Stamatis
02-06-13, 23:04
Ηρθε η ώρα λοιπόν, να πούμε και για τις κοντές.
Πιστεύω μετά απο αυτό να καταλάβετε το κόλλημα.
Είχα κάποτε ξεκινήσει ένα τραινάκι με γκόμενες, όπου απο την μία έπιανα άλλη.
Είχα ξεκινήσει με μια Πηγή που το είχε κάνει Πέγκυ.
Απο αυτήν γνώρισα την Αναστασία, που δεν έλεγε καλά το "ρ" και απο αυτήν γνώρισα μια Αγγελική που το είχε κάνει Αντζελα.
Ενα βράδυ στο παλατάκι στο Χαϊδάρι που είχαμε πάει για βόλτα, μας σερβίρισε η Γιώτα, της οποίας το όνομα δεν το ήξερα ακόμα, αλλά το έμαθα την επόμενη μέρα που πήγα μόνος μου και της την έπεσα.
Απο τη Γιώτα πέρασα στη Νάνσυ, που ήθελε να γίνει νηπιαγωγός, αλλά δεν είχε καταφέρει να περάσει στις πανελλήνιες και δούλευε και αυτή γκαρσόνα στο ίδιο μαγαζί και τελικά ο κύκλος έκλεισε με την Ζωή, που ήθελε να γίνει γυναίκα μου.
Εφυγα τρέχοντας ένα βράδυ απο το σπίτι της πίσω απο το καπνεργοστάσιο στη Λένορμαν, ένα ωραίο σπιτάκι, ημιυπόγειο σε μια πολυκατοικία που έβλεπε πεζοδρόμιο και με βόλευε γιατί πάρκαρα μπροστά στο παράθυρο τη μηχανή μου και έριχνα ματιές ότι είναι ακομα εκεί τα βράδυα.
Στεναχωρήθηκα για τη Ζωή, γιατί μου το έχωσε πολύ απότομα το δίλημμα και έφυγα για το κέντρο να τα πιώ.
Εκεί στην πλατεία Μαβίλη γνώρισα μια απίθανη τύπισσα, της οποίας το όνομα δεν θυμάμαι όσο και να προσπαθώ, παρόλο που βρεθήκαμε τρείς βραδιές σερί στου Λώρα και την τέταρτη ενωθήκαμε σε μια πλαγιά του Λυκαβηττού.
Ηταν όχι πάνω απο 1.60, ούτε κάτω απο 1.50, με μαύρα ριχτά μαλλιά στο πρόσωπο και μεγάλη ουρά πίσω, φορούσε τζην μπουφάν και παντελόνι, στενά και τα δύο και απο μέσα μπλουζάκια με τιράντες.
Ξεχείλιζε ο τόπος βυζιά όταν έσκυβε και είχε τον τρομερό κώλο αχλάδι, που με απογειώνει απο τότε.
Εκεί στο Λυκαβηττό λοιπόν, σε ένα παγκάκι, έγινε ότι έγινε, αλλά είχα μείνει ακόμα με τον πόθο.
Καβαλήσαμε τη μηχανή και ξεκινήσαμε για κανα ξενοδοχείο.
Στο δρόμο, ένοιωσα ενα χέρι να μπαίνει στο παντελόνι μου, πάνω απο τη ζώνη.
Κόντεψα να ρίξω τη μοτοσυκλέτα σε ένα πεζοδρόμιο.
Σταμάτησα κάπου στην Καλιδρομίου ψηλά και με έπιασε με το στόμα.
Είχα πάθει πλάκα.
Συνεχίσαμε για ένα ημιδιαμονής εκεί κοντά, το Αττική και λυσάξαμε μέχρι τα ξημερώματα.
Κατα τις 5 έπεσα νεκρός στο κρεββάτι.
Ξύπνησα και έλειπε.
Σηκώθηκα με χίλια βάσανα και γύρισα σπίτι.
Το βράδυ ξαναβγήκα στη Μαβίλη.
Τζάμπα κόπος.
Δεν ξανάρθε στην πλατεία για καιρό. Μέτραγα τα τζιν με τόνικ, τζιν με λεμονάδα, τζιν με σόδα μέχρι που αποφάσισα ότι κάτι έκανα λάθος, το γύρισα στη βότκα και το τελείωσα απο το μυαλό μου.
Μέχρι που την πέτυχα μήνες αργότερα να πίνει μια μπύρα στο Μοναστηράκι και μου είπε ότι την έκανε γιατί δε γούσταρε το δέσιμο.
Ημουν σίγουρος οτι κάτι της πήγε στραβά το βράδυ στο Λυκαβηττό και την πολιόρκησα όλη τη νύχτα σε ένα μαγαζί με ροκ, την πότισα όσο άντεχε η τσέπη μου και αυτή με είχε τόσο πολύ ανάψει που έφτασα με το ζόρι σε ένα μπουρδελοξενοδοχείο στην Αιόλου.
Ανεβήκαμε τις σκάλες τυλιγμένοι σαν ανεμοστρόβιλος, πότε να χτυπάμε στην κουπαστή και πότε στον τοίχο, ανοίξαμε την πόρτα και κυλιστήκαμε στο πάτωμα, στο κρεβάτι, στο μπαλκόνι και σχεδόν σπάσαμε όλα τα έπιπλα στο δωμάτιο.
Το πρωί ξύπνησα απο μια καθαρίστρια, γριά με μαύρα που με σκούνταγε να σηκωθώ και να φύγω.
Τις επόμενες πέντε βδομάδες γυρνούσα σαν ζόμπι στην Μαβίλη, στο Μοναστηράκι, στα Εξάρχεια, όπου πίστευα οτι θα την βρώ.
Πάλι την είχα χάσει.
Στο σπίτι τα τηλέφωνα χτυπάγανε και η μάνα μου έριχνε άκυρο σε διάφορες Αντζελες, Πέγκες και Γιώτες.
Είχα αρχίσει να κάνω μαλακίες.
Να βάζω δίσκους στο πικάπ και να κάθομαι σα ******* να φαντάζομαι ότι την πετύχαινα πάλι στο δρόμο.
Εβγαινα βόλτες με τη μηχανή και κατέληγα παρκαρισμένος στη Μαβίλη να ψάχνω το πλήθος.
Εβλεπα στενό τζην με κώλο και έτρεχα απο πίσω μπας και την πετύχω.
Δεν πρόλαβα να την χαρώ στο γήπεδό μου.
Να την φτιάξω στα μέτρα μου, να την κάνω δικιά μου και έξω απο τα δωμάτια των ξενοδοχείων.
Και τότε κατάλαβα, ότι αυτό ηταν το παιχνίδι.
Η γυναίκα που σε κρατάει, είναι αυτή που δεν σε αφήνει να τελειώσεις το κυνήγι.
Αυτή που είναι λύκαινα σαν και σένα.
Αυτή που δεν μπαίνει στο καλούπι σου και δεν σε βάζει στο δικό της.
Μα να μη θυμάμαι το όνομά της με τίποτα...
Μόνο την ξενέρωτη την Πέγκυ θυμάμαι καθαρά, που τη βρήκα τελικά στο facebook να κάνει like σε κάτι καβλοτράγουδα του Πλούταρχου και του Χατζηγιάννη.
Και μια Βάσω που την είχα πεθάνει στο παραμύθι και καλό θα ήταν να τη βρώ μια μέρα να της ζητήσω συγγνώμη.
Και μια Βαγγελιώ που δεν της είπα ποτέ οτι την θέλω και το μετάνιωσα.
Αλλά τη λύκαινα την εχω απωθημένο. Και να δείς που δεν ξέρω αν δεν το θυμάμαι το ονομά της, ή δεν το έμαθα ποτέ.
Ετσι λοιπόν, καταλαβαίνετε, πως τόχω το βρέξιμο με τις κοντές, γιατί είναι τελικά θέμα βιωμάτων.
Το κέρατό μου, πως τη λέγανε να δεις....
:thanks:
Πιστεύω μετά απο αυτό να καταλάβετε το κόλλημα.
Είχα κάποτε ξεκινήσει ένα τραινάκι με γκόμενες, όπου απο την μία έπιανα άλλη.
Είχα ξεκινήσει με μια Πηγή που το είχε κάνει Πέγκυ.
Απο αυτήν γνώρισα την Αναστασία, που δεν έλεγε καλά το "ρ" και απο αυτήν γνώρισα μια Αγγελική που το είχε κάνει Αντζελα.
Ενα βράδυ στο παλατάκι στο Χαϊδάρι που είχαμε πάει για βόλτα, μας σερβίρισε η Γιώτα, της οποίας το όνομα δεν το ήξερα ακόμα, αλλά το έμαθα την επόμενη μέρα που πήγα μόνος μου και της την έπεσα.
Απο τη Γιώτα πέρασα στη Νάνσυ, που ήθελε να γίνει νηπιαγωγός, αλλά δεν είχε καταφέρει να περάσει στις πανελλήνιες και δούλευε και αυτή γκαρσόνα στο ίδιο μαγαζί και τελικά ο κύκλος έκλεισε με την Ζωή, που ήθελε να γίνει γυναίκα μου.
Εφυγα τρέχοντας ένα βράδυ απο το σπίτι της πίσω απο το καπνεργοστάσιο στη Λένορμαν, ένα ωραίο σπιτάκι, ημιυπόγειο σε μια πολυκατοικία που έβλεπε πεζοδρόμιο και με βόλευε γιατί πάρκαρα μπροστά στο παράθυρο τη μηχανή μου και έριχνα ματιές ότι είναι ακομα εκεί τα βράδυα.
Στεναχωρήθηκα για τη Ζωή, γιατί μου το έχωσε πολύ απότομα το δίλημμα και έφυγα για το κέντρο να τα πιώ.
Εκεί στην πλατεία Μαβίλη γνώρισα μια απίθανη τύπισσα, της οποίας το όνομα δεν θυμάμαι όσο και να προσπαθώ, παρόλο που βρεθήκαμε τρείς βραδιές σερί στου Λώρα και την τέταρτη ενωθήκαμε σε μια πλαγιά του Λυκαβηττού.
Ηταν όχι πάνω απο 1.60, ούτε κάτω απο 1.50, με μαύρα ριχτά μαλλιά στο πρόσωπο και μεγάλη ουρά πίσω, φορούσε τζην μπουφάν και παντελόνι, στενά και τα δύο και απο μέσα μπλουζάκια με τιράντες.
Ξεχείλιζε ο τόπος βυζιά όταν έσκυβε και είχε τον τρομερό κώλο αχλάδι, που με απογειώνει απο τότε.
Εκεί στο Λυκαβηττό λοιπόν, σε ένα παγκάκι, έγινε ότι έγινε, αλλά είχα μείνει ακόμα με τον πόθο.
Καβαλήσαμε τη μηχανή και ξεκινήσαμε για κανα ξενοδοχείο.
Στο δρόμο, ένοιωσα ενα χέρι να μπαίνει στο παντελόνι μου, πάνω απο τη ζώνη.
Κόντεψα να ρίξω τη μοτοσυκλέτα σε ένα πεζοδρόμιο.
Σταμάτησα κάπου στην Καλιδρομίου ψηλά και με έπιασε με το στόμα.
Είχα πάθει πλάκα.
Συνεχίσαμε για ένα ημιδιαμονής εκεί κοντά, το Αττική και λυσάξαμε μέχρι τα ξημερώματα.
Κατα τις 5 έπεσα νεκρός στο κρεββάτι.
Ξύπνησα και έλειπε.
Σηκώθηκα με χίλια βάσανα και γύρισα σπίτι.
Το βράδυ ξαναβγήκα στη Μαβίλη.
Τζάμπα κόπος.
Δεν ξανάρθε στην πλατεία για καιρό. Μέτραγα τα τζιν με τόνικ, τζιν με λεμονάδα, τζιν με σόδα μέχρι που αποφάσισα ότι κάτι έκανα λάθος, το γύρισα στη βότκα και το τελείωσα απο το μυαλό μου.
Μέχρι που την πέτυχα μήνες αργότερα να πίνει μια μπύρα στο Μοναστηράκι και μου είπε ότι την έκανε γιατί δε γούσταρε το δέσιμο.
Ημουν σίγουρος οτι κάτι της πήγε στραβά το βράδυ στο Λυκαβηττό και την πολιόρκησα όλη τη νύχτα σε ένα μαγαζί με ροκ, την πότισα όσο άντεχε η τσέπη μου και αυτή με είχε τόσο πολύ ανάψει που έφτασα με το ζόρι σε ένα μπουρδελοξενοδοχείο στην Αιόλου.
Ανεβήκαμε τις σκάλες τυλιγμένοι σαν ανεμοστρόβιλος, πότε να χτυπάμε στην κουπαστή και πότε στον τοίχο, ανοίξαμε την πόρτα και κυλιστήκαμε στο πάτωμα, στο κρεβάτι, στο μπαλκόνι και σχεδόν σπάσαμε όλα τα έπιπλα στο δωμάτιο.
Το πρωί ξύπνησα απο μια καθαρίστρια, γριά με μαύρα που με σκούνταγε να σηκωθώ και να φύγω.
Τις επόμενες πέντε βδομάδες γυρνούσα σαν ζόμπι στην Μαβίλη, στο Μοναστηράκι, στα Εξάρχεια, όπου πίστευα οτι θα την βρώ.
Πάλι την είχα χάσει.
Στο σπίτι τα τηλέφωνα χτυπάγανε και η μάνα μου έριχνε άκυρο σε διάφορες Αντζελες, Πέγκες και Γιώτες.
Είχα αρχίσει να κάνω μαλακίες.
Να βάζω δίσκους στο πικάπ και να κάθομαι σα ******* να φαντάζομαι ότι την πετύχαινα πάλι στο δρόμο.
Εβγαινα βόλτες με τη μηχανή και κατέληγα παρκαρισμένος στη Μαβίλη να ψάχνω το πλήθος.
Εβλεπα στενό τζην με κώλο και έτρεχα απο πίσω μπας και την πετύχω.
Δεν πρόλαβα να την χαρώ στο γήπεδό μου.
Να την φτιάξω στα μέτρα μου, να την κάνω δικιά μου και έξω απο τα δωμάτια των ξενοδοχείων.
Και τότε κατάλαβα, ότι αυτό ηταν το παιχνίδι.
Η γυναίκα που σε κρατάει, είναι αυτή που δεν σε αφήνει να τελειώσεις το κυνήγι.
Αυτή που είναι λύκαινα σαν και σένα.
Αυτή που δεν μπαίνει στο καλούπι σου και δεν σε βάζει στο δικό της.
Μα να μη θυμάμαι το όνομά της με τίποτα...
Μόνο την ξενέρωτη την Πέγκυ θυμάμαι καθαρά, που τη βρήκα τελικά στο facebook να κάνει like σε κάτι καβλοτράγουδα του Πλούταρχου και του Χατζηγιάννη.
Και μια Βάσω που την είχα πεθάνει στο παραμύθι και καλό θα ήταν να τη βρώ μια μέρα να της ζητήσω συγγνώμη.
Και μια Βαγγελιώ που δεν της είπα ποτέ οτι την θέλω και το μετάνιωσα.
Αλλά τη λύκαινα την εχω απωθημένο. Και να δείς που δεν ξέρω αν δεν το θυμάμαι το ονομά της, ή δεν το έμαθα ποτέ.
Ετσι λοιπόν, καταλαβαίνετε, πως τόχω το βρέξιμο με τις κοντές, γιατί είναι τελικά θέμα βιωμάτων.
Το κέρατό μου, πως τη λέγανε να δεις....
:thanks: