Στη θέση των «Χριστουγέννων», οι Αρχαίοι Έλληνες εώρταζαν το λεγόμενο «Τριέσπερον», μία εορτή η οποία γενικεύεται από τους ελληνιστικούς χρόνους κι εντεύθεν, προς τιμήν των πυρφόρων και ηλιακών θεοτήτων Ηρακλέους (ο οποίος κατά τον Κορνούτο ορίζεται ως «ο εν τοίς όλοις Λόγος καθ'όν η Φύσις ισχυρά και κραταιά εστί και απεριγένητος ούσα, μεταδοτικός ισχύος και τοίς κατά μέρος και αλκής υπάρχων») και Ηλίου. Το «Τριέσπερον» ξεκινούσε με το Χειμερινό Ηλιοστάσιο (τη νύκτα της 21ης προς την 22α του Δεκεμβρίου, τη μεγαλύτερη δηλαδή νύκτα του έτους) και κορυφωνόταν με την αναγέννηση του φωτοδότη Ηλίου (τη νύκτα της 24ης προς 25η, όταν η ημέρα έχει ήδη μείνει «στάσιμη» επί 3 ημέρες μετά το Ηλιοστάσιο και αρχίζει πλέον να μεγαλώνει).
Αργότερα, με την επιβολή της κρατικής ηλιολατρίας από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αυρηλιανό, το ελληνικό «Τριέσπερον» επισκιάσθηκε (κατά μίμηση της παρσικής λατρείας του Θεού Μίθρα που εώρταζε και αυτή την γέννηση του Θεού στις 25 Δεκεμβρίου) από την «επίσημη» ρωμαϊκή εορτή του «Ανίκητου Ήλιου» («Sol Invictus»). Η «Ημέρα της Γεννήσεως του Ανίκητου Ηλίου» («Dies Natalis Solis Invicti»), η στιγμή δηλαδή που ο ακατάβλητος Ήλιος, έχοντας θριαμβεύσει επάνω στο σκοτάδι της «bruma» (βλέπε κατωτέρω), αρχίζει να ανέρχεται δυναμικά και υπερήφανα στον ουράνιο θόλο, είχε, φυσικά, ως προεόρτιο τη νύκτα του Χειμερινού Ηλιοστασίου, όταν ετιμάτο σιωπηρώς η Θεά του Κάτω Κόσμου Αντζερόνα (Angerona, Dea Tacita), προστάτις των νεκρών και προσωποποίηση της Θελήσεως, της Εσωτερικής Φωνής, της Ενοράσεως και της Σιωπής, στα λεγόμενα «Ντιβάλια» ή «Αντζερονάλια» («Divalia» ή «Angeronalia», βλ. Claudio Rutilio, «Η Θεολογία των Ρωμαίων»). Τα «Divalia» έκλειναν τις λεγόμενες «σύντομες ημέρες» («brevissimi dies», «bruma») που σηματοδοτούσαν την ολοκλήρωση της ηλιακής διαδρομής μέσα στον ενιαυτό.
Ο Sol «Invictus» συνέχισε να λατρεύεται ως Ανώτατος Θεός και καθοδηγητής της οργανωμένης κοινωνίας και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων μέχρι την εποχή του Κωνσταντίνου, ο οποίος άρχισε την βασιλεία του ως τυπικός ηλιολάτρης. Υπάρχουν νομίσματα ως το 324 μ.α.χ.χ. που εμφανίζουν τον Κωνσταντίνο να δοξάζει τον Sol ως «Πηγή της Αυτοκρατορικής Δυνάμεως», μόνον δε κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του οι αναφορές στον Sol και τις άλλες εθνικές θεότητες εξαφανίσθησαν από τα νομίσματα. Η εορτή πάντως του «Sol Invictus» επικαλύφθηκε με τη σειρά της αμέσως μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού (4ος αιώνας, με απόφαση του Πάπα Ιουλίου) από τα γνωστά μας «Χριστούγεννα» (που έως τότε υπολογίζονταν στις 6 Ιανουαρίου -ημερομηνία που στην Ανατολή παρέμεινε μέχρι τουλάχιστον τη βασιλεία του αυτοκράτορα Γιουτπράβδα, ελληνιστί Ιουστινιανού-, ή στις 19 Απριλίου, ή στις 20 Μαϊου κατ'άλλους, ενώ στο «Pascha Compustus» του 243 μ.α.χ.χ. η «γέννηση» του Τζεσουά ορίζεται στις 28 Μαρτίου). Η μετέπειτα χυδαία ιδιοποίηση του ελληνικού «Τριεσπέρου» δεν εμπόδισε φυσικά τους πιο σκληροπυρηνικούς απολογητές της νέας Θρησκείας να περιγελούν τους Εθνικούς, κατά την προσφιλή τους πρακτική, ακόμη και κατά τον 3ο αιώνα μ.α.χ.χ. (!!), ως τάχα... ανόητους που εώρταζαν γενέθλια Θεών (Αρνόβιος, περίπου 296 μ.α.χ.χ.).
https://sadentrepese
Tα Χριστούγεννα η εορτή της ανάμνησης της γεννήσεως του Ιησού Χριστού δηλαδή, αποτελούν την μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού, αποτελώντας ημέρες χαράς για όλον τον Χριστιανικό κόσμο. Λόγω βέβαια της «οικονομικής εκμετάλλευσης» και του τεράστιου «οικονομικού τζίρου της εορτής» τα Χριστούγεννα εορτάζονται πλέον σχεδόν σε όλο τον κόσμο - αν και τελευταία, στα πλαίσια του "πολυπολιτισμού", γίνονται συντονισμένες προσπάθειες να υποβαθμιστούν σε σκέτες καταναλωτικές "γιορτές", αφαιρώντας τους κάθε αρχέγονη μεταφυσική σημασία.
Ιχνηλατώντας την ιστορικότητα της εορτής ανακαλύπτουμε ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν την ημερομηνία της εορτής, αλλά και συσχετίσεις με συνήθειες στον αρχαίο κόσμο. Αναζητώντας την ακριβή ημερομηνία γενέσεως του Ιησού ανακαλύπτουμε ότι αφενός στην καινή Διαθήκη δεν γίνεται αναφορά για την εορτή Χριστουγέννων και αφετέρου ότι κανείς από τους Αποστόλους δεν τήρησε την 25η Δεκεμβρίου ως γενέθλια ημέρα του. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, (υπολογίζεται πως γεννήθηκε μεταξύ του 6 - 2 π. X.) Υπάρχουν όμως ενδείξεις που συνηγορούν στην Φθινοπωρινή γέννηση του, και όχι στην χειμερινή. Το εδάφιο από το Ευαγγέλιο του Λουκά παραδείγματος χάριν αναφέρει: «Οι ποιμένες ήσαν κατά το αυτό μέρος διανυκτερεύοντες εν τοις αγροίς, και φυλάττοντες φύλακας της νυκτός επί το ποίμνιον αυτών» (2: 8). Η φράση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις πρακτικές των βοσκών καθώς τον χειμώνα λόγω του ψύχους οι ποιμένες δεν διανυκτερεύουν στους αγρούς. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γέννηση του Ιησού δεν έγινε το Δεκέμβριο αλλά το Φθινόπωρο εφόσον τα κοπάδια δεν ήταν στις στάνες. Γνωρίζουμε επίσης ότι η γέννηση συνέπεσε, με την απογραφή, που συνήθως γινόταν μετά την συγκομιδή, κατά τις αρχές Οκτωβρίου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επίσης συσχετίζει την γέννηση του Ιησού Χριστού με την εορτή της «Σκηνοπηγίας», η οποία γινόταν τον Οκτώβρη.
Στην Αγία Γραφή γενέθλιες και ονομαστικές εορτές δεν συνιστούνται. Στην πραγματικότητα τα Χριστούγεννα δεν συμπεριλαμβάνοντα στις αρχαίες γιορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας, και μάλιστα η τήρηση των γενεθλίων καταδικάζονταν σαν ένα αρχαίο Ελληνικό "ειδωλολατρικό" έθιμο απεχθές στους Χριστιανούς. Ημέρα μνήμης των αγίων και μαρτύρων όριζαν αυτή του θανάτου. Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει σχετικά : «Τα Χριστούγεννα δεν ήταν ανάμεσα στις πρώτες εορτές της Εκκλησίας. Ο Ειρηναίος και ο Τερτυλλιανός την παραλείπουν από τους καταλόγους των εορτών» Έτσι Τα Χριστούγεννα ως εορτή των γενεθλίων του δεν γιορτάζονταν τα πρώτα 300 χρόνια. Η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα των Χριστουγέννων έγινε στη Ρώμη από τον Πάπα Ιούλιο τον Α, τον 4ο μ.χ. αιώνα, μετά από έρευνα που έγινε στα αρχεία της Ρώμης για την χρονιά επί Αυγούστου απογραφής, και κατόπιν υπολογισμών βάση των Ευαγγελίων. Ένα στοιχείο που λήφθηκε υπόψιν είναι το η φράση από το κατΆ Ιωάννη γΆ30«Εκέινον δει αυξάνειν, εμέ ελατούσθαι»
Στην πραγματικότητα όμως αυτό συνέβη διότι η συγκεκριμένη ημερομηνία συνέπεφτε με τις αρχαίες εορτές του Χειμερινού Ηλιοστασίου και την «Επιστροφή» του Ηλίου. Έκτοτε ο Χριστός όφειλε να είναι ο Ήλιος ο δίδων το φως εις τον κόσμο. Πριν εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τη βάπτιση του Ιησού (Θεοφάνεια). Αργότερα το έθιμο πιθανολογείται ότι μεταφέρθηκε στην Ανατολή, πιθανόν από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό το 378-381 περίπου μ.Χ. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) σε ομιλία του για τη γέννηση του Χριστού, αναφέρει ότι είχε αρχίσει στην Αντιόχεια να γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου. Το σίγουρο είναι ότι την εποχή του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την Ανατολή.
https://omadaeellinon.
Οι αρχαίοι Έλληνες κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου γιόρταζαν την γέννηση του Διονύσου. Ο Διόνυσος αποκαλούταν «σωτήρ» και θείο «βρέφος», το οποίο γεννήθηκε από την παρθένο Σέμελη. Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούν την ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη. Τον χειμώνα θρηνούσαν το σκοτωμό του Διονύσου από τους Τιτάνες, αλλά στις 30 Δεκεμβρίου εόρταζαν την αναγέννησή του. Οι γυναίκες-ιέρειες ανέβαιναν στην κορυφή του ιερού βουνού και κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε. Ο Διόνυσος ζει», ενώ σε επιγραφή αφιερωμένη στον Διόνυσο αναγράφεται:«Εγώ είμαι που σε προστατεύω και σε οδηγώ, εγώ είμαι το 'Αλφα και το Ωμέγα».
Αυτή η αρχαία Ελληνική γιορτή, είχε επίσης ταυτιστεί και με την γιορτή του Ηλίου, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Συγκεκριμένα στους Έλληνες, είχε ταυτιστεί με τον Φωτοφόρο Απόλλωνα του Ηλίου, ο οποίος απεικονιζόταν πάνω στο ιπτάμενο άρμα του να μοιράζει το φως του Ηλίου. Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με την ζωή ενός ανθρώπου που γεννιόταν κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου που μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε την Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν τον Μάρτιο την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από την μήτρα της Γης. Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα, και ο Ηλιος αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει την ημέρα έως ότου εξισωθεί με την νύχτα, κατά την Ιση-μερία τον Μάρτιο. Τότε ο Ήλιος νικά το σκοτάδι, και έρχεται η άνοιξη, η εποχή της αναγέννησης για την φύση.
Η εορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρνάλιων, προς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας, γι΄ αυτό και έκαναν θυσίες χοίρων για την ευφορία της γης . Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες γιορτές και ονομάζονταν: «DEUS SOL INVICTUS», δηλαδή «Ημέρα του αήττητου ήλιου» - και απ' την οποία ονομάστηκε στις λατινογενείς γλώσσες το Σάββατο SATUR-DAY (ημέρα Κρόνου). Μια γιορτή που την είχαν πάρει απο την γιορτή του Φωτοφόρου Απόλλωνα-Ηλίου και εορταζόταν κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο.
Στην αρχαία Ρώμη, η εορτή άρχιζε στις 17 Δεκεμβρίου και διαρκούσε επτά ήμερες. Στην εορτή αυτή αντάλλασσαν δώρα, συνήθως λαμπάδες και στα παιδία έδιναν πήλινες κούκλες και γλυκά σε σχήμα βρέφους, για να θυμίζουν το Κρόνο που τρώει τα παιδιά του. Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεού Ήλιου μετατράπηκαν σε γενέθλια του Υιού του Θεού. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι «εθνικοί» αποκαλούσαν την Πρώτη Ημέρα της εβδομάδας Ημέρα του θεού-Κυρίου Ήλιου, ορολογία την οποία αργότερα χρησιμοποίησαν και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες για λόγους σκοπιμότητας ίσως. Κάτι που διασώζεται έως σήμερα στα Αγγλικά ως SUN-DAY, στα Γερμανικά SONN-TAG. Ο Ιουστίνος ο μάρτυς (114-165 μ.Χ.) γράφει στη 2η απολογία του για τον Ιησού «...σταυρώθηκε, πριν το Σάββατο, ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ "ΚΡΟΝΟΥ" και την επόμενη ημέρα ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ (θεού) "ΗΛΙΟΥ" και η οποία μετονομάσθηκε σε ΚΥΡΙΑΚΗ, αναστήθηκε και εμφανίσθηκε στους μαθητές Του...»
Οι Αιγύπτιοι στις 25 Δεκεμβρίου εόρταζαν την γέννηση του θεού-ήλιου Όσιρη. Μετά την δολοφονία του ένα δένδρο ξεφύτρωσε στο οποίο ο Ίσις,σε κάθε επέτειο της γέννησης του στις 25 Δεκεμβρίου, άφηνε δώρα γύρω από το δένδρο. Οι Βαβυλώνιοι, και οι Φοίνικες ονόμαζαν το θεό-ήλιο Βαάλ οι Πέρσες λάτρευαν τη γέννηση του Αήττητου-ήλιου και θεού Μίθρα Βασιλιά, ενώ οι Βραχμάνοι στην γέννηση του ψάλλουν: «Εγέρσου ω βασιλιά του κόσμου, έλα σε μας από τις σκηνές σου».
Εκτός όμως της ημέρας της γέννησης και πολλές από τις παραδόσεις που συνδέονται με τα Χριστούγεννα (ανταλλαγή δώρων, στολισμοί, κάλαντα, Χριστουγεννιάτικο δέντρο κλπ.) έχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες θρησκείες.
Πίσω από τα κάλαντα κρύβεται ένα αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη, που αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος ευρισκόμενος στην Σάμο, σκάρωσε διάφορα τραγούδια τα οποία μαζί με μια ομάδα παιδιών τα τραγουδούσαν στα σπίτια των πλουσίων ευχόμενοι πλούτο, χαρά και ειρήνη. Συμβόλιζε την ευφορία και γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς κυρίως του Απόλλωνος-Ήλιου και των Ωρών για προστασία της σποράς και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για την συγκομιδή των καρπών. Ταυτόχρονα με τις ευχαριστίες προς τους θεούς, έδιναν ευχές και στους συνανθρώπους.
Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ελιάς ή δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο υγείας και ομορφιάς) και καρπούς κάθε λογής, τραγουδώντας για καλύτερη τύχη και γονιμότητα της γης. Πολλά από τα παιδιά έφεραν τον κλάδο σπίτι τους και τον κρεμούσαν στην πόρτα όπου έμενε όλο το έτος (κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε σήμερα την Πρωτομαγιά).
Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Αποστόλου Αρβανιτόπουλου, σχετικό με τα έθιμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και των καλάνδων, σώζει ο Φίλιππος Βρετάκος στο βιβλίο του "Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των". Σε αυτό το βιβλίο του ο Φίλιππος Βρετάκος μας λέει:
"Το χριστουγεννιάτικον δένδρον συμβολίζει την αιωνιότητα της ζωής, διότι δεν γηράσκει και δεν χάνει, επομένως, την νεότητά του. Το δένδρον όμως των Χριστουγέννων δεν το ευρίσκω, εγώ τουλάχιστον, ως ξενικήν συνήθειαν, ως νομίζεται γενικώς, αλλ' εν μέρει ως αρχαίαν ελληνικήν. Είναι, δηλαδή, υπολείμματα της περιφήμου "ειρεσιώνης", και της "ικετηρίας" των αρχαίων Ελλήνων, και μάλιστα των αρχαίων Αθηναίων. Ήσαν δε η μεν Ικετηρία κλάδος ελαίας, από του οποίου εκρέμων ποκάρια μαλλιού, και έφερον αυτόν όσοι ήθελον να ικετεύσουν τον Θεόν ομαδικώς, δια την απαλλαγήν του τόπου από δεινού τινός κακού, π.χ. από νοσήματος, πανώλους, χολέρας ή ομοίου. Ως επί το πολύ, όμως, εβάσταζε την Ικετηρίαν άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να τεθή υπό την προστασίαν θεού και της ανωτέρας αρχής, για να προβή εις αποκαλύψεις εναντίον ισχυρών ανθρώπων ή αρχόντων."
("Κληρονομία του αρχαίου κόσμου", εφημερίς "Εθνος", 31 Δεκεμ.1937)
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία στο τέλος του 16ου, αλλά έως τις αρχές του 19ου αιώνα δεν ήταν διαδεδομένο ευρέως - τοποθετούνταν μόνο στις εκκλησίες. Το δέντρο ως Χριστιανικό σύμβολο, συμβολίζει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σταδιακά το δένδρο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη- κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης (κάτι που γινόταν στους αρχαίους Ελληνικούς ναούς), συμβολίζοντας την προσφορά των Θείων Δώρων. Στην σύγχρονη Ελλάδα το έθιμο το εισήγαγαν οι Βαυαροί με τον στολισμό στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Μετά τον το ΒΆ παγκόσμιο πόλεμο το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια. (Σημ. ΜΓ: Στην ορεινή Ελλάδα συνήθιζαν να στολίζουν με γλυκά, καρπούς, κορδέλες κλπ τα δένδρα σαν προσφορές για τους καλικατζάρους και τις νεράιδες και το σπίτι με πρασινάδες και καρπούς ως ευχή αφθονίας, χωρίς διακοπή από την αρχαιότητα).
Φυσικά μεγάλη εντύπωση προκαλεί και το μυθολογικό γεγονός του "Αγιοβασίλη" με το έλκηθρο του που το κινούν οι ιπτάμενοι τάρανδοι. Ούτε αυτό όπως καταλαβαίνετε, δεν θα μπορούσε να μην παρθεί απο την Αρχαία Ελλάδα. Όπως αναφέραμε πιο πρίν, τον μήνα Δεκέμβριο, οι Έλληνες γιόρταζαν τον Διόνυσο αλλά και τον Φωτοφόρο Απόλλωνα-Ηλίου παριστάνοντας τον πάνω στο ιπτάμενο άρμα του, να μοιράζει το φως. Το άρμα έγινε έλκηθρο, τα άλογα έγιναν τάρανδοι και το "δώρο" του φωτός που μοίραζε στους ανθρώπους ...έγινε κυριολεκτικά "μοίρασμα δώρων".
Τέλος το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαιο - Ελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.
από https://www.ellinikoarxeio.com
Powered by vBulletin® Version 4.2.3 Copyright © 2024 vBulletin Solutions, Inc. All rights reserved.