nfot
17-01-10, 19:53
Οι κάμερες που χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα είναι δύο ειδών, σταθερές και φορητές. Οι σταθερές κάμερες λειτουργούσαν με πιεζοηλεκτρικές λωρίδες και τώρα πλέον είμαστε στο 50-50 χωρίς να γνωρίζουμε 100% τι θα γίνει με αυτές που τοποθετήθηκαν πρόσφατα (αυτές οι περίπου 300 που αγοράστηκαν τα 2 τελευταία χρόνια).
Οι φορητές κάμερες είναι όλες με ραντάρ, είτε στην K μπάντα (24,125 GHz), είτε μερικές παλαιότερες στην Ku μπάντα (13,45 GΗz).
Για τις σταθερές κάμερες με πιεζοηλεκτρικές λωρίδες, η λύση είναι μόνο το GPS, καθώς δεν ανιχνεύονται από τους ανιχνευτές.
Για τις υπόλοιπες σταθερές κάμερες που είναι με ραντάρ (πχ Α.Ο. και πιθανώς αρκετές από τις καινούργιες, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα μιας και δεν έχουν ενεργοποιηθεί) η λύση του GPS είναι 100% εγγυημένη, αλλά υποχρεώνει τον οδηγό να κόψει στην κάμερα οπωσδήποτε.
Η λύση του ανιχνευτή (αρκεί να γνωρίζει ο οδηγός αν πρόκειται για κάμερα με ή χωρίς ραντάρ) εξυπηρετεί στην αποφυγή εκείνων των καμερών με ραντάρ που είναι ενεργές και στην κίνηση με σταθερή ταχύτητα στις κάμερες που είναι ανενεργές.
Φυσικά, σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει το ενδεχόμενο να έχουν όλες ραντάρ ενεργό, αλλά λίγες να έχουν φωτογραφικό εξοπλισμό στο εσωτερικό, οπότε τα πάντα ανατρέπονται.
Για τις φορητές κάμερες, η λύση είναι μόνο ο ανιχνευτής, τα καλά μάτια και αντανακλαστικά και καμία άλλη. Οι αποστάσεις ανίχνευσης είναι μικρές και ο οδηγός χρειάζεται καλά αντανακλαστικά και ακόμα καλύτερα μάτια για να δει την απειλή και να κόψει με ασφάλεια.
Με βάση τα παραπάνω, η χρήση ανιχνευτή, είναι χρήσιμη, μόνο στις περιπτώσεις που ο οδηγός κινείται σε δρόμο που γνωρίζει πως στήνονται φορητά ραντάρ ή κινούνται περιπολικά με κάμερα on-board.
Συχνότητες που χρησιμοποιούνται
Στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται: η Χ μπάντα σε κάποια παλιά πιστόλια χειρός, η Κ μπάντα σε κάμερες σταθερές και φορητές, όπως και σε πιστόλια και τέλος laser με μήκος κύματος 904 nm στα πιστόλια χειρός.
Ανίχνευση ανιχνευτών
Οι ανιχνευτές (με την εξαίρεση ορισμένων) ανιχνεύονται από ειδικά μηχανήματα.
Για να λειτουργήσουν οι ανιχνευτές, στηρίζονται σε υπερετερώδυνη λειτουργία (κάτι σαν το ραδιόφωνο, αλλά σε πολύ υψηλότερες συχνότητες), πράγμα που σημαίνει πως στο εσωτερικό τους χρησιμοποιούν τοπικό ταλαντωτή (LO – Local Oscillator) που συνήθως παίζει στα 11-13 GHz. Δείτε το σχήμα:
Αν η βαθμίδα εισόδου (RF AMP / LNA) που είναι ένας ενισχυτής με υψηλό κέρδος και χαμηλό θόρυβο, δεν απομονώνει σωστά κεραία με υπόλοιπο κύκλωμα, τότε, ένα μέρος Η/Μ ακτινοβολίας φεύγει από την κεραία η οποία λειτουργεί σαν εκπομπός κεραία, εκτός από δέκτης.
Η ακτινοβολία αυτή προέρχεται από το σήμα που παράγεται στον LO και δεν μπορεί να μείνει μόνο εντός κυκλώματος.
Επίσης, και το υπόλοιπο κύκλωμα δρα σαν κεραία και εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία η οποία μπορεί να ανιχνευθεί σε μικρές όμως αποστάσεις.
Για την εξουδετέρωση αυτής της ακτινοβολίας χρησιμοποιείται αντί για το πλαστικό, το μαγνήσιο σε ορισμένους ανιχνευτές.
Όσοι ανιχνευτές δεν ανιχνεύονται από τους ανιχνευτές ανιχνευτών (πχ Bel STi / -R, Escort 9500 ci κτλ), χρησιμοποιούν εξαιρετικής ποιότητας LNA και θήκες από μαγνήσιο. Το άσχημο είναι πως αυτοί οι ανιχνευτές είναι λίγοι και με την εξαίρεση του STi-R (και αυτό με περιορισμό ως προς την Ku μπάντα) δεν είναι κατάλληλοι για Ευρωπαϊκές συνθήκες.
Κάποιοι ανιχνευτές, όπως το Valentine 1 (V1) και τα τελευταία μοντέλα της Whistler, έχουν καλές επιδόσεις ως προς την ανίχνευσή τους, λόγω βελτίωσης των υλικών. Στην πράξη όμως, ανιχνεύονται από αρκετά μεγάλες αποστάσεις (πχ 100-200 m) για να υπάρχει κίνδυνος από τη χρήση τους σε όσα κράτη χρησιμοποιούν ανιχνευτές ανιχνευτών.
Ανιχνευτής = Radar Detector = RD
Ανιχνευτής Ανιχνευτή = Radar Detector Detector = RDD
Πιστόλια Τροχαίας
Τα πιστόλια της Τροχαίας, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, χρησιμοποιούν laser και οπτικά συστήματα για μέτρηση της ταχύτητας. Υπάρχουν ωστόσο και πιστόλια με χρήση μικροκυμάτων, αλλά πλέον είναι ελάχιστα και εξαιρετικά σπάνιο να τα συναντήσει κανείς.
Για τα πιστόλια με μικροκύματα (χρησιμοποιούν τη μετατόπιση συχνότητας, το γνωστό φαινόμενο Doppler για μέτρηση ταχύτητας), αν κάποιος γνωρίζει ότι χρησιμοποιούνται στην περιοχή του (τα καταλαβαίνουμε γιατί δεν έχουν φακούς στο μπροστά μέρος τους), η μόνη λύση είναι η τύχη και ένας καλός ανιχνευτής που θα ειδοποιήσει αν έχουν σημαδέψει κάποιο προπορευόμενο όχημα.
Αν ο αστυνομικός είναι γάτα, δύσκολα να υπάρξει προειδοποίηση εγκαίρως, αλλά συνήθως, ένας καλός ανιχνευτής όπως το V1 ή τα αντίστοιχα Bel μπορεί να σώσουν τον απρόσεκτο οδηγό, υπό την προϋπόθεση ότι ο αστυνομικός ψάχνει ποσότητα και όχι ποιότητα παραβατών, άρα χτυπάει ανεξέλεγκτα, οπότε οι πολλαπλές ανακλάσεις (άνοιγμα της τάξης των 10-15 deg είναι συνηθισμένο σε αυτά τα πιστόλια) θα φτάσουν μέχρι τον ανιχνευτή.
Τα πιστόλια με laser βασίζονται σε άλλη αρχή λειτουργίας.
Στέλνουν παλμούς με συγκεκριμένο ρυθμό και μετράνε το χρόνο που χρειάζεται οι παλμοί να ταξιδέψουν από το πιστόλι, στο αυτοκίνητο και ξανά πίσω.
Μετρούν δηλαδή πώς μεταβάλλεται η απόσταση με το χρόνο.
Επειδή ο αριθμός των παλμών είναι αρκετά μεγάλος, της τάξης των εκατοντάδων παλμών ανά δευτερόλεπτο, και επειδή χρειάζεται ένα ποσοστό αυτών να επιστρέψει για να έχουμε ένδειξη ταχύτητας, η μέτρηση μπορεί να γίνει σχεδόν ακαριαία (στιγμιαία ταχύτητα), δηλαδή σε 0,3 s κατΆ ελάχιστον (τόσο δίνουν ως τυπικό χρόνο μέτρησης οι εταιρείες κατασκευής των πιστολιών) έως 1-2-3 s κατά μέγιστον (τόσος γίνεται ο χρόνος σε άσχημες καιρικές συνθήκες και ελάχιστα ανακλαστικό όχημα).
Το άνοιγμα της δέσμης ενός laser πιστολιού είναι της τάξης των 2,5-3 mrad, δηλαδή 25-30 cm / 100 m απόσταση.
ΓιΆ αυτό και μπορούν να πάρουν μέτρηση ξεχωρίζοντας διαφορετικά αυτοκίνητα, οπότε αυτός είναι και ο λόγος που προτιμάται το laser έναντι του μικροκυματικού ραντάρ.
Για την αντιμετώπιση των πιστολιών με μικροκύματα, υπάρχουν διάφορες λύσεις.
Η μία είναι η καταγραφή των τοποθεσιών που έχουν εντοπιστεί μπλόκα της τροχαίας με χρήση του GPS, οπότε ο οδηγός κόβει σε κάθε πιθανό σημείο.
Άλλη λύση είναι η χρήση κάποιου παρεμβολέα ή αλλιώς jammer. Jammer για αντιμετώπιση μικροκυματικών πιστολιών υπάρχουν, αλλά είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρει κάποιος να αγοράσει, είναι εξαιρετικά ακριβοί, βγαίνουν εκτός ρυθμίσεων πολύ γρήγορα και χρειάζονται service και τέλος, έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα απέναντι στα σύγχρονα πιστόλια.
ΓιΆ αυτό και η λύση αυτή είναι αδόκιμη και μόνο στο GPS και στην έγκαιρη προειδοποίηση από τον RD στηρίζονται οι οδηγοί, όπου χρησιμοποιούνται αυτά τα πιστόλια.
Για την αντιμετώπιση των πιστολιών με laser η χρήση GPS είναι η πλέον συνηθισμένη και είναι εξαιρετικά αποτελεσματική.
Jammer χρησιμοποιούνται μιας και η παρεμβολή είναι πολύ εύκολη, αλλά χρειάζεται λίγη προσοχή.
Πολλά πιστόλια έχουν ενσωματωμένες λειτουργίες ψηφιακής επεξεργασίας σήματος (DSP) που δείχνουν αν χρησιμοποιείται ή όχι jammer.
Με τα σημερινά δεδομένα της Ελλάδος, που πλέον χρησιμοποιούνται τα καλύτερα πιστόλια laser στον κόσμο (Traffipatrol XR και έρχεται μέχρι τέλους του έτους το LΤi Truspeed EU) η λύση του jammer χρειάζεται προσοχή.
Μόνο 2 μοντέλα είναι αποτελεσματικά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων και ένα τρίτο, παρουσιάζει ικανοποιητική απόδοση, αλλά όχι ακόμα πλήρως ικανοποιητική ώστε να συνιστάται η χρήση του.
Η λύση του ανιχνευτή, είναι πλέον αναποτελεσματική για δύο λόγους.
Αφενός, η ανίχνευση ενός πιστολιού σημαίνει πως σε μετράνε στο 99% των περιπτώσεων και αφετέρου, με τα νέα πιστόλια, η ίδια η ανίχνευση δεν είναι καθόλου σίγουρη (όχι πως ήταν παλαιότερα).
Ενώ, λοιπόν, με τα μέχρι σήμερα πιστόλια ο καλύτερος ανιχνευτής στα laser, το V1, έδινε κάποια, μικρή έστω, πιθανότητα να ανιχνεύσουμε το laser που χτυπά προπορευόμενο αυτοκίνητο (βλ. δημοσίευση του Professeur), σήμερα το V1 έχει μικρές πιθανότητες να ανιχνεύσει το TP XR ακόμα και αν το χτυπά απευθείας.
Για τους υπόλοιπους ανιχνευτές δεν το συζητάμε. Μόνο το Escort X50 euro έχει αποδεδειγμένα ικανότητα να ανιχνεύει όλα τα νέα πιστόλια, αλλά και πάλι, ανίχνευση σημαίνει κατά 99% ότι σε έχουν μετρήσει ήδη (μέτρηση σε χρόνο < 1 s).
Το πώς δουλεύουν τα jammer είναι πολύ απλό και ταυτοχρόνως πολύ σύνθετο.
Μετρούν τους παλμούς που έρχονται από το πιστόλι, οπότε γνωρίζουν ποιο πιστόλι αντιμετωπίζουν και ρυθμίζουν τη δικιά τους εκπομπή ώστε οι παλμοί να πέφτουν ανάμεσα στους παλμούς που περιμένει να λάβει το πιστόλι.
Πιο επεξηγηματικά:
Το πιστόλι στέλνει πχ 100 παλμούς / s (100 pps που είναι ο ρυθμός για το απλό και παλιό TP – Traffipatrol, αλλά και μερικά Ultralyte 100 – αυτά τα μαύρα με τη γαλάζια ρίγα στο πλάι – όσα έχουν έρθει από παραγγελίες για Αυστραλία ή Ν. Αφρική) και ο στόχος βρίσκεται σε απόσταση 300 m (τυπική απόσταση για Ελλάδα και βολική για πράξεις). Θεωρώντας πως το φως ταξιδεύει με 300.000 Km/s (για ευκολία στις πράξεις τα νούμερα), τότε, έχουμε ότι ο χρόνος πιστόλι-αυτοκίνητο είναι: t = d / v = 300 m / 300.000.000 m/s = 0,000001 s. Ο ολικός χρόνος πιστόλι-αυτοκίνητο-πιστόλι είναι 0,000002 s.
Αν το jammer στέλνει παλμούς με ελάχιστη διαφορά χρόνου (πχ το πιστόλι λαμβάνει παλμούς από 0,000001 μέχρι 0,000003 s), αλλά μέσα στο παράθυρο λήψης (για αυτό αργότερα), τότε, το πιστόλι θα μπερδευτεί καθώς θα λαμβάνει διαφορετικές και περίεργες αποστάσεις, οπότε και δε θα μπορεί να δώσει σωστή ταχύτητα για το αυτοκίνητο, μιας και θα πετάει τα δεδομένα ως λανθασμένα (όσοι έχουν κάνει εργαστήρια και μετρούσαν g = 15 m/s^2 έκαναν ακριβώς αυτή τη διαδικασία για να λάβουν το αναμενόμενο 10 m/s^2).
Στην πράξη, ένα πιστόλι που στέλνει 100 pps απαιτεί να λάβει 30+ έγκυρους παλμούς (δηλαδή 30 τουλάχιστον παλμούς που δίνουν κοντινές ταχύτητες).
Για παράδειγμα, το TP απαιτεί 40 παλμούς οπωσδήποτε, οπότε αν λάβει ακόμα και 39 έγκυρους ξεκινάει τη διαδικασία από την αρχή, γεγονός που πολλές φορές αναγκάζει τον αστυνομικό να προσπαθεί για αρκετή ώρα να πάρει μέτρηση (θα το δείτε πιο συχνά από τα υπόλοιπα πιστόλια σε τρίποδο για σταθερότητα ή ακουμπισμένο στην πόρτα του περιπολικού).
Άλλα πιστόλια συνεχίζουν τη διαδικασία χωρίς να ξεκινούν από την αρχή, οπότε είναι πιο εύκολο να δείξουν ένδειξη.
Ας δούμε τώρα, το παράθυρο λήψης και το πώς το πιστόλι αντιλαμβάνεται αν χρησιμοποιείται jammer ή όχι. Ένα πιστόλι, είναι κατασκευασμένο για να μετράει στόχους σε συγκεκριμένες αποστάσεις.
Ας υποθέσουμε ότι ένα πιστόλι μετράει αποστάσεις 30 m – 1.500 m.
Ο χρόνος που κάνει ο παλμός να φτάσει στο στόχο και να γυρίσει πίσω είναι 0,0000001 – 0,000005 s.
Αυτό είναι και το παράθυρο λήψη του πιστολιού, δηλαδή το χρονικό διάστημα που περιμένει το πιστόλι να λάβει τους ανακλώμενους παλμούς.
Αν το jammer στέλνει ακατάστατα παλμούς, κάποιοι παλμοί θα βρεθούν εκτός αυτού του παραθύρου, οπότε το πιστόλι, έχει μια σαφή ένδειξη για τη χρήση του jammer.
Επίσης, πολλοί αλλοπρόσαλλα χρονισμένοι παλμοί με ίδια, παρομοίως μεταβαλλόμενη ισχύ, διαφορετικοί από τους επίσης πολλούς ανακλώμενους παλμούς με παρομοίως μεταβαλλόμενη ισχύ, δίνουν ένδειξη ότι χρησιμοποιείται jammer.
Φυσικά, τα κόλπα των εταιρειών δεν εξαντλούνται εδώ, αλλά είναι αρκετά και πιο σύνθετα και όσοι έχουν ασχοληθεί με DSP θα μπορούσαν να σκεφθούν πολλούς τρόπους για να ανιχνεύσουμε τις εξωτερικές παρεμβολές.
Μέθοδοι παρεμβολής
Υπάρχουν 3 μέθοδοι παρεμβολής:
1. Brute force
2. Generic
3. Look up table
Η κατάταξη έγινε με σειρά εξέλιξης τεχνολογίας και αποτελεσματικότητας.
1. Η μέθοδος brute force στηρίζεται στην εκπομπή παλμών με μεγάλη ταχύτητα (πχ 2.000 pps) με σκοπό κάποιοι παλμοί να πέσουν μέσα στο παράθυρο λήψης του πιστολιού. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου αυτής είναι καλή στα παλαιότερα πιστόλια και σε αρκετά καινούργια. Δυστυχώς όμως, στα περισσότερα, αν όχι σε όλα τα σημερινά πιστόλια laser, η μέθοδος αυτή παρουσιάζει ένδειξη JAMMING, οπότε ο χρήστης ενός τέτοιου jammer σίγουρα ανακαλύπτεται.
2. Η μέθοδος generic στηρίζεται στη μέτρηση των παλμών που εκπέμπει το πιστόλι και στην προσπάθεια παρεμβολής του με παρόμοιο ρυθμό παλμών από το jammer. Οποιοδήποτε πιστόλι και να χρησιμοποιείται, το μόνο που αλλάζει στο jammer είναι ο ρυθμός αποστολής παλμών, το pps, και όχι το σχήμα των παλμών μετάδοσης. Σε αυτή τη μέθοδο στηρίζονται πολλά jammers σήμερα, αλλά δεν είναι πάντοτε αποτελεσματική, ούτε εξασφαλίζει απουσία ένδειξης JAMMING.
3. Η μέθοδος look up table στηρίζεται σε μέτρηση των παλμών του πιστολιού και στην αντιστοίχηση παλμών – πιστόλι από έναν πίνακα εσωτερικά αποθηκευμένο στη μνήμη του jammer. Αν το jammer έχει αποθηκευμένο το πιστόλι, εφαρμόζει μια συγκεκριμένη μορφή παλμών, κατασκευασμένη ειδικά για το συγκεκριμένο πιστόλι, ώστε να το παρεμβάλει αποτελεσματικά και χωρίς ενδείξεις παρεμβολής.
Στην πράξη, η μέθοδος brute force έχει εγκαταληφθεί και μόνο σε ερευνητικά project θα τη συναντήσουμε σήμερα, όπως και σε παλιά jammers που ακόμα τα καταφέρνουν με προηγούμενης γενιάς πιστόλια.
Παράδειγμα τέτοιου jammer είναι το Target LE-10 που άνετα αντιμετωπίζει τα πιστόλια στην Ελλάδα (εκτός TP XR), παρουσιάζοντας όμως ένδειξη JAMMING σε ΟΛΑ εκτός των PL II, III που δεν έχουν τέτοια ένδειξη.
Οι φορητές κάμερες είναι όλες με ραντάρ, είτε στην K μπάντα (24,125 GHz), είτε μερικές παλαιότερες στην Ku μπάντα (13,45 GΗz).
Για τις σταθερές κάμερες με πιεζοηλεκτρικές λωρίδες, η λύση είναι μόνο το GPS, καθώς δεν ανιχνεύονται από τους ανιχνευτές.
Για τις υπόλοιπες σταθερές κάμερες που είναι με ραντάρ (πχ Α.Ο. και πιθανώς αρκετές από τις καινούργιες, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα μιας και δεν έχουν ενεργοποιηθεί) η λύση του GPS είναι 100% εγγυημένη, αλλά υποχρεώνει τον οδηγό να κόψει στην κάμερα οπωσδήποτε.
Η λύση του ανιχνευτή (αρκεί να γνωρίζει ο οδηγός αν πρόκειται για κάμερα με ή χωρίς ραντάρ) εξυπηρετεί στην αποφυγή εκείνων των καμερών με ραντάρ που είναι ενεργές και στην κίνηση με σταθερή ταχύτητα στις κάμερες που είναι ανενεργές.
Φυσικά, σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει το ενδεχόμενο να έχουν όλες ραντάρ ενεργό, αλλά λίγες να έχουν φωτογραφικό εξοπλισμό στο εσωτερικό, οπότε τα πάντα ανατρέπονται.
Για τις φορητές κάμερες, η λύση είναι μόνο ο ανιχνευτής, τα καλά μάτια και αντανακλαστικά και καμία άλλη. Οι αποστάσεις ανίχνευσης είναι μικρές και ο οδηγός χρειάζεται καλά αντανακλαστικά και ακόμα καλύτερα μάτια για να δει την απειλή και να κόψει με ασφάλεια.
Με βάση τα παραπάνω, η χρήση ανιχνευτή, είναι χρήσιμη, μόνο στις περιπτώσεις που ο οδηγός κινείται σε δρόμο που γνωρίζει πως στήνονται φορητά ραντάρ ή κινούνται περιπολικά με κάμερα on-board.
Συχνότητες που χρησιμοποιούνται
Στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται: η Χ μπάντα σε κάποια παλιά πιστόλια χειρός, η Κ μπάντα σε κάμερες σταθερές και φορητές, όπως και σε πιστόλια και τέλος laser με μήκος κύματος 904 nm στα πιστόλια χειρός.
Ανίχνευση ανιχνευτών
Οι ανιχνευτές (με την εξαίρεση ορισμένων) ανιχνεύονται από ειδικά μηχανήματα.
Για να λειτουργήσουν οι ανιχνευτές, στηρίζονται σε υπερετερώδυνη λειτουργία (κάτι σαν το ραδιόφωνο, αλλά σε πολύ υψηλότερες συχνότητες), πράγμα που σημαίνει πως στο εσωτερικό τους χρησιμοποιούν τοπικό ταλαντωτή (LO – Local Oscillator) που συνήθως παίζει στα 11-13 GHz. Δείτε το σχήμα:
Αν η βαθμίδα εισόδου (RF AMP / LNA) που είναι ένας ενισχυτής με υψηλό κέρδος και χαμηλό θόρυβο, δεν απομονώνει σωστά κεραία με υπόλοιπο κύκλωμα, τότε, ένα μέρος Η/Μ ακτινοβολίας φεύγει από την κεραία η οποία λειτουργεί σαν εκπομπός κεραία, εκτός από δέκτης.
Η ακτινοβολία αυτή προέρχεται από το σήμα που παράγεται στον LO και δεν μπορεί να μείνει μόνο εντός κυκλώματος.
Επίσης, και το υπόλοιπο κύκλωμα δρα σαν κεραία και εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία η οποία μπορεί να ανιχνευθεί σε μικρές όμως αποστάσεις.
Για την εξουδετέρωση αυτής της ακτινοβολίας χρησιμοποιείται αντί για το πλαστικό, το μαγνήσιο σε ορισμένους ανιχνευτές.
Όσοι ανιχνευτές δεν ανιχνεύονται από τους ανιχνευτές ανιχνευτών (πχ Bel STi / -R, Escort 9500 ci κτλ), χρησιμοποιούν εξαιρετικής ποιότητας LNA και θήκες από μαγνήσιο. Το άσχημο είναι πως αυτοί οι ανιχνευτές είναι λίγοι και με την εξαίρεση του STi-R (και αυτό με περιορισμό ως προς την Ku μπάντα) δεν είναι κατάλληλοι για Ευρωπαϊκές συνθήκες.
Κάποιοι ανιχνευτές, όπως το Valentine 1 (V1) και τα τελευταία μοντέλα της Whistler, έχουν καλές επιδόσεις ως προς την ανίχνευσή τους, λόγω βελτίωσης των υλικών. Στην πράξη όμως, ανιχνεύονται από αρκετά μεγάλες αποστάσεις (πχ 100-200 m) για να υπάρχει κίνδυνος από τη χρήση τους σε όσα κράτη χρησιμοποιούν ανιχνευτές ανιχνευτών.
Ανιχνευτής = Radar Detector = RD
Ανιχνευτής Ανιχνευτή = Radar Detector Detector = RDD
Πιστόλια Τροχαίας
Τα πιστόλια της Τροχαίας, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, χρησιμοποιούν laser και οπτικά συστήματα για μέτρηση της ταχύτητας. Υπάρχουν ωστόσο και πιστόλια με χρήση μικροκυμάτων, αλλά πλέον είναι ελάχιστα και εξαιρετικά σπάνιο να τα συναντήσει κανείς.
Για τα πιστόλια με μικροκύματα (χρησιμοποιούν τη μετατόπιση συχνότητας, το γνωστό φαινόμενο Doppler για μέτρηση ταχύτητας), αν κάποιος γνωρίζει ότι χρησιμοποιούνται στην περιοχή του (τα καταλαβαίνουμε γιατί δεν έχουν φακούς στο μπροστά μέρος τους), η μόνη λύση είναι η τύχη και ένας καλός ανιχνευτής που θα ειδοποιήσει αν έχουν σημαδέψει κάποιο προπορευόμενο όχημα.
Αν ο αστυνομικός είναι γάτα, δύσκολα να υπάρξει προειδοποίηση εγκαίρως, αλλά συνήθως, ένας καλός ανιχνευτής όπως το V1 ή τα αντίστοιχα Bel μπορεί να σώσουν τον απρόσεκτο οδηγό, υπό την προϋπόθεση ότι ο αστυνομικός ψάχνει ποσότητα και όχι ποιότητα παραβατών, άρα χτυπάει ανεξέλεγκτα, οπότε οι πολλαπλές ανακλάσεις (άνοιγμα της τάξης των 10-15 deg είναι συνηθισμένο σε αυτά τα πιστόλια) θα φτάσουν μέχρι τον ανιχνευτή.
Τα πιστόλια με laser βασίζονται σε άλλη αρχή λειτουργίας.
Στέλνουν παλμούς με συγκεκριμένο ρυθμό και μετράνε το χρόνο που χρειάζεται οι παλμοί να ταξιδέψουν από το πιστόλι, στο αυτοκίνητο και ξανά πίσω.
Μετρούν δηλαδή πώς μεταβάλλεται η απόσταση με το χρόνο.
Επειδή ο αριθμός των παλμών είναι αρκετά μεγάλος, της τάξης των εκατοντάδων παλμών ανά δευτερόλεπτο, και επειδή χρειάζεται ένα ποσοστό αυτών να επιστρέψει για να έχουμε ένδειξη ταχύτητας, η μέτρηση μπορεί να γίνει σχεδόν ακαριαία (στιγμιαία ταχύτητα), δηλαδή σε 0,3 s κατΆ ελάχιστον (τόσο δίνουν ως τυπικό χρόνο μέτρησης οι εταιρείες κατασκευής των πιστολιών) έως 1-2-3 s κατά μέγιστον (τόσος γίνεται ο χρόνος σε άσχημες καιρικές συνθήκες και ελάχιστα ανακλαστικό όχημα).
Το άνοιγμα της δέσμης ενός laser πιστολιού είναι της τάξης των 2,5-3 mrad, δηλαδή 25-30 cm / 100 m απόσταση.
ΓιΆ αυτό και μπορούν να πάρουν μέτρηση ξεχωρίζοντας διαφορετικά αυτοκίνητα, οπότε αυτός είναι και ο λόγος που προτιμάται το laser έναντι του μικροκυματικού ραντάρ.
Για την αντιμετώπιση των πιστολιών με μικροκύματα, υπάρχουν διάφορες λύσεις.
Η μία είναι η καταγραφή των τοποθεσιών που έχουν εντοπιστεί μπλόκα της τροχαίας με χρήση του GPS, οπότε ο οδηγός κόβει σε κάθε πιθανό σημείο.
Άλλη λύση είναι η χρήση κάποιου παρεμβολέα ή αλλιώς jammer. Jammer για αντιμετώπιση μικροκυματικών πιστολιών υπάρχουν, αλλά είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρει κάποιος να αγοράσει, είναι εξαιρετικά ακριβοί, βγαίνουν εκτός ρυθμίσεων πολύ γρήγορα και χρειάζονται service και τέλος, έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα απέναντι στα σύγχρονα πιστόλια.
ΓιΆ αυτό και η λύση αυτή είναι αδόκιμη και μόνο στο GPS και στην έγκαιρη προειδοποίηση από τον RD στηρίζονται οι οδηγοί, όπου χρησιμοποιούνται αυτά τα πιστόλια.
Για την αντιμετώπιση των πιστολιών με laser η χρήση GPS είναι η πλέον συνηθισμένη και είναι εξαιρετικά αποτελεσματική.
Jammer χρησιμοποιούνται μιας και η παρεμβολή είναι πολύ εύκολη, αλλά χρειάζεται λίγη προσοχή.
Πολλά πιστόλια έχουν ενσωματωμένες λειτουργίες ψηφιακής επεξεργασίας σήματος (DSP) που δείχνουν αν χρησιμοποιείται ή όχι jammer.
Με τα σημερινά δεδομένα της Ελλάδος, που πλέον χρησιμοποιούνται τα καλύτερα πιστόλια laser στον κόσμο (Traffipatrol XR και έρχεται μέχρι τέλους του έτους το LΤi Truspeed EU) η λύση του jammer χρειάζεται προσοχή.
Μόνο 2 μοντέλα είναι αποτελεσματικά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων και ένα τρίτο, παρουσιάζει ικανοποιητική απόδοση, αλλά όχι ακόμα πλήρως ικανοποιητική ώστε να συνιστάται η χρήση του.
Η λύση του ανιχνευτή, είναι πλέον αναποτελεσματική για δύο λόγους.
Αφενός, η ανίχνευση ενός πιστολιού σημαίνει πως σε μετράνε στο 99% των περιπτώσεων και αφετέρου, με τα νέα πιστόλια, η ίδια η ανίχνευση δεν είναι καθόλου σίγουρη (όχι πως ήταν παλαιότερα).
Ενώ, λοιπόν, με τα μέχρι σήμερα πιστόλια ο καλύτερος ανιχνευτής στα laser, το V1, έδινε κάποια, μικρή έστω, πιθανότητα να ανιχνεύσουμε το laser που χτυπά προπορευόμενο αυτοκίνητο (βλ. δημοσίευση του Professeur), σήμερα το V1 έχει μικρές πιθανότητες να ανιχνεύσει το TP XR ακόμα και αν το χτυπά απευθείας.
Για τους υπόλοιπους ανιχνευτές δεν το συζητάμε. Μόνο το Escort X50 euro έχει αποδεδειγμένα ικανότητα να ανιχνεύει όλα τα νέα πιστόλια, αλλά και πάλι, ανίχνευση σημαίνει κατά 99% ότι σε έχουν μετρήσει ήδη (μέτρηση σε χρόνο < 1 s).
Το πώς δουλεύουν τα jammer είναι πολύ απλό και ταυτοχρόνως πολύ σύνθετο.
Μετρούν τους παλμούς που έρχονται από το πιστόλι, οπότε γνωρίζουν ποιο πιστόλι αντιμετωπίζουν και ρυθμίζουν τη δικιά τους εκπομπή ώστε οι παλμοί να πέφτουν ανάμεσα στους παλμούς που περιμένει να λάβει το πιστόλι.
Πιο επεξηγηματικά:
Το πιστόλι στέλνει πχ 100 παλμούς / s (100 pps που είναι ο ρυθμός για το απλό και παλιό TP – Traffipatrol, αλλά και μερικά Ultralyte 100 – αυτά τα μαύρα με τη γαλάζια ρίγα στο πλάι – όσα έχουν έρθει από παραγγελίες για Αυστραλία ή Ν. Αφρική) και ο στόχος βρίσκεται σε απόσταση 300 m (τυπική απόσταση για Ελλάδα και βολική για πράξεις). Θεωρώντας πως το φως ταξιδεύει με 300.000 Km/s (για ευκολία στις πράξεις τα νούμερα), τότε, έχουμε ότι ο χρόνος πιστόλι-αυτοκίνητο είναι: t = d / v = 300 m / 300.000.000 m/s = 0,000001 s. Ο ολικός χρόνος πιστόλι-αυτοκίνητο-πιστόλι είναι 0,000002 s.
Αν το jammer στέλνει παλμούς με ελάχιστη διαφορά χρόνου (πχ το πιστόλι λαμβάνει παλμούς από 0,000001 μέχρι 0,000003 s), αλλά μέσα στο παράθυρο λήψης (για αυτό αργότερα), τότε, το πιστόλι θα μπερδευτεί καθώς θα λαμβάνει διαφορετικές και περίεργες αποστάσεις, οπότε και δε θα μπορεί να δώσει σωστή ταχύτητα για το αυτοκίνητο, μιας και θα πετάει τα δεδομένα ως λανθασμένα (όσοι έχουν κάνει εργαστήρια και μετρούσαν g = 15 m/s^2 έκαναν ακριβώς αυτή τη διαδικασία για να λάβουν το αναμενόμενο 10 m/s^2).
Στην πράξη, ένα πιστόλι που στέλνει 100 pps απαιτεί να λάβει 30+ έγκυρους παλμούς (δηλαδή 30 τουλάχιστον παλμούς που δίνουν κοντινές ταχύτητες).
Για παράδειγμα, το TP απαιτεί 40 παλμούς οπωσδήποτε, οπότε αν λάβει ακόμα και 39 έγκυρους ξεκινάει τη διαδικασία από την αρχή, γεγονός που πολλές φορές αναγκάζει τον αστυνομικό να προσπαθεί για αρκετή ώρα να πάρει μέτρηση (θα το δείτε πιο συχνά από τα υπόλοιπα πιστόλια σε τρίποδο για σταθερότητα ή ακουμπισμένο στην πόρτα του περιπολικού).
Άλλα πιστόλια συνεχίζουν τη διαδικασία χωρίς να ξεκινούν από την αρχή, οπότε είναι πιο εύκολο να δείξουν ένδειξη.
Ας δούμε τώρα, το παράθυρο λήψης και το πώς το πιστόλι αντιλαμβάνεται αν χρησιμοποιείται jammer ή όχι. Ένα πιστόλι, είναι κατασκευασμένο για να μετράει στόχους σε συγκεκριμένες αποστάσεις.
Ας υποθέσουμε ότι ένα πιστόλι μετράει αποστάσεις 30 m – 1.500 m.
Ο χρόνος που κάνει ο παλμός να φτάσει στο στόχο και να γυρίσει πίσω είναι 0,0000001 – 0,000005 s.
Αυτό είναι και το παράθυρο λήψη του πιστολιού, δηλαδή το χρονικό διάστημα που περιμένει το πιστόλι να λάβει τους ανακλώμενους παλμούς.
Αν το jammer στέλνει ακατάστατα παλμούς, κάποιοι παλμοί θα βρεθούν εκτός αυτού του παραθύρου, οπότε το πιστόλι, έχει μια σαφή ένδειξη για τη χρήση του jammer.
Επίσης, πολλοί αλλοπρόσαλλα χρονισμένοι παλμοί με ίδια, παρομοίως μεταβαλλόμενη ισχύ, διαφορετικοί από τους επίσης πολλούς ανακλώμενους παλμούς με παρομοίως μεταβαλλόμενη ισχύ, δίνουν ένδειξη ότι χρησιμοποιείται jammer.
Φυσικά, τα κόλπα των εταιρειών δεν εξαντλούνται εδώ, αλλά είναι αρκετά και πιο σύνθετα και όσοι έχουν ασχοληθεί με DSP θα μπορούσαν να σκεφθούν πολλούς τρόπους για να ανιχνεύσουμε τις εξωτερικές παρεμβολές.
Μέθοδοι παρεμβολής
Υπάρχουν 3 μέθοδοι παρεμβολής:
1. Brute force
2. Generic
3. Look up table
Η κατάταξη έγινε με σειρά εξέλιξης τεχνολογίας και αποτελεσματικότητας.
1. Η μέθοδος brute force στηρίζεται στην εκπομπή παλμών με μεγάλη ταχύτητα (πχ 2.000 pps) με σκοπό κάποιοι παλμοί να πέσουν μέσα στο παράθυρο λήψης του πιστολιού. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου αυτής είναι καλή στα παλαιότερα πιστόλια και σε αρκετά καινούργια. Δυστυχώς όμως, στα περισσότερα, αν όχι σε όλα τα σημερινά πιστόλια laser, η μέθοδος αυτή παρουσιάζει ένδειξη JAMMING, οπότε ο χρήστης ενός τέτοιου jammer σίγουρα ανακαλύπτεται.
2. Η μέθοδος generic στηρίζεται στη μέτρηση των παλμών που εκπέμπει το πιστόλι και στην προσπάθεια παρεμβολής του με παρόμοιο ρυθμό παλμών από το jammer. Οποιοδήποτε πιστόλι και να χρησιμοποιείται, το μόνο που αλλάζει στο jammer είναι ο ρυθμός αποστολής παλμών, το pps, και όχι το σχήμα των παλμών μετάδοσης. Σε αυτή τη μέθοδο στηρίζονται πολλά jammers σήμερα, αλλά δεν είναι πάντοτε αποτελεσματική, ούτε εξασφαλίζει απουσία ένδειξης JAMMING.
3. Η μέθοδος look up table στηρίζεται σε μέτρηση των παλμών του πιστολιού και στην αντιστοίχηση παλμών – πιστόλι από έναν πίνακα εσωτερικά αποθηκευμένο στη μνήμη του jammer. Αν το jammer έχει αποθηκευμένο το πιστόλι, εφαρμόζει μια συγκεκριμένη μορφή παλμών, κατασκευασμένη ειδικά για το συγκεκριμένο πιστόλι, ώστε να το παρεμβάλει αποτελεσματικά και χωρίς ενδείξεις παρεμβολής.
Στην πράξη, η μέθοδος brute force έχει εγκαταληφθεί και μόνο σε ερευνητικά project θα τη συναντήσουμε σήμερα, όπως και σε παλιά jammers που ακόμα τα καταφέρνουν με προηγούμενης γενιάς πιστόλια.
Παράδειγμα τέτοιου jammer είναι το Target LE-10 που άνετα αντιμετωπίζει τα πιστόλια στην Ελλάδα (εκτός TP XR), παρουσιάζοντας όμως ένδειξη JAMMING σε ΟΛΑ εκτός των PL II, III που δεν έχουν τέτοια ένδειξη.