατί όλο το ταμπλό ήταν γεμάτο στάχτες κολλημένες πάνω σε ξεραμένους καφέδες. Κάπως έτσι, υπό τους ήχους των χάλκινων πνευστών και το δραπέτη της λογικής, με το αλλόκοτο βλέμμα των ηρώων του Μπέκετ στα πηδάλια, περάσαμε όπως-όπως τη Γλυφάδα και φτάσαμε στη Βούλα. Ήταν ώρα να του θυμίσω πού πήγαινα.
Δεν πρόλαβα.'ένας θεόρατος σκύλος, κάτι σαν μπαστάρδεμα ροτβάιλερ με ιπποπόταμο, αγνόησε την απουσία διάβασης πεζών και προσπάθησε να διασχίσει το δρόμο. Ο οδηγός άργησε να τον δει, ΣΚΥΛΟΣ, του φώναξα, έπεσε στα φρένα, το Bluebird πήρε αριστερά και έσκασε πάνω στο κτήνος, σαν άλλος Τιτανικός στο παγόβουνο. Το ζώο τινάχτηκε στον αέρα, γκρέμισε το παρμπρίζ ξηλώνοντας το ταξίμετρο μαζί με τη φραπεδιέρα και προσγειώθηκε στο πίσω κάθισμα χωρίς ευτυχώς να πάρει και εμένα μαζί του. Το τράνταγμα ταρακούνησε όλο το αυτοκίνητο, η κασέτα πετάχτηκε έξω από το κασετόφωνο, την κραυγή της κορνέτας διαδέχτηκε από το ραδιόφωνο η νταλκαδιασμένη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη.
To Bluebird ακινητοποιήθηχε στη μέση του δρόμου. Το ψυγείο κάπνιζε, γύρω κυλούσαν τάσια και ένας τεράστιος πληγωμένος σκύλος, που με το ζόρι ανέπνεε, ήταν σωριασμένος μισός στο κάθισμα, μισός στην εταζέρα. Ο είχε λουστεί με καφέδες από τα μαλλιά ως τις παντόφλες, το τασάκι είχε αδειάσει όλο στην κοιλιά του, ενώ στο στήθος του δεκάδες μκρά γυαλάκια έλαμπαν σαν παράσημα Σοβιετικού συνταγματάρχη. Βυθισμένος στον παγωμένο του κόσμο, έμοιαζε να μην είχε καταλάβει τι έγινε. Τίναξα την ανθοδέσμη να πέσουν τα γυαλιά και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα. Τότε εκείνος γύρισε προς το μέρος μου και εγκαταλείποντας για πρώτη φορά το πεισματικά αδιατάρακτο προσωπείο του, ρώτησε κάπως ενοχλημένα:
- Τι έγινε, άλλαξες κασέτα;
Oda a Weber
Kόκκινο φανάρι σε ανηφορίτσα γλιστερή, κάπου στου Γκύζη. Ο δρόμος ανεβαίνει ευθεία πάνω και σε λίγα μέτρα στρίβει δεξιά. Έχω καλό μπλοκέ, κακά πίσω λάστιχα, και διπλά καρμπιρατέρ. Τα διπλά σε φτιαγμένα μοτέρ έχουν συνήθως μια τρύπα γύρω στις 2000- 2500 στροφές Είναι το σημείο που το ζιγκλέρ του ρελαντί παύει να ασχολείται με την τροφοδοσία και το ρόλο αυτό αναλαμβάνει το κύριο ζιγκλέρ. Με ατέλειωτες δοκιμές, αλλάζοντας ζιγκλέρ και καλάμια, μπορείς αν θέλεις να μετατοπίσεις την τρύπα, να τη φέρεις πιο κάτω ή πιο πάνω στη μπάντα των στροφών του κινητήρα. Όμως αυτή θα υπάρχει πάντα στα γαργαλημένα καρμπιρατεράτα μοτέρ να θυμίζει το λόγο που ώθησε στην καθιέρωση των συστημάτων ψεκασμού.
Στην ανηφόριτσα, λοιποόν, για να αποφύγεις το μπέρδεμα τη στιγμή ακριβώς που αφήνεις το πεντάλ του συμπλέκτη και ξεκινάς, πρέπει να πατινάρεις την πρώτη λίγο πάνω από τις 2500 στροφές και μετά να φύγεις. Αν δεν έχεις πολλή δύναμη, δίνεις όλο το γκάζι, μένεις στην πρώτη και αρχίζεις τις πάντες μέχρι να βαρεθείς. Αν όμως έχεις δύναμη, κοντή δευτέρα, καλό μπλοκέ και κακά πίσω λάστιχα -ακριβώς η περίπτωση μου- είσαι έτοιμος για μια ακόμη πιο απολαυσπική εμπειρία, προσφορά της Weber και του Ταμείου Οδοποιίας. Μόλις το αυτοκίνητο αρχίσει να σπινάρει, καρφώνεις τη δευτέρα και εκεί αρχίζει το τρελό γλίστρημα. Οι γωνίες μεγαλώνουν και με τέρμα ανάποδα μία αριστερά-μία δεξιά, ανεβαίνεις τον ανήφορο παίζοντας με το γκάζι, άσε-πάτα σαν εξαέρωση στα φρένα, για να βοηθήσεις τις κινήσεις του πίσω άξονα.
Η σωστή δοσολογία στο τιμόνι και το γκάζι είναι που κάνουν τη διαφορά. Λιγότερο γκάζι και κρέμασε το μοτέρ,
λιγότερο τιμόνι και καβάλησες το κράσπεδο. Η σωστή δοσολογία, εκτός από το ταλέντο και τις ικανότητες του οδηγού, συνδέεται με μια μαγική τετρασύλλαβη λέξη. Είναι η λέξη που κάνει την εμφάνισή της όποτε αναζητούνται οι παράγοντες που προσδιορίζουν την οδηγική απόλαυση. Η λέξη απόκριση, με την οποία αντιλαμβάνεται κανείς την ταχύτητα που οι εντολές του οδηγού μετασχηματίζονται σε κινήσεις των μηχανικών μερών. Όσο πιο άμεση είναι η απόκριση του αυτοκινήτου, τόσο μεγαλύτερη είναι η οδηγική απόλαυση. Αντίθετα, όσο το αυτοκίνητο καθυστερεί να λειτουργήσει με τον τρόπο που επιδιώκει ο χειριστής, η οδηγική ευχαρίστηση πάει περίπατο.
Απόκριση υπάρχει σε κάθε μηχανικό σύστημα που χειρίζεται ο οδηγός. Υπάρχει λοιπόν η απόκριση του τιμονιού, η οποία ερμηνεύεται ως η αμεσότητα με την οποία το μπροστινό σύστημα ανταποκρίνεται στις κινήσεις των χεριών του οδηγού στο τιμόνι. Υπάρχει και η απόκριση στο γκάζι, η αμεσότητα δηλαδή με την οποία ο κινητήρας ακούει και ανεβάζει στροφές στο πάτημα του γκαζιού. Το μυστικό της βρίσκεται στο σύστημα τροφοδοσίας. Μιλώντας λοιπόν για ατμοσφαιρικούς κινητήρες, αφού σε υπερτροφοδοτούμενα μοτέρ αν δεν υπάρχει σύστημα anti-lag η απόκριση είναι «βάστα Τούρκο να γεμίσω», δύο είναι τα βασικά είδη τροφοδοσίας: με καρμπιρατέρ ή ψεκασμό.
Πριν από την εξέλιξη των συστημάτων ψεκασμού, τα διπλά καρμπιρατέρ ήταν ή κλασική επιλογή για σίγουρα άλογα σε αυτή τη μεριά του Ατλαντικού (από την άλλη είχαν τετραπλά Carter και Holley). Από όλες τις εταιρίες καρμπιρατέρ, μία έχει ταυτίσει το όνομά της με τους αγώνες, είναι εκείνη που ίδρυσε το 1924 ο φίλος και συνεργάτης του Enzo Ferrari, Edoardo Weber.
Από το 1952 και 1953, που η Ferrari με την Tipo 500 πήρε τα πρώτα της πρωταθλήματα στη Formula 1 φορώντας δύο Weber DCO, τα doppio corpo orizontale, διπλού σώματος οριζόντια, έγιναν τα πιο δημοφιλή καρμπιρατέρ στον κόσμο. Τα DCOE, η πιο γνωστή παραλλαγή τους, εξακολουθούν να παράγονται ακόμη. Όσο ανώτερος και εάν είναι ο ηλεκτρονικός ψεκασμός, το πιο όμορφο εξάρτημα που συναντά κανείς στο χώρο του κινητήρα, εξακολουθεί να παρέχει φτηνά και εύκολα γκάζια χωρίς την ανάγκη laptop για τις ρυθμίσεις.
Σε ό,τι αυτοκίνητο και εάν βάλεις ελεύθερη εξάτμιση, θα κάνει θόρυβο, χρειάζεται όμως ειδική μεταχείριση για να βγάζει ένα αυτοκίνητο μουσική από την εισαγωγή του. Στην Αγγλία, όταν θέλουν να φτιάξουν κάτι φτηνό και δυνατό, αγοράζουν δεκαεξαβάλβιδα μοτέρ από τρακαρισμένα Ford, Opel, και Rover χωρίς τα ηλεκτρικά, σε τιμές περιπτέρου. Παίρνουν και ένα σετ διπλών, από τίποτα σαπισμένα ιταλικά κουπέ εικοσαετίας, και έχουν έτοιμο ένα μοτέρ με απόδοση, απόκριση και ήχο.
Έτσι κι εγώ, όταν βρήκα ένα ζευγάρι σαρανταπεντάρια ξεχασμένα στην αποθήκη μου, τα πήρα, τα καθάρισα, και τώρα είναι έτοιμα να μπουν στο φρέσκο μου μοτέρ. Και θα τα βάλω, παρ' ότι ξέρω πως θα φάω ώρες ανεβοκατεβαίνοντας την Κατεχάκη με το χρονόμετρο στο χέρι και θα αλλάζω ζιγκλέρ και βεντούρι νύχτα, κάτω από τη λάμπα δίπλα στο φανάρι της εκκίνησης. Και όλα αυτά, για την απόκριση και τον ήχο που σε γλιτώνει από το κορνάρισμα στις τυφλές διασταυρώσεις. Για καμιά ανηφορίτσα σαν και αυτή στου Γκύζη, ή μια πλατεία που θα γυρίζω ξανά και ξανά, άσε-πάτα σαν να κάνεις εξαέρωση στα φρένα, ακούγοντας τον αέρα να στροβιλίζεται κάτω από τα αλουμινένια καπάκια με το ανάγλυφο Weber Carburatori Bologna.
Pizza boys
Η ειδικότητά μου στο ναυτικό ήταν τεχνίτης πυροβό¬λων, όμως οι ανάγκες της υπηρεσίας γα οδηγούς ήταν μεγάλες. Ετσι μια ήμερα μου είπαν να φέρω δύο φωτογραφίες, το πολιτικό δίπλωμα και να πάω στη Σχολή Οδηγών του Π.Ν. για εξετάσεις. Εκεί η διαδικασία ήταν απλούστατη: ένας ανθύπας άφησε με κόπο στο τραπέζι έναν μισοτελειωμένο φραπέ και ρώτησε αν ξέρω να οδηγώ. Απάντησα καταφατικά, σφράγισε κάτι .χαρτιά. «Εντάξει πέρασες», σφύριξε.
Ύστερα από αυτή τη δοκιμασία ήμουν προφανώς έτοιμος να οδηγήσω τα πάντα. Όπερ και εγένετο. Μόλις πάτησα το πόδι μου στη μονάδα, μου δώσανε τα κλειδιά μιας καμιονέτας FORD. Οι καμιονέτες είναι μεταποιημένα Transit που χρησιμεύ¬ουν για μεταφορά προσωπικού και υλικού. Είναι αρκετά βαριές και ογκώδεις, το μοτέρ τους βγάζει δεν βγάζο 100 άλογα, όμως η θεόκοντη τελική σχέση διαφορικού 4.63 -ίδια με αυτή που έβαζαν οι φορντάκηδες στα φτιαγμένα Μ ΜΙ- διορθώνει κάπως τα πράγματα.
- θα φορτώσεις δύο πυραύλους Stinger και θα τους πας στην Ελευσίνα, ήταν η εντολή.
Την εποχή που η 17 Νοέμβρη ήταν στα πάνω της, οι Stinger ήταν αρκετά επίφοβο φορτίο. Γι' αυτό με συνόδευε κι ένα τζιπ της Ναυτονομίας, ενώ έξω από το στρατόπεδο περίμενε κι ένα περιπολικό. Στην επιστροφή, στα φανάρια του Ασπρόπυργου, εκτίμησα αυτό το 4.63. Με δύο ναύτες πλήρωμα και τους Stinger στην καρότσα άφησα εύκολα πίσω μου ένα 206 στη δοκιμασία 0-30 km/h.
Στη μονάδα είχαμε ακόμα δύο τζιπάκια Mercedes και τα κλασικά VW του ναυτικού, με τις μικρές πορτούλες. τα λεγόμενα πλοιαρχικά μιας και προορίζονται για τη μετάκληση των Πλοιάρχων. Το αγαπημένο μου όμως ήταν ένα πιο σπάνιο μοντέλο VW. Κι αυτό τζιποειδές, κι αυτό βασισμένο στον σκαραβαίο. Δίχως πόρτες και παράθυρα ήταν η χαρά του τεμπέλη, κι έφερνε κάπως σε Beach Buggy. Δεν το έπαιρνε ποτέ κανείς. Οι βαθμοφόροι τρομοκρατούνταν από την ανυπαρξία φρένων, οι μικροί φοβόντουσαν μην τους μείνει και τους το χρεώσουν, έτσι ήταν πάντα εκεί όποτε το χρειαζόμουν. Όπου και να ήθελα να πάω, στην καντίνα για παγωτό, στην πύλη για να παραλάβω τις πίτσες, το ξεθαμμένο ερείπιο ήταν εκεί, έτοιμο να προσφέρει μοναδικές εμπειρίες λούφας και παραλλαγής.
Το τιμόνι είχε την ασάφεια λαγουδέρας ιστιοπλοϊκού στην απόλυτη μπουνάτσα. Τα φρένα είχαν αλλαχτεί τελευταία φορά πριν από το Κίνημα του Ναυτικού, το κράτημα σκέτη 911, γκάζι- μούτρο, άσε-σβούρα. Το μοτέρ είχε 40 άλογα αλλά απόκριση Kawasaki σε σύγκριση με τα πετρελαιοκίνητα Mercedes. Λεν περνούσε το 90-95 km/h όμως ειλικρινα δεν ήθελες να τα
περάσεις. Γύρω στα 80 έμοιαζε έτοιμο να ανατιναχθεί και για και για κάποιο λόγο στα 85 πετούσε την 4η.
Ένα βράδυ είχα πάρει μαζί μου το ναύτη Χατζήμπεη για να φέρουμε τις πίτσες. Το παιδί είχε πρόβλημα τραυλίσματος, είχε κατεβάσει κι ένα μπουκάλι μαυροδάφνη, δεν έλεγε κουβέντα. Πήχτρα σκοτάδι με το καντήλια της μικρής σκάλας να αχνοφέγγουν, κάναμε τη διαδρομή των τριών χιλιομέτρων ώς την κεντρική πύλη. Εκεί περίμενε ο ντιλιβεράς με το παπί, έγινε η καθιερωμένη Τελετή Παράδοσης Παραλαβής Πιτσών, φόρτωσα τα κουτιά στον Χατζήμπεη και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Δεν ξέρω αν έφταιγε η βραδιά, η φωνή του Μαργαρίτη οπό το τρανζίστορ που είχα κρεμασμένο στον καθρέφτη ή η μυρωδιά από το πεπερόνι, αλλά κάτι έγινε και μου μπήκε η ιδέα να σπάσω το ρεκόρ μου στην αριστερή πατημένη με το γιαμπ μπροστά στην προβλήτα που δένανε οι φρεγάτες. Ο σκάθαρος πέρασε βογκώντας τα 80 κι εγώ πέρασα αφρενάριστος το σημάδι για τα φρένα. Ο Χατζήμπεης την ψυλλιάστηκε και φώναξε ξεχνώντας το τραύλισμα:
-ΦΡΕΝΟ ΡΕΕΕ!
Ακριβώς την ίδια στιγμή το οασμάν πέταξε την 4η. Είχα νεκρά, δεν είχα φρένα, ήμουν έτοιμος να διαλύσω, στην καλή περίπτωση, το ατομικό μου ρεκόρ ή στην κακή την πρύμνη της φρεγάτας ΑΙΓΑΙΟΝ. Για καλή τύχη όλων μας μπόρεσα και κάρφωσα την 4η. Με το δεξί χέρι κρατούσα το μοχλό στη θέση
του και με το αριστερό έστριβα το τιμόνι. Ντριφτάροντας, έφτασα στο γιαμπ. Το σκαθάρι χοροπήδηξε, γύρισε από την άλλη, το πρόλαβα και, τελικά, έχοντας αποκτήσει μόνιμη παραμόρφωση του μπροστινού του συστήματος, ήρθε στα ίσιο του. Το κιβώτιο δεν έπαιρνε πια ούτε 4η ούτε 3η.
Όμως το αληθινό πρόσωπο της τραγωδίας δεν είχε ακόμα κάνει την εμφάνισή του. Φτάνοντας στο φυλάκιο, αφού ξεκρέμασα το ραδιοφωνάκι και πάρκαρα ό,τι είχε απομείνει από το VW, ο ναύτης Χατζήμπεης γύρισε, με κοίταξε και με δυσκολία είπε:
- Ψη-ψη- ψηλέ, χα-χά-χάσαμε τι-τις πίτσες! Κοίταξα προς το μέρος του. Όντως, τα κουτιά με τις πίτσες έλειπαν. Είχαν φύγει από τα χέρια του στην αριστερή της προβλήτας. Τελικά τα πορτοπαράθυρα χρειάζονται. Η απουσία τους έχει κι αυτή τα προβλήματα της.
όχι ρε, δεν έχω πώρωση με τον Dr.Πολίτη...
:th_Laie_67-1::th_Laie_67-1::th_Laie_67-1:
όχι ρε, δεν έχω πώρωση με τον Dr.Πολίτη...
:th_Laie_67-1::th_Laie_67-1::th_Laie_67-1:
Χαχα !!thumb
δυστυχώς η ενότητα που μετα απο πολυ κόπο και... Τεσπα δεν εχει σημασία, η ενότητα λοιπόν αυτη είναι σε μέρος που δεν υπάρχει πολυ "φως".
Δεν πειράζει όμως !
Εψαχνα καιρό να αγοράσω το "μπαρούτι και μέλι" το βρήκα κατα τύχη στις αρχές του Αυγούστου.
Ενα εκπληκτικό μυθιστόρημα,ειδικά για όποιον έζησε εφηβεία τη δεκαετία το 80,θα του ξυπνήσει ευχάριστες εικόνες και οσμές.
Ενώ πολυ εύκολα θα "προσαρμοστεί" και ο νέος αναγνώστης στο κλίμα και τις επιρροές εκείνης της εποχής.
Οι περιγραφές του Πολίτη είναι μαγευτικές,όπως στην αριστερή λωρίδα!!!
<< έφτανε μια ματιά για να αναγνωρίσεις το είδος της γυναίκας
που για χάρη της γίνονται οι πόλεμοι,τα διαζύγια,τα εγκλήματα τιμής.
Αυτές τις μύθικες γυναίκες που εναι πλάσμενες,λες,απο ένα παράξενο κράμα ανακατο μπαρούτι και μέλι.
Κι οποίος βρεθεί στο διάβα τους ξεστομισει προσευχές η κατάρες...>>
Απόσπασμα απο το βιβλίο
Μπιμεριους...να το κρατας μαζι σου στην επομενη συναντηση.:original:
Φωτιά
"You' ve got a brand new car in your driveway and a blondie in your bed".
Τα στιχάκια στο ραδιόφωνο τα είπαν όλα: "έχεις ένα καινούριο αυτοκίνητο στο γκαράζ σου και ένα ξανθό μωρό στο κρεβάτι σου". Δυο χαρακτηριστικά, ικανά να σου φτιάξουν την ημέρα, ακόμη και εάν κατά τα λοιπά η ζωή σου πηγαίνει στο φούντο. Το πόσο καινούριο και το πόσο ξανθό, επαφίεται στις ορέξεις του καθενός, ο συνδυασμός πάντως είναι αχτύπητος. Στο φινάλε, το αυτοκίνητο μπορεί να είναι και παλιό, μπορεί μάλιστα να είναι τελείως σαράβαλο. Και η γυναίκα μπορεί να μην κάνει για εξώφυλλο περιοδικού, αλλά το χαμόγελο της να σε στέλνει στ' αστέρια. Οπότε καταλήγουμε ότι αν υπάρχει ρόδα και αίσθημα, όλα είναι φίνα. Αν το αναλύσει κανείς περισσότερο, παρατηρεί ότι μπορείς να περνάς καλά, ακόμη και χωρίς ρόδα και αίσθημα, όλα είναι φίνα. Αν το αναλύσει κανείς περισσότερο, παρατηρεί ότι μπορείς να περνάς καλά, ακόμη και χωρίς ρόδα και στην ανάγκη και χωρίς αίσθημα. Οδηγείται λοιπόν η σκέψη στο συμπέρασμα ότι η ευτυχία είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη, την ηλικία και το είδος του αυτοκινήτου και της γυναίκας, ανεξάρτητη ακόμη και από το εάν έχεις αυτοκίνητο ή γυναίκα.
Παρ' όλα αυτά, δεν μπορεί να πει κανείς στα σοβαρά ότι αυτοί οι δυο παράγοντες δεν βοηθάνε λίγο την κατάσταση. Άλλο είναι να περπατάς το πρωί για το τρόλευ κι άλλο να ανοίγεις την πόρτα μιας Maserati 3200 GT. Άλλο να ξυπνάς μ' ένα άθλιο κινέζικο ξυπνητήρι κι άλλο να ξυπνάς παρέα με ένα πλασματάκι που χουζουρεύει νωχελικά στα τσαλακωμένα σεντόνια.
Αν υπάρχουν δυο δισεκατομμύρια άνδρες στην Γη και το ενάμισι από αυτούς είναι μάχιμοι, υπολογίζω ότι γύρω στα πεντακόσια εκατομμύρια θα έχουν τουλάχιστον μια φαντασίωση, που περιλαμβάνει ένα συνδυασμό ωραίου φύλλου και αυτοκινήτου. Βάλε και αυτούς που έχουν περισσότερες από μια κι εκείνους που έχουν τις ίδιες με άλλους, οπότε πρέπει να πλανώνται στον αέρα γύρω στο ένα δις τέτοιες φαντασιώσεις. Δυστυχώς, περί τις 999.999.000 θα μείνουν στη σφαίρα του απραγματοποίητου, για τέσσερις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι μερικές είναι τόσο επικίνδυνες που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν και να ζήσεις για να τις διηγηθείς. Ο δεύτερος είναι ότι εάν εξετάσεις το ζήτημα από γεωμετρικής, ανατομικής και μηχανολογικής άποψης, οι περισσότερες δεν μπορούν καν να πραγματοποιηθούν. Ο τρίτος είναι ότι πολλές από όσες είναι εφαρμόσιμες από πρακτικής πλευράς, σκοντάφτουν στο πρόβλημα των πρωταγωνιστών, γιατί τα συγκεκριμένα οχήματα και οι παρτενέρ που ονειρεύεται ο καθένας κοστίζουν κάτι παραπάνω.
Δύσκολα τα πράγματα. Όμως για να μην απογοητεύομαστε, υπάρχουν μερικοί πρωτοπόροι συνάνθρωποι μας, που τα έχουν πάει πολύ καλά σ' αυτόν τον τομέα. Ήταν το 1963 και ο Jacques Swaters, ο εισαγωγέας της Ferrari στο Βέλγιο, ήταν επικεφαλής της Ecurie Francorchamps, που συμμετείχε με δύο 250 GTO στο εικοσιτετράωρο Le Mans. Το βράδυ της Παρασκευής πριν από τον αγώνα δεν κοιμήθηκαν καθόλου, επισκευάζοντας το μοτέρ της μίας. Όταν λοιπόν άρχισε η αναμέτρηση, ήταν ήδη αρκετά κουρασμένοι. Όμως η ένταση και η μάχη για το βάθρο δεν τους άφηνε να χαλαρώσουν: Η 4153 της ομάδας πάλευε για την τρίτη θέση, την οποία τελικά έχασε από την εργοστασιακή 250Ρ. Στο τέλος όμως, το "καλό" τους αυτοκίνητο, η 4293 με οδηγούς του Blaton και Van Ophem τερμάτισε δεύτερη. Οι γιορτές και τα πανηγύρια κράτησαν σχεδόν όλο το βράδυ της Κυριακής. Έτσι όταν μετά την απονομή της Δευτέρας γέμισαν βενζίνη τα ρεζερβουάρ των δύο GTO, φόρτωσαν σε αυτές τα μπαγκάζια τους και ξεκίνησαν για την επιστροφή στις Βρυξέλλες, ήταν ακόμη ξάγρυπνοι.
Κατά τις εφτά το βράδυ σταμάτησαν για φαγητό κι εκεί o Swaters είχε μια ενδιαφέρουσα ιδέα. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα από το να οδηγείς στο δρόμο τη δεύτερη και τέταρτη νικήτρια των εικοσιτεσσάρων ωρών του Le Μans. Η ιδέα ήταν να πάνε στο Παρίσι και μάλιστα στα καμπαρέ της μοναδικής Place Pigalle, στην αμαρτωλή όχθη του Σηκουάνα. Έτσι λοιπόν, οι ήρωες μας οδήγησαν τις δυο Ferrari όπως ήταν, με τα χρώματα του πολέμου και τα νούμερα στις πόρτες, στην ερωτική καρδιά της Ευρώπης. Πάρκαραν στο δρόμο, χάθηκαν στα πλακόστρωτα σοκάκια και πέρασαν το τέταρτο στη σειρά βράδυ τους χωρίς ύπνο, πίνοντας σαμπάνια σε γοβάκια, με τα έπαθλα του Le Mans ανακατεμένα μαζί με εσώρουχα από μαύρες και κόκκινες μεταξωτές δαντέλες, πάνω στα κομοδίνα. Το πρωί, ύστερα από γερές δόσεις κρουασάν, μπριός και άλλων δυναμωτικών, που τους ετοίμασαν τα κορίτσια, έβαλαν πάλι βενζίνη και πήραν το δρόμο για τις Βρυξέλλες.
Και για να επανέλθουμε στο αρχικό συμπέρασμα, ότι όλα είναι θέμα διάθεσης, ας συγκρίνουμε αυτούς τους γνήσιιους εραστές της ζωής με τον κύριο Tohru Horinuchi, που αγόρασε το 1982 την 4293 και για τα επόμενα 14 χρόνια την πάρκαρε στο σαλόνι του για να τη βλέπει με τους φίλους του, ανάμεσα σε συνθέσεις ικεμπάνα και γεύματα με ωμά ψάρια.
Οι απολαύσεις είναι εδώ για να τις ζούμε, τα αυτοκίνητα δημιουργήθηκαν για να οδηγούνται, δεν είναι γλάστρες να τις βάλεις δίπλα στο τραπεζάκι του καθιστικού. Πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για τη 250 GTO, τη GTO που είναι κόκκινη, τη GTO που είναι ίδια η Φωτιά.
Γ.Π
του Γ Ν. Πολιτη
Η πρωτη κινηση ενός αντρα μολις χωρισει με μια γυναικα, είναι να ανοιξει την ατζεντα με τα τηλεφωνα και να ψαξει ολες τις παλιες αγαπημενες.
Εάν οι μισες είναι παντρεμενες, μαλλον εχει μεγαλωσει. Εάν είναι χωρισμενες με παιδια, μαλλον εχει γερασει. Ευτυχως, δεν εχω φτασει ακομη σε αυτό το σημειο. Βεβαιως υπαρχουν και οι απιστιες. Αυτό γινεται όταν η ατζεντα ανοιγει πριν κλεισει η τρεχουσα σχεση. Καπως ετσι και εγω, ενώ η μονιμη αυτοκινητικη μου σχεση πηγαινε μια χαρα, αρχισα να νοσταλγω το Capri μου, για ένα ταξιδι στην Ευρωπη μετα τις Γιορτες.
Για να μη μεινω σε καμια χιονισμενη αλπικη βουνοκορφη, ηταν αναγκαιο ένα γενικο συμμαζεμα του αυτοκινητου. ΚατΆαρχην εφτιαξα τα φρενα, που πριν από την επισκευη ηταν τρισαθλια. Μετα εγιναν απλως αθλια. Δευτερο μελημα ηταν η επισκευη της εξατμισης. Από τη μανα του, το Capri εβγαινε με εξι καζανακια. Το ειχα παει καποτε σε ένα φιλο εξατμισα για να του ριξει μια ματια και όταν πηγα να το παραλαβω ειχε ξηλωσει τα τεσσερα. Κρατησα τη διευθυνση του για να του στελνω τις κλησεις για θορυβο κι εφυγα. Από τοτε η ακοη μου εχει μειωθει αισθητα, το ιδιο και η υπομονη των γειτονων.
Η προοπτικη ενός μεγαλου ταξιδιου με το συνεχες βουητο να πριονιζει τα τυμπανα ηταν κάθε άλλο παρα ευχαριστη, ετσι εσπευσα παλι στον ιδιο εξατμισα για να ησυχασει το θηριο. Στο δρομο προς τα εκει, μου μυριζε βενζινη. Δεν εδωσα πολλη σημασια, όμως, φτανοντας, ανοιξα το καπο και ειδα πως ειχε κοπει το σωληνακι της βενζινης κι ενας πιδακας ζωτικου υγρου ελουζε το χωρο του κινητηρα. Υπο τους αλλαλαγμους του πανικοβληθεντος μαστορα <<Σβηστο ψηλε, θα παρουμε φωτια, θα καουμε ζωντανοι εδώ μεσα>>, εφτιαξα το σωληνακι, υστερα βαλαμε και δυο ωραια ανοξειδωτα τελικα και, ησυχο πια, αλλα όχι φιμωμενο, πηγα το Capri στο συνεργειο για γενικο σερβις. Πριν βγω στον πηγαιμο για την Ευρωπη, σε μια ανελπιστη κριση ωριμοτητας, ξεκινησα για ενα ταξιδι-δοκιμη ως τη Θεσσαλονικη για να δω αν όλα δουλευαν σωστα. Παραδοξως τα παντα πηγαιναν καλα, τουλαχιστον μεχρι την ευθεια της Κατερινης.
Ειχα ξαπλωσει στο καθισμα, το μοτερ γουργουριζε στις 4500 στροφες, και ο Woodie Guthrie μουρμουριζε στο κασετοφωνο. Προσεξα όμως ένα βομβο που δεν ερχοταν από το κασετοφωνο. Ερχοταν από λιγο χαμηλοτερα, για την ακριβεια γυρω στους δεκαπεντε ποντους πιο χαμηλα. Ακριβως από το σημειο που βρισκεται ο μοχλος των ταχυτητων. Κλεινοντας το κασετοφωνο, ο θορυβος ηταν πιο ξεκαθαρος. Μονο η τεταρτη ηταν ησυχη. Με ολες τις άλλες σχεσεις, και με νεκρα, το σαζμαν τριζοβολαγε σαν να ταρακουνιουνται χαλικια σε ντενεκακι κοκακολας. Κατι κακο ειχε γινει εκει μεσα, κατι ειχε σπασει σε χιλια κομματια. Δεν εβρισα πολύ χυδαια, δεν ξαναρχισα το καπνισμα, απλως εβαλα τεταρτη και συνεχισα.
Στο κεντρο της Θεσσαλονικης διεξαγονταν διαφορες πορειες. Μια για τον ξενοκινητο ιμπερεαλισμο, μια για την αποπομπη του προεδρου της ΠΑΕ Ηρακλης… Κατά συνεπεια η κινηση, που είναι παντα εντονη στην πολη, εκεινο το βραδυ της Παρασκευης ηταν αφορητη. Προνοησα λοιπον να στριψω στον περιφεριακο. Την ιδια ωραια ιδεα φαινεται πως ειχε ολη η πολη. Ετσι εκανα μια ωρα να φτασω στην άλλη της ακρη. Την επομενη βρηκα προς αγραν συνεργειου η βενζιναδικου για να ελεγξω τουλαχιστον αν το κιβωτιο ειχε λαδια. Τα πρωτα πεντε βενζιναδικα που βρηκα δεν ηταν προθυμα να με εξυπηρετησουν. Πιο κατω ηταν ένα παρκινγκ, οπου ενας τυπος σκαλιζε ένα διλιτρο Mirafiori.
Εδώ ειμαστε, ειπα, αυτος θα με καταλαβει. Πραγματι ο ανθρωπος το σηκωσε με ένα γρυλο και μπηκε από κατω, παρα τις εκκλησεις μου να βαλει και δυο τακους μην τρυπησει κανενα πατωμα και του ερθει κολαρο ο Καπρος. Τριαμιση κιλα βαλβολινη πηρε το κιβωτιο, αρα ηταν εντελως αδειο, αρα εκανα πανω από 100 χιλιομετρα με το σαζμαν στεγνο, αρα και το ότι δουλευε ηταν θαυμα. Αφου απεκτησε λαδακια γλυκανε λιγο ο ηχος, αλλα δεν σταματησε τελειως. Η ζημια ειχε γινει. Τα ρουλεμαν, το περιφημο τετραπλουν, κατι από όλα αυτά η όλα μαζι, ειχαν γινει στραγαλια, επειδη η τσιμουχα αναμεσα στο σαζμαν και το μοτερ ειχε παραδωσει το πνευμα. Τις υπολοιπες ημερες που εμεινα στην πολη, εκανα γυρω στα 200 χιλιομετρα χωρις να χασει σταγονα. Αφου λοιπον δεν εχανε και αφου η τεταρτη ηταν μια χαρα, αποφασισα να γυρισω οδηγωντας, μονο με τεταρτη- τι την εχουμε τη ροπη, η τεταρτη του Capri είναι ιδια με την 6η της νεας Celica- και μερικες στασεις για ελεγχο λαδιων. Εβγαλα μια φωτογραφια εξω από το Μυλο, εις αναμνηση του ταξιδιου, και ξεκινησα. Εως την Κατερινη πηγαινα με 120, ελεγξα ξανα τα λαδια δεν ειχε χασει τιποτα. Περασα τα Τεμπη, ανεβηκα στα 150, στη Λαρισα σταματησα για να τα ξανακοιταξω. Σταγονα δεν ετρεχε, η τσιμουχα εμενε προσκολλημενη στη θεση της. Τελικα μονο για μια στιγμη θα ξεσφιξε όταν ανεβαινα, ισως λογω θερμοκρασιας και εφτασε για να γινει η ζημια. Δεν χαλασα το κεφι μου, επιασα μια 180αρα και εβαλα ξανα την κασετα με τον Woodie Guthrie. Σε κατι εργα, που ειχε πιο κατω, εκοψα στις 2000 στροφες παντα με τεταρτη, και με προσπερασε φουριοζικο ένα Punto με τεραστια αυτοκολλητα ΅ΆPuntoΆΆ στις πορτες. Δεν μπορω να καταλαβω τι εξυπηρετει το αυτοκολλητο Punto στην πορτα ενός Punto. Μηπως ο ιδιοκτητης του το μπερδευει με Cadillac και θελει το αυτοκολλητο για να του το θυμιζει; Μηπως εχουν ολοι Punto στη γειτονια του και κοτσαρει την αυτοκολληταρα για να το βρισκει πιο ευκολα; Κοιτωντας το FIAT να απομακρυνεται, περασε φευγαλεα από το μυαλο μου η σκεψη: Τι προτιμουσα; Το Capri με μια και μονη σχεση στο κιβωτιο η ένα καινουριο καταλυτικο GTi;
Μπροστα μου, ο δρομος ειχε νερα, χαιδεψα το γκαζι, ο V6 ανεβασε βαριεστημενα 500 στροφες, τα λαστιχα γλιστρησαν, και ο Καπρος εβγαλε ολη την καμπη ντριφταροντας με μισο γκαζι. Λυθηκαν με μιας ολες οι αποριες.
του Γ Ν. Πολιτη
Ειχε το ποιο υπεροχο χαμογελο που εχω αντικρυσει σε σταθμο διοδιων.Τη στιγμη που της εδινα 3 ευρω για νΆανοιξει τις μπαρες της Αττικης οδου,προσεξα ότι κοιτουσε εντονα το αυτοκινητο μου
-Πολύ ωραιο! Τι μαρκα είναι? Ρωτησε
Φορεσα το καλυτερο βλεμμα μου χαμογελασα ελαφρια,ειπα μαρκα και μοντελο.
-Είναι πολύ παλιο ή μου φαινεται?συνεχισε.
-Αν εισαι 20 τοτε αυτό εχει τα διπλα σου χρονια απαντησα με σιγουρια.
Μου εδωσε την αποδειξη και τα ρεστα κι εκανε άλλη μια ερωτηση.
-Είναι πολύ ομορφο,ξερεις με τι μοιαζει?
Πριν προλαβω να σκεφτω ποια ταινια του Αντονιονι ή του Φ
ελινι ειχε στο νου της, με πυροβολησε.
-Μοιαζει με εκεινα τα παραξενα αυτοκινητα που ειχαν παλια στο Ανατολικο Βερολινο.
Το χαμογελο κοκκαλωσε στα χειλη μου. Ξεροκαταπια.
-Είναι και το μουσταρδι χρωμα, ειπα θελοντας να κρυψω το γκρεμισμενο μου ονειρο.
Χαιρετησα εκλεισα την κουβεντα,εβαλα πρωτη και εφυγα,ανακουφιζοντας οσους ειχαν την εμπνευση να σταθουν στην ιδια λωριδα μΆεμενα και τοση ωρα βλαστημουσαν την τυχη τους για την επιλογη τους.
Ασφαλως και γνωριζω ότι το σχημα και το χρωμα του αυτοκινητου μου δεν φερνει σε lamborghini miura, παρα ταυτα δεν ειχα ποτε σκεφτει ότι μπορει να θυμιζε trabant.
Καποτε στη πολυκατοικια που μεναμε ενας γειτονας, ο κ.Δημητρης, ειχε ένα καφε t.
Το Trabant ηταν το μονο αυτοκινητο που στους πινακες τεχνικων και επιδοσεων δεν ειχε ενδειξη στη μετρηση 0-100km/h.Γιατι δεν μπορουσε να πιασει τα 100.Δεν ειχε και θεση για ραδιοφωνο.
Ο γειτονας το πρωι κρεμουσε ένα τρανζιστορακι στον καθρεπτη.
Απεναντι από τον κατοχο του Trabant εμενε ενας συνταξιουχος στρατιωτικος.Ειχε ένα triumph 2000.
Αυτος λοιπον συνεχεια τον κοροιδευε τον κ.Δημητρη-Δημητρωφ τον φωναζε- για το σαραβαλακι του και επιαναν κουβεντα στον ακαλυπτο της πολυκατοικιας.
Ο ταξικος αυτος διαλογος προχωρουσε στο ζητημα του καπιταλισμου,του μυθου της διαφημισης κι εληγε, συνηθως με το μονιμο επιχειρημα το κ.Δημητρη.
-τεσσερις ροδες το δικο σου, τεσσερις ροδες το δικο μου συνταγματαρχα!!
Εγω τον λυπομουν τον ανθρωπακο που τον δουλευαν, αλλα θεωρουσα εξωφρενικο ότι οντως πιστευε πως όλα τα αυτοκινητ είναι ιδια επειδη εχουν τεσσερις ροδες.
Δεν ηταν σχημα λογου,θα του το ειχαν πει στη καθοδηγηση και το επαναλαμβανε.
Δεν εφταιγε μονο το κομμα. Αν ανοιγατε περιοδικο μοτοσυκλετας το 85-88 θα διαβαζατε διθυραμβους για την jawa 350, τη μοτοσυκλετα που όταν σπρωχνεις το λεβιε των ταχυτητων προς τα πισω,γινεται μανιβελα, και την MZ που στο ρελαντι τρεμει σαν την Αιτνα όταν βλεπει εφιαλτες ο εγκελαδος.
Κι όμως απο μια μεριδα της κοινωνιας εάν τοτε ελεγες ότι οι μηχανες αυτές είναι πρωτογονες,κινδυνευες να χαρακτηρισθεις μισθαρνο οργανο της αντιδρασης.
Τα Trabant μας τελειωσαν,μαζι με τον υπαρκτο σοσιαλισμο- η τελευταια φορα που ειδα ένα να κινειται ηταν στο φιλμ Goodbye Lenin, εκει θα το ειχε δει και η ωραια των διοδιων, όπως μας τελειωσαν τα επισης διχρονα DKW και Wartburg.
Μας εμεινε ο καπιταλισμος και οι πλαστες αναγκες του.
Η πλαστοτητα των οποιων είναι διαχυτη παντου, τα περιφημα <<extra>> των αυτοκινητων είναι ενδεικτικα.
Εκει όμως που το εμποριο ξεπερνα τη φαντασια είναι στα χερια των μικροπωλητων των φαναριων.
Στην αρχη ξεκινησαν με λουλουδια και νερα,συνεχισαν με μπανανες και καφεδες.Μεχρις εδώ καλα.
Υστερα ηρθαν τα καλαμια ψαρεματος και τα ξυλινα τοξα.Κι εκει που πιστευα ότι τα εχω δει όλα,στο φαναρι της Δυρραχιου με την ρθνικη συναντησα έναν νιγηριανο που κρατουσε στα χερια του ένα καφε πλαστικο αστακο.
-Γκρ γκρ ειπε
Πατησε ένα κουμπι, ο αστακος αρχισε να κουναει τα ποδοα του και να παιζει το Φυρ Ελιζ σε ηχο μελοντικας.
Τι είναι αυτό φιλε ρωτησα?
-γκρ ,γκρ 5 ¤ ξαναειπε
Πατησε ένα αλο κουμπι, ο αστακος αρχισε να κουναει τις κεραιες του, ενώ την ιδια στιγμη δυο κοκκινα φωτακια αναβοσβηναν στη θεση των ματιων του
-¤3 γκρ γκρ
-Καλε μου ανθρωπε πουλας ένα καφε πλαστικο αστακο που παιζει Φυρ Ελιζ και αναβοσβηνει. Γεια ποιο λογο να τον θελω, εστω και χαρισμα, εθεσα το ρητορικο μου ερωτημα.
- ¤2 Γκρ γκρ επανελαβε, με το θλιμενο χαμογελο της απογοητευσης, ξεροντας ότι οπου ναΆναι θα αναψει το πρασινο.
Του εδωσα μισο ευρω, τα ρεστα από τα διοδια χωρις φυσικα να παρω τον αστακο.
Ειχα κι εγω ένα θλιμενο χαμογελο. Αμφιβαλλει κανεις πως αν αυριο μια μεγαλη εταιρεια αποφασισει να ριξει στην αγορα καφε πλαστικους αστακους που παιζουν μουσικη θα γεμισουν οι τηλεορασεις από δαυτους,θα ερθουν και οι σοβαροφανεις παρουσιαστες να μας πουν ότι η νεα μοδα δεν είναι τοσο χαζη οσο φαινεται και οι αστακοι θα σπανε ταμεια. Και ο κ. Δημητρης που βλεπει με θλιψη τα συντριμμια του τειχους και νοσταλγει τις θηριωδειε Ανατολικογερμανιδες του στιβου θα κουναει επιτιμητικα το κεφαλι του .
του Γ Ν.Πολιτη
Το πρωτο αληθινα δικο μου αυτοκινητο ηταν μια παλια μπερλινα με μονο δυο ελαττωματα.Ειχε ένα μικρο σκισιμο στο καθισμα και η βαση του προσκεφαλου του οδηγου ειχε σπασει (δεν μπορουσε να σταθει ισια όταν δοκιμαζα να το ανεβασω στο επιθυμητο υψος).
Η επισκευη ηταν σχετικα απλη,όμως διαφοροι ειδημονες με ειχαν παραμυθιασει ότι χρειαζεται ενας αληθινος γνωστης για να την φερει σε περας.Με εστειλαν λοιπον στο μαστρο ταδε με το κλασικο<< θα πας από εμενα>> που λεγεται με τονο τετοιο λες και ο τεχνιτης ασχολειται μονο με οσους πελατες στελνει ο συγκεκριμενος.
Πηγα εκει ο μπαρμπας ειχε μεσα κατι E type κατι Austin Healey,ψαρωσα, ουτε εικοσι δεν ημουν, φυσικα δεν θυμοταν το οονμα αυτου που με εστειλνε.Ειδε το καθισμα.
-Δυσκολη ζημια, αλλα θα τη φτιαξουμε ειπε με στομφο.
-Ποσο κανει ρωτησα διστακτικα.
Ο μπαρμπας τιναχτηκε σαν να ειχε χωσει τα δαχτυλα του στη πριζα,λες και του ειχα βρισει τη μανα η κατι τετοιο.
-Που να ξερω αγορι μου;
Εχοντας αφοπλιστει από την ειλικρινεια, εφυγα χωρις απαντηση στο κρισιμο ερωτημα.
Πεντε μερες χρειαστηκε ο Ρεμπραντ της Βελονας για να επιδιορθωσει το σκισιμο.
Ζητησε μια εξωφρενικη αμοιβη, το ακριβες αντιτιμο της οποιας ευτυχως εχω διαγραψει από το νου μου.
Ηθελε και μια χαρη, να τον πεταξω πιο κατω να παρει κατι από ένα φιλο του.
Το πιο κατω ηταν η απαντηση Πετραλωνα-Νεος Κοσμος, τον πηγα, τον περιμενα μια ωρα να τελειωσει, μου φορτωσε κατι πατσαβουρια στο πορτπαγκαζ και τον ξαναγυρισα πισω. Τοτε προσεξα ότι η δεξια πορτα μου ειχε ένα βουλιαγμα και μια μεγαλη γρατζουνια. Σε μια απιστευτη επιδειξη αστικης ανατροφης ντραπηκα να το πω στον μπαρμπα. Εκανα τη σκεψη ότι αν ηξερε τι ειχε συμβει θα μου το ελεγε μονος του, μπορει κιολας να το εφτιαχνε και μονος του για να μη το δω και στεναχωρηθω. Αρα για να μη μου το πει, δεν θα το ηξερε, οποτε αν του το ελεγα θα νομιζε ότι του ελεγα ψεματα. Το καημενο το γεροντακι πιθανως θα μου εδινε και λεφτα για να το φτιαξω παροτι θα νομιζε ότι τον κλεβω. Τι να εκανα; Να του στερουσα το μεροκαματο;
Ηταν μια τυπικη εκδηλωση της νεανικης ιδεοληψιας η οποια βλεπει κάθε μαστορα ως συνοδοιπορο που μετεχει στην ιδια κοσμοαντιληψη, κατανοει, βοηθαει τη Μεγαλη ιδεα της αυτοκινησης. Κι εγω, μεγαλοθυμος και συμπονετικος, τον λυπηθηκα, δεν ειπα λεξη, πηρα το σημαδεμενο μου αυτοκινητο κι εφυγα.
Στο φαναρι δοκιμασα να σηκωσω το προσκεφαλο. Εκανε ένα κρικ και εγειρε στην προ της επισκευης θεση. Γυρισα να δω τι ειχε συμβει. Στο σημειο που υπηρχε το προβλημα, ο καλλιτεχνης ειχε κοντραρει την πλαστικη βαση με ένα σπιρτοξυλο. Όπως ηταν φυσικο το σπιρτοξυλο εσπασε και ετσι το προσκεφαλο βρεθηκε στην ιδια κατασταση με πριν. Ειχε απλως ένα θρυμματισμενο σπιρτοξυλο στη βαση του. Κι εγω ειχα μια πορτα για βαψιμο.
Τοτε εκανα την πρωτη μου επισκεψη σε μπογιατζη. Ελεγξε τη ζημια, μεθαυριο θα είναι ετοιμο με διαβεβαιωσε, εδωσε και μια ενδεικτικη τιμη, η υποθεση πηγαινε μια χαρα. Του ειπα τον κωδικο του χρωματος, 152 της Glassurit, μη και δεν ηταν τελειο και εχανε η Βενετια βελονι από την αντιθεση, κι εφυγα.
Όταν πηγα να παρω το αυτοκινητο η πορτα ηταν μια χαρα. Όμως ένα μπουκαλι μπυρα, δυο ποτηρια και μια λαδοκολλα με σουβλακια ηταν εγκατεστημενα πανω στο καπο μου. Ο φαναρτζης και οι φιλοι του εκαναν μπαρμπεκιου στην αντικα μου.
Ειπα να μην το κανω θεμα, η γνωστη ηλιθιοτης της ηλικιας. Εφυγα, δεν προλαβα να κανω ένα χιλιομετρο και το αυτοκινητο αρχισε να μπερδευει. Το οργανο της βενζινης εδειχνε μηδεν. Ηξερα όμως ότι ειχα βενζινη, μαλλον θα ειχε κολλησει ο δεικτης, το παθαινε συχνα αυτό. Το χτυπησα με το δαχτυλο μου για να ξεκολλησει. Δεν κουνηθηκε , το μοτερ συνεχισε να μπερδευει και να πνιγεται μεχρι που εσβησε.
Προφανως ο καλος αυτος ανθρωπος η ειχε περασει τη νυχτα κανοντας παντες με το αυτοκινητο μου η στην καλυτερη περιπτωση ειχε απλως κλεψει τη βενζινη μου.
Εσπρωξα το αυτοκινητο σε μιαν ακρη και αρχισα το περπατημα για το βενζιναδικο.
Περασαν εικοσι λεπτα μεχρι να φτασω σε ένα πρατηριο,ο βενζινας ηταν χοντρος,βρωμερος και φορουσε ένα τριμμενο μπλουζακι που ειχε ζωγραφισμενο πανω του ένα γερμανικο κλειδι,μια πενσα κι από κατω ελεγε if it works donΆt fix it. Αν δουλευει μη το φτιαχνεις.
Εκτοτε εκανα αυτό το μοτο σημαια μου.
Αν κατι δουλευει αλλα απλως δεν δουλευει τελεια,αστο όπως είναι. Είναι βεβαιο ότι ο τεχνιτης που θα ασχοληθει με το προβλημα, ασχετως αν θα το λυσει ή όχι, θα προξενησει μια νεα ζημια, η οποια θα είναι κατά τεκμηριο πιο δυσκολη,πιο επιτακτικη και πιο ακριβη από την προηγουμενη για να επισκευαστει.
Δεκ. 2002
υγ.
Αφιερωμενο σε εναν εξαιρετο ανθρωπο που συνηθιζε και συνεχιζει να λεει
ΟΤΙ ΔΟΥΛΕΥΕΙ ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΙΡΑΖΟΥΜΕ
Powered by vBulletin® Version 4.2.3 Copyright © 2024 vBulletin Solutions, Inc. All rights reserved.